Μαιευτική βία: Ο μητρικός θηλασμός μέσα από το πρίσμα της εξουσίας Mέρος Β’
Μια σοβαρή πτυχή της μαιευτικής βίας, η οποία δεν έχει αναδειχτεί αρκετά και δεν υπάρχουν μελέτες που να την εξετάζουν, είναι η σχέση της με τον μητρικό θηλασμό. Οι ιατρικοί χειρισμοί κατά την διάρκεια του τοκετού, οι πιέσεις στο μαιευτήριο, οι κοινωνικές πιέσεις (οικογενειακό, ερωτικό, φιλικό, εργασιακό περιβάλλον κ.λπ.) αλλά και η εξυπηρέτηση του κράτους στις βιομηχανίες βρεφικού γάλακτος, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πραγματοποίηση του θηλασμού ως δεδομένης φυσιολογικής συνθήκης σίτισης του βρέφους. Οπότε η μαιευτική βία στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πολύπλευρη και πολυσύνθετη και επεκτείνεται πέραν του χωρικού πλαισίου του μαιευτηρίου. Ο μητρικός θηλασμός, ενώ είναι μια απολύτως φυσική διαδικασία του γυναικείου ανθρώπινου σώματος, δυστυχώς συνδέεται μ’ ένα πολύπλοκο αλληλοσυνδεόμενο σύστημα εξουσίας, που τελικά συσκοτίζει την αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος. Έτσι, οι όποιες αποφάσεις παρθούν απ’ την γυναίκα που αφορούν το σώμα της για την περίοδο της γαλουχίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο τελικά να είναι προϊόντα ελεύθερης βούλησης. Εκφράσεις όπως: «θέλω να θηλάσω αλλά δουλεύω», «αισθάνεται παράξενα ο άντρας μου», «μου είπαν πως δεν έχω γάλα», «μου είπαν πως δεν είναι και τόσο σημαντικό το μητρικό γάλα», «μου είπαν στο μαιευτήριο πως θα προκαλέσω κακό στο παιδί μου», «ακόμα θηλάζεις;» κ.λπ. αντικατοπτρίζουν εξωγενείς κοινωνικούς παράγοντες που είναι έξω από την ελεύθερη βούληση της γυναίκας και συμβάλουν στην πίεση, στην μη έναρξη αλλά και στην διακοπή του μητρικού θηλασμού. Η επιλογή για το αν μια μητέρα θα θηλάσει ή όχι θα πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά από την ίδια και η όποια απόφαση να είναι προϊόν γνώσης. Επίσης, το διάστημα θηλασμού αφορά αποκλειστικά την δυάδα μητέρα-παιδί, είτε είναι ελάχιστες μέρες είτε είναι αρκετά χρόνια. Είναι μια σχέση που αφορά την ίδια και το παιδί της και κανέναν άλλον παράγοντα. Να ξεκαθαρίσουμε, βέβαια, πως η επιλογή του μη θηλασμού, για οποιοδήποτε λόγο σε καμία περίπτωση δεν αντανακλά την έλλειψη αγάπης της μητέρας προς το παιδί.
