14. ΚΥΡΙΑΚΗ & ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ!!! (εμπνευσμένες από δω και πέρα ως τις εκλογές απ΄ όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου) Από την Χαρούλα Κοτσάνη

Εκείνο τον καιρό η άθλια οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού έφερε μεγάλη αναστάτωση σε όλο τον στάβλο και ιδιαίτερα στο κοτέτσι.
Οι 156 κότες (στο περίπου μετρημένες) κι ο ένας Κόκορας δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα της πτώχευσης που όπως όλα έδειχναν ερχόταν απειλητικά να τις εξοντώσει, για την ακρίβεια να τις ξεπουπουλιάσει.
Μέχρι τώρα η ζωή τους κυλούσε ευτυχισμένη μες στα πλούτη και την χλιδή, έτρωγαν και δεν χόρταιναν το χρυσό καλαμπόκι που έρρεε άφθονο από παντού, το νερό γάργαρο και καθαρό σε κάθε γωνία του κοτετσιού έσβηνε την δίψα τους όλες τις ώρες σε όλες τις εποχές. Δεν ήταν ζωή αυτό που ζούσαν ένα θαύμα ήταν!
Οι κοτούλες γεννούσαν καθημερινά από ένα αβγό, χρυσό κι αυτό κι ο Κόκορας καμάρωνε για τα επιτεύγματά του, δεν είναι εύκολο πράγμα (εδώ που τα λέμε) να «περιποιείται» ένας μοναδικός Κόκορας 156 (στο περίπου είπαμε) κότες και τι κότες! πρώτες στο κακάρισμα, πρώτες και στο γυρουλιό!!!
Κάθε πρωί το λάλημά του Κόκορα ξυπνούσε όχι μόνο τα αφεντικά αλλά και όλο το χωριό. Τότε πουρνό – πουρνό πήγαινε η κυρά Μαρία, αφέντρα και κυρά του κτήματος, άνοιγε την πορτούλα του κοτετσιού κι όλο εκείνο το φτερωτό κοπάδι τσακώνονταν αγρίως ποιο να πρωτοβγεί έξω.
Πολλές φορές στο σημείο αυτό γινόταν κάτι παράξενο που έμοιαζε «μεταφυσικό» όπως μου έρχεται τώρα ως ανάμνηση…
Η γιαγιά Μαρία (χωρίς πολλές διαπραγματεύσεις) με τοποθετούσε φύλακα στην πόρτα προσέχοντας να βγαίνουν οι κοτούλες μία – μία με τάξη, όπως θα έκανε ένας έμπειρος πορτιέρης. Εκείνη ορθή λεβεντογυναίκα όπως ήταν με ένα μυστηριώδες και πονηρό βλέμμα έπιανε την κάθε κότα κι αστραπιαία σχεδόν την έβαζε κάτω από την αριστερή μασχάλη όπου με το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού (πιθανολογώ γιατί ποτέ δεν το ξεκαθάρισα επακριβώς) έκανε όπως ένας γιατρός ουρολόγος, προσπαθώντας να ψηλαφίσει την επιφάνεια ενός κυοφορούμενου αβγού. Αν φυσικά υπήρχε, η κοτούλα επέστρεφε μέσα για να μην «ξενογεννήσει» και χάσουμε το αβγό, εφόσον υπήρχε κι αυτό ως σοβαρό ενδεχόμενο!
Αυτό ήταν το λεγόμενο «αβγολόγημα»… πόσα πολλά ήξερε αυτή γιαγιά! την έβλεπα και την καμάρωνα γιατί είχε ένα μοναδικό στυλ το οποίο αναπροσάρμοζε σε κάθε δουλειά που καταπιανόταν ας πούμε στο ζύμωμα ή στο φούρνισμα ή στο ρίνιασμα της συκιάς και βέβαια σαν έπιανε το χάλκινο σύρμα λυγισμένο σε μικρό «γ» και έβρισκε νερό κάτω απ΄ την γη, καθώς το σύρμα γύριζε με μεγάλη ταχύτητα κρατώντας το με δύναμη μην της φύγει απ΄ τα χέρια… ε! τότε ήταν που στα δικά μου παιδικά μάτια η γιαγιά μεταμορφωνόταν σε «θαυματοποιό» με αινιγματικές, για τους πολλούς, ικανότητες! Ήταν λοιπόν δυνατόν να της ξεφύγουν οι αχάριστες κότες; Εμείς να τις ταΐζουμε, να τις ποτίζουμε, να τις προστατεύουμε απ΄ τις ατσίδες κι αυτές να σκέφτονται να ξενογεννούν; αν είναι δυνατόν! Η γιαγιά επέβαλε δικαιοσύνη με τον δικό της τρόπο, επώδυνο; ίσως, αλλά δίκαιο!
