Κουκουλοφόρος χωρίς κουκούλα. Του Δημήτρη Νανούρη
Δεν είναι να πιστεύεις τον Μπογδάνο ακόμα κι αν σου πει καλημέρα· σίγουρα τριγύρω θα επικρατεί βαθύ σκότος, μαύρα μεσάνυχτα. Εχω ιδίαν και πικράν πείρα. Εκμυστηρεύτηκα και άλλοτε ότι σπανίως παρακολουθώ τηλεόραση. Βλέπω κάνα ματσάκι κλεφτά στην εφημερίδα, παίρνοντας ανάσα απ’ την «ύλη», ενώ στο σπίτι το χαζοκούτι παραμένει μονίμως κλειστό. Δεν είναι της παρούσης να αναπτύξω τα οφέλη τούτης της ευεργετικής επιλογής. Αγνοούσα παντελώς την ύπαρξη της εκρηκτικής όσο και αμφιλεγόμενης τηλεπερσόνας, ώσπου διάφοροι καλοθελητές, οίτινες γνωρίζουν πως έλκω την καταγωγή μου απ’ την Απείρανθο Νάξου, άρχισαν να με ρωτούν αν είμαι απ’ το χωριό τού εν λόγω.
Ηταν απερίγραπτη η έκπληξή μου, αφού συνήθως ταυτίζουν τ’ Απεράθου με τον Μανώλη Γλέζο, τον «κόκκινο ίλαρχο» της δικτατορίας Μιχάλη Βαρδάνη, την ποιήτρια Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου και αρκετές εξέχουσες μορφές των γραμμάτων και των τεχνών που ανέδειξε κατά καιρούς. Οι λιγότερο μυημένοι αναφέρονται στον Νικηφόρο Μανδηλαρά, που τυγχάνει απλώς κοντοχωριανός. Φάνταζε ανήκουστο να ’μαι απ’ τον ίδιο μαχαλά μ’ έναν άγνωστο για τον επιπρόσθετο λόγο ότι τόσο βαρβαρόηχα επώνυμα δεν απαντούν στους πέριξ οικισμούς και απ’ ό,τι ξέρω σ’ ολόκληρο το νησί. Ακου Μπογδάνος!
Θα ’χα ρεπό, θυμάμαι, και μου χαλούσε την απογευματινή ραστώνη η παραφωνία της ξεχασμένης στη διαπασών τιβί στο σαλόνι. Κατευθυνόμενος προς το μέρος της να την κλείσω, τράβηξε την προσοχή μου ένας φαλάκρας απέξω κι από μέσα, που ωρυόταν σαν αρσενική κυρία Λουκά. Να με συγχωρεί η κατά τ’ άλλα συμπεθέστατη Ελένη για την άστοχη παρομοίωση, καθότι ο τύπος επέρδετο κυριολεκτικά απ’ το στόμα, αραδιάζοντας αδιανόητες ασυναρτησίες με ταχύτητα μυδραλιοβόλου. Πάσχιζε να ομιλεί στην καθαρεύουσα, αλλά τα σόλοικα ελληνικά του αποκάλυπταν γλωσσική ημιμάθεια και πνευματική πενία. Ακροδεξιός ώς τα μπούνια, συνοδοιπόρος του ναζιστικού μορφώματος –η μοναδική σχέση του με τη μόρφωση–, υπερασπιζόταν με μένος τους υπόδικους χρυσαυγίτες. Μεθοριακή προσωπικότητα, δίχως άλλο, με συμπλεγματική προβολή μεγαλείου, χρησιμοποιούσε τη δύναμη του μέσου από την κερκόπορτα. Φιλονικούσε διαρκώς με την κοινή λογική εκτοξεύοντας εμέσματα.
Εξοργίζοντας συστηματικά το δημοκρατικό κοινό, κέρδιζε απείρως περισσότερη δημοσιότητα απ’ όση του αναλογούσε. Διατεινόταν, μεταξύ άλλων, ότι κατάγεται από την ορεινή Νάξο. Την κώμη της μάνας του, το Σαγκρί, δεν θα τη χαρακτήριζαν ορεινή ούτε οι ανιάτως πάσχοντες από υψοφοβία. Πρόκειται για πανέμορφο τόπο στο κέντρο της νήσου μας, μόνο που βλέπει τα βουνά με τα κιάλια. Τούτο το συνειδητό ψεύδος δημιουργούσε, λοιπόν, κάποια σύγχυση κι έτσι έπαιρνε η μπάλα και τα δικά μας χωριά. Αν ήμουν δικομανής, έπρεπε να υποβάλω μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση και σίγουρα θα τον καταδίκαζα σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ώς και τον Αρειο Πάγο, αν χρειαζόταν.
Ντελαπάρισε στο ίσιωμα κατόπιν. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις την απομάκρυνσή του από τον «Σκάι» επειδή –άκουσον, άκουσον– καταφέρθηκε εναντίον του Τσίπρα. Ισχυρίστηκε, εν ολίγοις, το εξωφρενικό ότι ο τέως πρωθυπουργός και οι φίλοι του ευθύνονται για την απόπειρα κατά της ζωής του Λουκά Παπαδήμου. Αργότερα ζήτησε από τα προσφιλή του τανκς να εκκενώσουν την ΕΡΤ – τον ρόλο ανέλαβε εσχάτως στη ζούλα ο Ζούλας. Γοητεύτηκε από τη μιντιακή του ακτινοβολία ο Κούλης και τον έχρισε υποψήφιο βουλευτή. Τον ανταμείβει τώρα αποκαλώντας επί κυπριακού εδάφους προδοτικό το ΑΚΕΛ και αναλαμβάνοντας αυτοβούλως χρέη ρουφιάνου. Κουκολοφόρος δίχως κουκούλα, δήθεν και τσάμπα μάγκας με την ασφάλεια πως δεν το πιάνει ο σχετικός νόμος.
efsyn.gr
ΠΗΓΗ:http://anemosantistasis.blogspot.com