Πλεονεκτήματα του θηλασμού
Θα χρειαζόταν ένα ακόμα άρθρο για να αναφερθούμε αποσπασματικά στα οφέλη του μητρικού θηλασμού. Ο οργανισμός κάθε μητέρας παράγει το ιδανικό γάλα για το δικό της μωρό και αλλάζει σύσταση συνεχώς, ακόμα και κατά την διάρκεια του θηλασμού[1]. Είναι πλείστα τα πλεονεκτήματα του μητρικού θηλασμού στην μητέρα αλλά και στο παιδί και επίσης το μητρικό γάλα εμπεριέχει πολλές σημαντικές ιδιότητες για το παιδί. Μέσω του θηλασμού η μητέρα μαθαίνει τις συνήθειες του μωρού της και οι πολλές ώρες αγκαλιά για τις ανάγκες του θηλασμού προσφέρουν αισθητικά και αισθητηριακά ερεθίσματα που λειτουργούν υποστηρικτικά. Η παραγωγή ωκυτοκίνης προσφέρει στην θηλάζουσα μητέρα προστασία από την μονοτονία και χαρίζει αίσθηση ικανοποίησης. Το μωρό παίρνει πολύτιμα αντισώματα και αγκαλιές που θα το βοηθήσουν στην ανάπτυξη της σιγουριάς, της τρυφερότητας και της ασφάλειας. Οι ορμόνες που ευθύνονται για την ανάπτυξη του στήθους πριν τον τοκετό προκαλούν μετανάστευση λεμφοκυττάρων του γαστρεντερικού συστήματος της μητέρας στο στήθος της. Το αποτέλεσμα είναι το μητρικό γάλα να περιέχει αντισώματα κατά των μικροβίων του γαστρεντερικού. Τα μητρικά λεμφοκύτταρα στο στήθος παράγουν αντισώματα για πολύ μεγάλο φάσμα μικροοργανισμών του αναπνευστικού και του πεπτικού συστήματος. Επίσης, το μητρικό γάλα μπορεί να αντιμετωπίσει λοιμώξεις χωρίς απαραίτητα το μωρό να εμφανίσει καν ήπια συμπτώματα που θα εμφάνιζε ο οργανισμός μας σε περίπτωση που θα αντιμετώπιζε μια λοίμωξη. Επίσης, το μητρικό γάλα περιέχει λακταλβουμίνη, για την οποία, αυτό που γνωρίζουν καλά οι επιστήμονες σχετικά με την δράση της, είναι ότι σε όξινο περιβάλλον, όπως του στομαχιού, εξουδετερώνει καρκινικά κύτταρα. Ο θύμος αδένας, ο οποίος είναι η βασική δομή του αμυντικού συστήματος, είναι διπλάσιος σε όγκο σε παιδιά που θηλάζουν. Επιπλέον, η λεπτίνη, η ορμόνη που ρυθμίζει την όρεξη και προστατεύει από την παχυσαρκία, υπάρχει στο μητρικό γάλα. Τέλος, έχει μελετηθεί ότι τα παιδιά που θηλάζουν αρρωσταίνουν λιγότερο σε σχέση με τα παιδιά που παίρνουν ξένο γάλα, με ένα εύρος προστασίας που αφορά γαστεντερίτιδες, στοματίτιδες, τερηδόνες, ωτίτιδες, σακχαρώδη διαβήτη, οφθαλμολογικές παθήσεις, αιφνίδιο θάνατο μωρών, κ.ά.
Επίσης, η γυναίκα που θηλάζει θα χάσει πιο εύκολα τα κιλά της εγκυμοσύνης, καθώς κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης συσσωρεύεται στο σώμα της ένα ειδικό λίπος, η σφιγγομυελίνη, η οποία και αποδομείται σιγά σιγά στο μητρικό γάλα. Η σφιγγομυελίνη βοηθά στην ανάπτυξη νευρικών κυττάρων με πιο ισχυρή δομή και συμβάλλει στην κατασκευή καλής ποιότητας μυελίνης, μια ουσία που επενδύει στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Και επίσης, οι γυναίκες που έχουν θηλάσει ως παιδιά κινδυνεύουν λιγότερο να παρουσιάσουν καρκίνο του μαστού ως ενήλικες.[2]
Στον ελλαδικό χώρο τα επίσημα στοιχεία[3] αναφέρουν, ότι μόνο ένα 66% των βρεφών θήλασαν εντός του πρώτου εικοσιτετράωρου της ζωής τους και μετά την ολοκλήρωση της πρώτης βδομάδας συνέχισε να θηλάζει ένα 51%. Μέχρι τον πρώτο μήνα ο θηλασμός πέφτει στο 40% των βρεφών και με τον τέταρτο μήνα ο θηλασμός μειώνεται ακόμα περισσότερο στο 25% για να φτάσει στο σχεδόν μηδενικό 0,8% στο τέλος του έκτου μήνα ζωής τους. Να σημειωθεί πως ακόμα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δίνει οδηγία για θηλασμό τουλάχιστον μέχρι τα δύο πρώτα έτη.
