“Μαμά, έλα να με σκεπάσεις” Μαρία Στρίγκου

Έρχονται μέρες στη ζωή σου που χιονίζει στο σαλόνι.
Το κρύο σε ξανανταμώνει δίπλα στη βιβλιοθήκη και σου κλείνει το μάτι. Έχετε γνωριστεί από παλιά και σε αντιμετωπίζει σα φίλο. Εσύ όχι αλλά πάντα ήσουνα ευγενικός και φιλόξενος κι ύστερα πώς να πεις όχι σ’ αυτόν που σε κατοίκησε απ’ τη γέννα σου κι ύστερα; Ασκεί το δικαίωμα της χρησικτησίας ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται.
Η υγρασία της θάλασσας επιστρέφει κι αυτή, τρυπώνει στο κρεβάτι σου, χορεύει πάνω στα κόκαλά σου, δεν είναι η Σαλώμη να ζητήσει το κεφάλι σου επί πίνακι, δεν το χρειάζεται κιόλας για να σου πω την αλήθεια, κρατάει ένα σφυράκι στα λεπτεπίλεπτα δάχτυλα και αργά, μουσικά θαρρείς σπάει αρθρώσεις και αρμούς. Η μελωδία έχει κάτι το εξωπραγματικό.
“Μαμά, έλα να με σκεπάσεις” οι κουβέρτες δεν κάνουν τη διαφορά, στάζουν τους πέντε ωκεανούς με τα μεγάλα ψάρια. Μόλις σβήσει το φως ανοίγουν τα μεγάλα τους στόματα και σε καταβροχθίζουν.
Στο σαλόνι δεν υπάρχουν μεγάλα ψάρια ούτε θάλασσες. Μόνο μνήμες μιας ζωής που πέρασε ξοδεμένη σε ανούσιες συναλλαγές.
Και μοναξιά.
Τα βράδια, όταν απαγκιάζεις δίπλα στη φωτιά, ζητάς ένα χέρι να σε σκεπάσει, να σου φτιάξει ένα ζεστό, να σου χτενίσει τα μαλλιά, να σου φορέσει μια ζακέτα, να σου υποσχεθεί με την αφή πως θα διώξει το κρύο. Τα ξύλα τριζοβολούν στη φωτιά, το κρύο μαζεύεται στις γωνίες του δωματίου, τα ψάρια φεύγουν για να βρούνε άλλα νερά, πιο φιλόξενα, η υγρασία χωράει ολόκληρη μέσα σ’ ένα ποτήρι με νερό απ’ το ψυγείο.
Μένει μόνο το μουδιασμένο παιδάκι μέσα σου, που ακόμα περιμένει μες στο σκοτάδι “μαμά, έλα να με σκεπάσεις” και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δεν…και τι είναι τελοσπάντων αυτή η αγαπημένη φροντίδα που δεν το καταδέχτηκε ως τα σήμερα.
Πηγή:facebook
ΠΗΓΗ: anemosantistasis.blogspot.com