Στην περίοδο της μεγάλης κρίσης που έπεσε πείνα στην ευρύτερη περιοχή, άρχισε και η μεγάλη ανησυχία μέσα στο κοτέτσι αφού ανά βδομάδα σχεδόν λιγόστευαν στο μέτρημα οι κότες… ο Κόκορας μάλλον υποψιαζόταν τι γινόταν κι έκανε τους δικούς του λυτρωτικούς σχεδιασμούς έτσι κάθε πρωί δεν ξεχνούσε την δουλειά του, κελαηδούσε όσο πιο μελωδικά μπορούσε σαν να ξόρκιζε κι ο ίδιος το κακό ή να ετοίμαζε την δική του προσωπική ατζέντα διαφυγής και συνθηκολόγησης με τους νοικοκυραίους μπας γλυτώσει το δικό του κεφάλι, για τις «κότες» του δεν νοιαζόταν και τόσο, άλλωστε 156 είχε (στο περίπου μην ξεχνιόμαστε) αν του λείψουν και μερικές τι θα τον πείραζε; ίσως να τον ξεκούραζε κιόλας…
Κάποιες μαύρες εξαφανίστηκαν πρώτες, έμειναν λίγες πλουμιστές κι όλες οι ασπρούλες που δεν έχαναν το κουράγιο τους παρά την πείνα που άρχιζε σιγά – σιγά να τις περιζώνει… όταν όμως έχασαν εντελώς και το καλαμπόκι και το στάρι και το καθαρό νερό και την φροντίδα της προστασίας τότε τις έζωσαν τα «φίδια» και όλες μαζί ξεφτερούγιζαν κακαρίζοντας πάνωθεν του Κόκορα ζητώντας του να κάνει «κάτι» για να σωθεί το κοτέτσι… τι να κάνει όμως και τούτος ο δυστυχής; αδύνατος, πεινασμένος και διψασμένος, ξεπουπουλιασμένος πια περιφερόταν αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία, την παλιά του δόξα και ηγεμονία. Πάνε τα λειριά, τα φανταχτερά φτερά, πάει κι όλο εκείνο το καμάρι του «Κυβερνήτη»… και να, πώς κατέληξε: ένας Στρατηγός χωρίς στρατό, ένας ξεπεσμένος Πασάς χωρίς χαρέμι, ένας Βασιλιάς χωρίς θρόνο πω! πω! ρεζιλίκια!… το κοτέτσι σε οικτρή κατάσταση ξηλωμένα τα σύρματα, από παντού έμπαζε κρύος αέρας, οι κουτσουλιές είχαν γεμίσει τον χώρο με εκείνη την μυρωδιά να βρωμίζει όλο το χωριό, τα αβγά πλέον δεν ήταν χρυσά και για να τα μαζέψει ο νοικοκύρης έπρεπε να μπει μέσα στην λάσπη.
Για λύπηση κι οι κότες όσες απέμειναν κι ο Κόκορας ο φουκαράς που δεν είχε πλέον καμία διάθεση να τις κοιτάξει… Σε λίγο καιρό όλα έγιναν φτερά και πούπουλα, οι μέρες της αφθονίας είχαν περάσει ανεπιστρεπτί…
Όταν ύστερα από χρόνια τα ξανασκεφτόμαστε δεν θα πιστεύουμε πως όλα αυτά τα έχουμε ζήσει… μια μακρινή ανάμνηση θα γίνουν, να μου το θυμάστε!!!
Χαρούλα Κοτσάνη