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός στις δεκαετίες ’60-’70 και η ιστορική μείωση του θηλασμού
Είναι γεγονός, πως εδώ και αρκετές γενιές δεν υπάρχουν εικόνες θηλαζουσών στην δημόσια σφαίρα. Μιλώντας για δημόσια σφαίρα, εννοούμε την φυσική δημόσια σφαίρα και όχι τις καμπάνιες υπέρ του θηλασμού. Οι περισσότερες σημερινές γιαγιάδες δεν θήλασαν τα παιδιά τους και έτσι είναι λογικό πολλές φορές να μην ξέρουν πως να στηρίξουν τις κόρες τους. Τα χαμηλότερα ποσοστά θηλασμού σημειώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70, εποχή που τα κινήματα της γυναικείας χειραφέτησης ήταν στο απόγειο τους και επιπλέον υπήρχε εισροή αρνητικών πληροφοριών από τους επαγγελματίες υγείας και τις διαφημίσεις που προωθούσαν υποκατάστατα μητρικού γάλακτος. Κατά τον ριζοσπαστικό φεμινισμό στις δεκαετίες του ’60 και ’70, οι γυναίκες έπρεπε να συμμετέχουν αναβαθμισμένα στην κοινωνική ζωή στην οποία οι άντρες είχαν την πρωτοκαθεδρία. Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, επηρεασμένος από τις μαρξιστικές και σοσιαλιστικές αναλύσεις του γυναικείου ζητήματος, εκ των πραγμάτων συνέδεσε το ζήτημα της μητρότητας με το ζήτημα του έμφυλου χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους. Η μητρότητα συνδέθηκε με το κλείσιμο στο σπίτι και με την καθυστέρηση της επαγγελματικής, οικονομικής και κοινωνικής ανεξαρτησίας, θεωρήθηκε εμπόδιο ακόμα και στην πνευματική της ανάπτυξη. Επομένως, η άρνηση της μητρότητας ήταν το μέσο ώστε η γυναίκα να μπορέσει να αντιπαρατεθεί στην πατριαρχία. Αυτό συμπεριελάμβανε σκληρή και απαιτητική επαγγελματική ζωή και απουσία προσωπικής ή οικογενειακής ζωής. Οι πρώτες γυναίκες που αντέδρασαν στον ρόλο που τους είχε δοθεί κατακρίθηκαν, όχι μόνο από άντρες, αλλά και από γυναίκες. Ήταν λογικό, ότι μετά από αιώνες καταπίεσης κάτι φαινόταν να αλλάζει και όλα έπρεπε να αναθεωρηθούν. Μόνο που τελικά, αυτή η αλλαγή απλά διαμόρφωσε μια πιο εξελιγμένη φάση καταπίεσης που μπορούσε να συμπεριλαμβάνει και την χειραφετημένη γυναίκα. Άλλωστε οποιαδήποτε ιδεολογία, πρακτική και εγχείρημα που σαν σκοπό έχει την καλυτέρευση αυτού του κόσμου, αλλά με την ταυτόχρονη διατήρηση των μηχανισμών του κράτους και της εξουσίας, αργά ή γρήγορα θα αφομοιωθεί από τον ίδιο τον εξουσιαστικό μηχανισμό που υποτίθεται ότι πολεμάει.
Η μητρότητα ακόμα και σήμερα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ιδιωτικό-σπίτι και όχι με το δημόσιο-κοινοτικό και επίσης το γυναικείο σώμα παραμένει σε μεγάλο βαθμό σεξουαλικά αντικειμενικοποιημένο. Ο παραπάνω συνδυασμός αρκεί πιστεύουμε για να εξηγήσει τις αντιδράσεις που κατά καιρούς προκαλεί ο δημόσιος θηλασμός, ο οποιίος ακόμα και σήμερα αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων, αντιδράσεων και σχολιασμών. Γι’ αυτό το λόγο πολύ σωστά τα σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα εντάσσουν στα προτάγματα και τις αναλύσεις τους τον ελεύθερο χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει ο θηλασμός, είτε αυτός μπορεί να συμβαίνει ιδιωτικά, είτε δημόσια. Το δημόσιο για την εξουσία πάντα θα αποτελεί ένα πεδίο ισχυρής διεκδίκησης, γιατί ό,τι είναι στο φως μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα, να αντιπαρατεθεί, να συνδιαμορφώσει και να διδάξει. Έτσι, ειδικότερα στην περίπτωση του δημόσιου θηλασμού, το «στο σπίτι σου να κάνεις ό,τι θες, αλλά εδώ έξω θα πρέπει να σέβεσαι», είναι αποκύημα όλων των παραπάνω, όπου η «οικογένεια» είναι ένα κλειστό πεδίο που έχει συγχωνεύσει και αφομοιώσει εντός της την εξουσία του «έξω», εκπαιδεύοντας τα μέλη της για το πως θα συνεχίσουν να διαχέουν την εξουσία εκτός του οίκου, δημιουργώντας τελικά έναν φαύλο εξουσιαστικό κύκλο. Είναι ένας λόγος που οι φεμινιστικές προσεγγίσεις πάνω στο ζήτημα «σπίτι-φυλακή» του ’60 -’70 ακόμα και σήμερα μπορούν να σταθούν λες και δεν πέρασε μια μέρα. Για τους αναρχικούς, ο «οίκος» είναι ένας χώρος ο οποίος δεν περιορίζεται σε κάποιους τοίχους ή σε κάποιους «συγγενικούς» δεσμούς. «Μια οικογένεια για να μπορέσει να υπάρξει ως κύτταρο ελευθερίας, θα πρέπει να “σπάσει τους τοίχους” του οίκου της και να διαχυθεί σε αυτούς που θεωρεί τον εαυτό της μέρος της κοινότητας. Ουσιαστικά θα πρέπει να διευρυνθεί προς τα έξω και όχι να περιστοιχισθεί εντός του οίκου. Ο οίκος θα πρέπει να είναι η κοινότητα η οποία το γένος ζει, διαμορφώνει και διαμορφώνεται. Μόνο έτσι βλέπουμε την ύπαρξη μιας οικογένειας και μόνο έτσι μπορεί το άτομο να υπάρξει εμπλουτίζοντας την ατομικότητά του με αυτή της κοινότητας, δίνοντας έτσι την δυνατότητα της καλλιέργειας, της εξερεύνησης, της συσχέτισης και της αλληλεπίδρασης του ατόμου με άλλα άτομα. Με αυτή την έννοια, τα παιδιά μιας οικογένειας θα πρέπει να είναι παιδιά της κοινότητας την οποία όχι μόνο να την αντιλαμβάνονται, αλλά και να είναι η επέκταση του οίκου και του γένους τους».[4]
Το σημείο όπου το κοινοτικό-δημόσιο άρχισε να συρρικνώνεται στο ιδιωτικό- οικογενειακό, πιστεύουμε πως είναι το σημείο που άρχισε να χάνεται και η φυσική συνέχεια του μητρικού θηλασμού ανά τους αιώνες. Η διακοπή της τέχνης του θηλασμού που μεταφερόταν από γενιά σε γενιά με τις μαίες, τις μαμάδες, τις γιαγιάδες, τις γειτόνισσες και τις φίλες που είχαν θηλάσει στο παρελθόν, ήταν καθοριστική ώστε σήμερα οι γυναίκες που επιθυμούν να θηλάσουν να αναζητούν ομάδες θηλασμού ή να συμβουλεύονται συμβούλους θηλασμού, αφού αυτή η εμπειρία είναι μηδαμινή έως ελάχιστη στους άμεσους κοινωνικούς κύκλους των γυναικών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως ακόμα και στην τεχνική του θηλασμού υπάρχουν θεωρητισμοί που ουσιαστικά διατείνονται πως «διορθώνουν» την φύση. Ένας τέτοιος θεωρητισμός είναι ο θηλασμός βάσει προγράμματος και είναι η πρώτη αλλαγή στον τρόπο που παραδοσιακά θήλαζαν οι γυναίκες. Την τεχνική αυτή την εισήγαγε ο γιατρός Cabogan τo 1750, θεωρήθηκε επιστημονική και συνεχίζεται ακόμα, παραγκωνίζοντας παραδοσιακές συμβουλές που ήταν υπέρ της ανεμπόδιστης πρόσβασης του βρέφους στο στήθος.[5]
Ο θηλασμός ως κομμάτι του κοινωνικού διαχωρισμού
Διαχρονικά ο θηλασμός ήταν κομμάτι που αναδείκνυε τον κοινωνικό διαχωρισμό. Τα ανώτερα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα τον απέφευγαν και τον ανέθεταν στην καλύτερη περίπτωση με οικονομική ανταλλαγή σε φτωχές γυναίκες ή σε δούλες (χωρίς οικονομική ανταλλαγή) και υπηρέτριες. Οι λόγοι που συνήθως οι γυναίκες με οικονομική άνεση δεν ήθελαν να έχουν αυτή την μόνιμη σωματική επαφή με τα παιδιά τους, ήταν για να μην «χαλάσει» το σώμα τους και για να είναι σεξουαλικά και αναπαραγωγικά ενεργές. Οι φτωχότερες μητέρες, επειδή έπρεπε να συνεχίσουν να δουλεύουν στα κτήματα και σε αγροτικές ή οικιακές δουλειές, και για να μείνουν τα παιδιά τους ζωντανά έψαχναν κάποιο υποκατάστατο, που συχνά ήταν ζωικά γάλατα ή λιωμένα δημητριακά, δημιουργώντας πλήθος προβλημάτων στα παιδιά τους.
Στην αρχαιότητα, οι Σπαρτιάτισσες βασίλισσες θήλαζαν μόνο τον πρωτότοκο και διάδοχο του θρόνου, ενώ διέταζαν τις πληβείες να θηλάζουν τα υπόλοιπα μωρά τους. Αυτή η πρακτική φέρεται πως κρατάει και από την αναφορά του Ιπποκράτη ο οποίος θεωρούσε πως το γάλα της παραμάνας δεν είναι καλό για το παιδί. Σε αρχαίους τάφους μωρών έχουν βρεθεί πήλινα μικρά φλασκιά που χρησιμοποιούνταν για να σιτίζονται τεχνητά τα βρέφη τα οποία για κάποιο λόγο δεν μπορούσαν να θηλάσουν (π.χ. θάνατος ή αρρώστια μητέρας), όπως φαίνεται χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η αρχαιότερη αναφορά για παραμάνες υπάρχει στον κώδικα Χαμουραμπί (1.800 π.Χ.) όπου υπάρχει αναφορά για κανόνες σχετικά με τις παραμάνες που θήλαζαν μωρά άλλων γυναικών με χρηματικό αντάλλαγμα. Στην αρχαιότητα οι έλληνες και οι ρωμαίοι αριστοκράτες ανέθεταν σε μια δούλη από το προσωπικό τους ή σε μια φτωχή γυναίκα, που επίσης ήταν υπό την επίβλεψή τους να θηλάσουν τα μωρά τους. Μάλιστα, από επιγραφές πληροφορούμαστε ότι στην Αθήνα του 5ου και 4ου π.Χ. αι., προτιμώνται δούλες από την Σπάρτη ή την Θράκη. Στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο οι γυναίκες που ήθελαν να δουλέψουν ως παραμάνες συγκεντρώνονταν στη Ρώμη σε μια κολόνα της αγοράς που ονομαζόταν γι’ αυτό το λόγο «colona lactaria». Πληροφορούμαστε δε από δύο γνωστούς γιατρούς της εποχής, τον Γαληνό και τον Σωρανό και περιγραφές της ιδανικής παραμάνας, όπως να έχουν ηλικία ανάμεσα στα είκοσι και στα σαράντα, να έχουν γεννήσει δύο με τρεις φορές, να έχουν καλή φυσική κατάσταση, σωστό μέγεθος μαστών και θηλών, να απέχουν από αλκοόλ και να μην είναι λάγνες ακόλαστες! Ακόμα προτιμώνται παραμάνες που οι κενώσεις τους είναι μετρημένες (!) και δεν έχουν σεξουαλική ζωή! Επίσης, ο Σωρανός και ο Πλούταρχος, θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση η παραμάνα να είναι ελληνίδα, για να συνηθίσει το παιδί «στην άριστη διάλεκτο»![6] Παρατηρούμε παραπάνω έναν έντονα κοινωνικό διαχωρισμό, όπως και επίσης και φυλετικό διαχωρισμό με βάση την φυλετική ανωτερότητα.
Στον βυζαντινό κόσμο, συνεχίστηκε αυτό που υπήρχε και στην αρχαιότητα, δηλαδή ότι συνήθως οι γυναίκες από υψηλά οικονομικά στρώματα αρνούνταν να θηλάσουν τα μωρά τους και προσλάμβαναν τροφούς, τις λεγόμενες τίτθες. Οι βυζαντινοί γιατροί αφιερώνουν αρκετά γραπτά τους στον θεσμό των τιτθών και αναλύουν διάφορες παραμέτρους για την επιλογή των καταλλήλων. Δεν εκφράζουν επιφυλάξεις για τον δεσμό μητέρας-μωρού, ενώ εστιάζουν στην διατήρηση της γονιμότητας της γυναίκας που απαλλάσσεται από τον θηλασμό. Η τροφός έπρεπε να παραμελήσει τα δικά της παιδιά (συνήθως τα τάιζαν με λιωμένα δημητριακά) με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να μην αναπτύσσονται σωστά. Η επίσημη εκκλησία πάντως ήταν αντίθετη στον θεσμό της παραμάνας.[7]
Όπως κάθε σχέση που στηρίζεται στην εκμετάλλευση και στην εξουσία, έτσι και στις περιπτώσεις των τροφών υπήρχε εκμετάλλευση από όλες τις πλευρές, από την πλευρά των οικονομικά εύπορων προς τις φτωχές γυναίκες, αλλά και από τις γυναίκες προς τα παιδιά που φρόντιζαν. Όπως ήταν φυσικό, ενώ για το πρώτο δεν υπήρχε ποινή για το δεύτερο υπήρχε. Χαρακτηριστική είναι η ποινή σε τροφούς που εκμεταλλεύονταν σεξουαλικά τα παιδιά, δίνοντάς τα σε άλλους με χρηματικό αντάλλαγμα για να τα κακοποιήσουν σεξουαλικά. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (ο μέγας και μετέπειτα άγιος) τιμωρούσε τα παραπάνω με σφράγισμα του στόματος της τροφού με λιωμένο μολύβι.
Τον Μεσαίωνα οι παραμάνες πληρώνονταν πολύ καλύτερα από τις υπηρέτριες. Τον 18ο αι. στη Γαλλία, ο θετός θηλασμός είχε γίνει επικερδής επιχείρηση για πολλές αγροτικές οικογένειες, οι οποίες συμπλήρωναν έτσι το πενιχρό εισόδημά τους. Για το λόγο αυτό, πολλοί ιστορικοί αναφέρουν πως ο θεσμός της τροφού έπαιξε ρόλο στην οικονομική άνοδο που σημειώθηκε στον 18ο αι. στον αγροτικό γαλλικό χώρο.[8]
Κατά τα μέσα του 20ου αιώνα, στις αγροτικές περιοχές οι νέες φτωχές μητέρες έπαιρναν τα νεογνά τους μαζί στις αγροτικές δουλειές, τα φάσκιωναν και τα κουκούλωναν με κουβέρτες στην ύπαιθρο και κάθε λίγο έλεγχαν αν τα νεογνά τους… αναπνέουν και τα θήλαζαν στα διαλείμματα.[9] Εννοείται πως η βρεφική θνησιμότητα σ’ αυτές τις περιοχές με φτωχές γυναίκες ήταν στο ζενίθ.
Μπορούμε να πούμε πως σήμερα τα πράγματα ναι μεν έχουν αλλάξει αρκετά και συνεχίζουν να αλλάζουν, μπορεί να μην υπάρχει ο θετός θηλασμός επί πληρωμή (ακόμα) ή τράπεζα μητρικού γάλακτος επί πληρωμή (ακόμα), αλλά τελικά ο θηλασμός παραμένει χάσιμο χρόνου και επίπονη διαδικασία και γι’ αυτό επιλέγεται η «εύκολη» λύση της σίτισης με βιομηχανοποιημένο γάλα, ασχέτως κοινωνικό- οικονομικής διαστρωμάτωσης των γυναικών. Συνήθως τον θηλασμό τον επιλέγουν γυναίκες που έχουν ενημερωθεί και εκπαιδευτεί για το θέμα και έτσι μια φυσική διαδικασία έχει εξελιχθεί σε κάτι τόσο σύνθετο που επηρεάζεται άμεσα από το κοινωνικό περιβάλλον.
Το βιομηχανοποιημένο βρεφικό γάλα και τα πρώτα σπαράγματα «μετανθρωπισμού»
Η τεχνητή διατροφή των βρεφών δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Σαν φαινόμενο υπάρχει καταγραμμένο ιστορικά και στον ελλαδικό χώρο και δεν παρουσιάστηκε μετά την δεκαετία του ’50, απλά τότε άρχισε να γίνεται πιο έντονο. Το βιομηχανοποιημένο γάλα για βρέφη είναι ουσιαστικά το τελευταίο στάδιο της επέμβασης του ανθρώπου για τη σίτιση ενός βρέφους. Ενώ στην πραγματικότητα η σίτιση με βιομηχανικό γάλα θα ήταν σημαντική σε μειοψηφικές περιπτώσεις αδυναμίας σίτισης με μητρικό γάλα, αυτό έχει γίνει δεδομένο για την πλειοψηφία της σίτισης των βρεφών. Τα μαιευτήρια αλλά και οι γιατροί έχουν οικονομικό συμφέρον από την προώθηση του βιομηχανοποιημένου γάλακτος για βρέφη. Ακόμα και σε ιδιωτικά μαιευτήρια που με μεγάλα γράμματα τονίζουν πως είναι φιλικά στον μητρικό θηλασμό, από την στιγμή της γέννας ξεκινούν πρακτικές που είναι αντίθετες σ’ αυτόν. Το μωρό απομακρύνεται από την μητέρα για ιατρικούς λόγους και ελέγχους, με αποτέλεσμα η μητέρα να το ξαναδεί μετά από ώρες. Να σημειωθεί, πως τα πρώτα λεπτά και οι πρώτες ώρες είναι περίοδοι αρκετά σημαντικές για την έναρξη του θηλασμού. Σε έρευνα το 2006 σε μαιευτήρια της Αθήνας, μόλις το 3% των νεογνών βρέθηκε για μια ώρα αγκαλιά με την μητέρα του και επιχείρησε να θηλάσει.[10] Είναι τρομερά δύσκολο μια μητέρα να καταφέρει να μην δώσει τελικά στο υγιές μωρό της βρεφικό τσάι με ζάχαρη ή βιομηχανοποιημένο γάλα όσο είναι στο μαιευτήριο. Στην καταπονημένη μητέρα συνήθως αρχίζουν οι ψυχολογικές πιέσεις ότι το μωρό χάνει κιλά, ότι παρουσιάζει ίκτερο, ότι η μητέρα δεν σκέφτεται καθόλου την υγεία του μωρού της και ίσως στα γρήγορα και πεταχτά, ίσως θα παρουσιαστούν και κάποιες μαίες που θα δώσουν αγχωτικές και αμφιλεγόμενες συμβουλές για τον θηλασμό. Το μωρό είναι φυσιολογικό να χάσει κάποια κιλά από τα κιλά γέννησης του και ο ίκτερος μπορεί να θεραπευτεί με θηλασμό και φωτοθεραπεία στην οποία το μωρό μπορεί να είναι δίπλα στο κρεββάτι της μητέρας, ακόμα και όταν το θηλάζει. Ακόμα και αν το μωρό χρειαστεί να φύγει μακριά από την μητέρα, τα δημόσια μαιευτήρια δεν παρέχουν θήλαστρα αλλά και τα ιδιωτικά μαιευτήρια που είναι φιλικά στο θηλασμό τα παρέχουν χωρίς να υπάρχει σωστή ενημέρωση χρήσης.
Θα κλείσουμε μ’ ένα «προβοκατόρικο» συσχετισμό που, όμως, πιστεύουμε πως έχει βάση. Ο μητρικός θηλασμός μπορεί να επηρεάστηκε ιστορικά και συνεχίζει να επηρεάζεται ουσιαστικά από οικονομικό-κοινωνικές αλλαγές, αλλά κινδυνεύει να εκμηδενιστεί από τον μετανθρωπισμό, όπου οτιδήποτε βιολογικό θα θεωρείται «μη αναβαθμισμένο». Τα μικρά ποσοστά στον μητρικό θηλασμό σε σχέση με την σίτιση με βιομηχανικό βρεφικό γάλα και η ταυτόχρονη ανάπτυξη στον βιοτεχνολογικό τομέα που καθιστά κάθε επέμβαση στην ανθρώπινη φύση και διόρθωσή της ως κάτι εκ των προτέρων θετικό, εγκυμονούν κοινωνικούς κινδύνους που θα ακουμπήσουν και τον θηλασμό ως «μη αναβαθμισμένη» βιολογική λειτουργία· σαν μια εξέλιξη των αρχαίων πρακτικών του θετού θηλασμού των υψηλών κοινωνικό-οικονομικών στρωμάτων, επειδή δεν θεωρούσαν ότι τους ταίριαζε αυτή η «ζωώδης» τέχνη. Αυτή η ανωτερότητα, ίσως στο μέλλον, με τον μετανθρωπισμό, θα θελήσει να θεωρήσει τον θηλασμό ως μη αναγκαίο για όσους θελήσουν να «αναβαθμιστούν». Στο παρελθόν τα ενισχυμένα βιομηχανικά γάλατα για πολλούς φάνταζαν πιο σωστά από το μητρικό γάλα που έχει φτιαχτεί ειδικά για το μωρό.
Σήμερα, κρίνοντας και από τα χαμηλά ποσοστά του θηλασμού, φαίνεται πως ακόμα υπάρχει αυτή η άποψη. Στο μέλλον (όχι και τόσο μακρινό) μπορεί ακόμα και τα βιομηχανικά γάλατα όπως τα ξέρουμε σήμερα να θεωρούνται «μη αναβαθμισμένα» και ο θηλασμός μια διαδικασία που θα υπάρχει μόνο σε ηλεκτρονικά αρχεία ιστορίας. Το να παραμείνουμε πιστοί στην μοναδική εξουσία που αναγνωρίζουμε, αυτή της φύσης, είναι το μόνο που έχουμε να κάνουμε απέναντι στην χρησιμοποίηση της βιοτεχνολογίας από την εξουσία και όχι από ελευθέρους ανθρώπους. Το μέλλον που μας επιφυλάσσει η εξουσία έρχεται με φόρα, η επιμονή στην φύση μας είναι τελικά πράξη αντίστασης στην εξουσία που ήδη τρέχει «αναβαθμισμένα» σχέδια υποδούλωσης του ανθρώπου.
Στις «αναβαθμίσεις» που έρχονται, θα μείνουμε «μη αναβαθμισμένοι» και ανολοκλήρωτοι, αναζητώντας διαρκώς τρόπους αντίστασης για έναν ανεξούσιο κόσμο. Άλλωστε, το μέλλον δεν μπορεί να έχει μια και μόνο πτυχή και θα παλέψουμε για εκείνη που απελευθερώνει.
Ελευθερόκοκκος
[1] Πατσούρου Άννα, Θηλασμός, Μια υπέροχη εμπειρία, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2013, σελ. 57-62.
[2] Ό.π. σελ. 27- 43.
[3] ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου, Έρευνα Υγείας 2019.
[4] Γάμος και τεκνοθεσία ομόφυλων ζευγαριών. Καμία κρατική θεσμοθέτηση δεν έχει απελευθερωτικά χαρακτηριστικά, ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 246, Μάρτιος 2024.
[5] Πατσούρου Άννα, Θηλασμός, Μια υπέροχη εμπειρία, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2013, σελ. 23.
[6] Κ. Μαντάς, Γάλα και χρήμα: η ιστορία του θετού θηλασμού, Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 105.
[7] Ε. Πουλάκου- Ρεμπελάκου, Κ. Τσιάμης, Γ. Παντελεάκος, ΌΤΑΝ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΗΤΕΡΑ ΑΔΥΝΑΤΕΙ ΝΑ ΘΗΛΑΣΕΙ, 3η Ημερίδα ιστορίας ελληνικής παιδιατρικής, 2008.
[8] Αθανασοπούλου Μ,Καϊτελίδου Δ., Ζυγά Σ., Μαλλιαρού Μ., Καλοκαιρινού Α., Πολιτισμικές και κοινωνικές διαστάσεις του μητρικού θηλασμού, Διεπιστημονική Φροντίδα Υγείας(2013) Τόμος 5,Τεύχος 1, 13-18
[9] Μαρτυρίες στην Μεσσηνία αναφέρουν πως την εποχή του λιομαζώματος, τα βρέφη οι μητέρες τα κρεμούσαν από τις ελιές και στα διαλείμματα τα θήλαζαν, με την ελπίδα βέβαια να τα βρουν ακόμα ζωντανά.
[10] Παπαβέντσης Χ. Στέλιος, Επιστροφή στον μητρικό θηλασμό, εκδόσεις Πατάκη, 2011
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.255, Ιανουάριος 2025
Το μέρος Α’ εδώ: