Μ. ΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (Αφηγηματική ανάμνηση σε μορφή μικρού διηγήματος)Του Μανόλη Κωνσταντάκη
Πρέπει να ήμουν δέκα χρονών εκείνο το Πάσχα, ναι σωστά, δέκα ήμουν γιατί ήταν το Πάσχα του 1976. Είχαμε πάει στο χωριό του πατέρα μου, στη Σάμο, να περάσουμε το Πάσχα με την γιαγιά και τον παππού. Ζούσε ακόμα η γιαγιά μου, πέθανε το ίδιο καλοκαίρι, ο παππούς ακολούθησε τέσσερα χρόνια αργότερα. Το χωριό είναι μικρό, σε μια απαλή μικρή πλαγιά στριμωγμένα τα πέτρινα σπιτάκια του, μια χούφτα ροζιασμένη όλα κι όλα. Στα πόδια του απλώνονται πορτοκαλεώνες που την άνοιξη το μεθάνε με το άρωμα τους και περβόλια με κηπευτικά. Στο βάθος χρυσίζει η θάλασσα του Ηραίου, η ίδια που βρέχει και την απέναντι ακτή μιάς άλλης χώρας με γαλάζια βουνά αχνά, μας μάθανε πως εκεί μένουνε οχτροί, μα δεν μπορούσα να φανταστώ πως άνθρωποι που βρέχονται από την ίδια θάλασσα στη χώρα με τα μυστηριώδη γαλανά βουνά μπορούν στ’ αλήθεια να ‘ναι οχτροί.
Το σπιτάκι μας ήταν πετρόχτιστο, παλιό, με σκεπή από κεραμίδια γκρίζα από τα χρόνια. Ο παππούς έλεγε πως οι δυό τοίχοι που σώθηκαν από τη φωτιά το ’43 ήταν από τα χρόνια της Επανάστασης του ’21. Το κάψανε οι Ιταλοί το σπίτι στη Κατοχή και τσακίσανε τα μισά κόκκαλα του παππού στο ξύλο. Από θαύμα γλίτωσε. Το ξανάχτισε με τη βοήθεια χωριανών. Το σπιτάκι λοιπόν είχε μια σκεπαστή βεράντα ανοιχτή στη μια μεριά, όπου καθόταν ο παππούς το απόγεμα αποκαμωμένος μα με μια ήρεμη περηφάνια που δεν τον άφηνε ποτέ να πει πως κουράστηκε, και ρουφούσε ηχηρά, αργά , το σκέτο καφέ του καπνίζοντας το καπνό που ο ίδιος καλλιεργούσε ακατέργαστο στη παλιά πίπα του, στέλνοντας γαλάζιες τολύπες χαιρετίσματα στα βουνά στην άλλη μεριά της θάλασσας. Τον θυμάμαι που έβγαζε τα φύλλα τα ξερά από τη σακκούλα και τα έκοβε στο χέρι με το κατσούνι. Η γιαγιά, ταλαιπωρημένη από τα χρόνια, ήταν φύση ασθενική, μικροκαμωμένη, ένα γαλήνιο ήσυχο φάντασμα, πάντα χαμογελούσε με το χαμόγελο που δίνουν τα βάσανα, το ζυμωμένο με πόνο, καρτερία και παράπονο.
Όμως πλατειάζω αδικαιολόγητα και σας κουράζω, με περιγραφές των παιδικών ματιών μου που έχουν φθαρεί και ξεφτίσει στα χρόνια (μα η καρδιά τις κρατάει ζωντανές κι ανέπαφες).
Μικρό παιδί τότε, ήταν το χωριό μια μεγάλη παιδική χαρά χωρίς όρια. Ξαμολιόμασταν από το πρωί σε χωράφια και περβόλια σε ένα ατέλειωτο παιχνίδι μέχρι το μεσημέρι που βγαίνανε οι μανάδες στις πόρτες και φώναζαν με εκείνη την αξέχαστα διαπεραστική φωνή η κάθε μια το σπλάχνο της για το μεσημεριανό τραπέζι. Τότε όλα σταματούσαν για λίγες ώρες μέχρι το απόγευμα που θα ξαμολιόμασταν πάλι. Δεν υπήρχε περίπτωση παιδί να αγνοήσει αυτή τη φωνή, σινιάλο αγάπης κι απειλή ταυτόχρονα.
Άγραφος νόμος του χωριού ήταν πως μία με τέσσερεις το μεσημέρι όλα κι όλοι ησύχαζαν, όσοι δεν καταγίνονταν με χωράφια και ζωντανά δηλαδή. Μαρτύριο ολιγόωρο καθημερινό για εμάς τα παιδιά, το οποίο καρτερικά υπομέναμε, από σεβασμό στην Αγία Παντόφλα ή την Αγία Βέργα, ανάλογα ποια αγία ευλαβούνταν η κάθε μάνα.
Γείτονας μας, μεσοτοιχία χώριζε τις αυλές μας ήταν ένας στριφνός κακορίζικος γέρος, στη πραγματικότητα πρέπει να ήταν όχι μεγαλύτερος από όσο είμαι τώρα εγώ, πενηντάρης δηλαδή, αλλά τότε εμένα μου φάνταζε γέρος. Ελάχιστοι στο χωριό τον χώνευαν, αλλά στις μικρές κοινωνίες η υποκρισία έχει άλλο όνομα κάτι σαν «πικρά γλυκά» που κάτι τα κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς, και ανέχονταν όλοι τις παραξενιές και το πικρόχολο τρόπο του. Κι ο παππούς είχε παρεξηγηθεί μαζί του κάποιες φορές, αλλά τους ένωνε πάντα ο έρωτας για το τσίπουρο (σούμα το λένε εκεί) και το κοινό καζάνι που μαζί είχανε και έκαναν τσίπουρο και ούζο.
Ο γέρος αυτός λοιπόν, μέσα στις τόσες του παραξενιές είχε και το κακό συνήθειο να καίει τα σκουπίδια του στην αυλή μέσα σε ένα μαυρισμένο παλιό μεταλλικό βαρέλι, επειδή βαριόταν να τα πάει εκατό μέτρα παραπέρα, στο χώρο που τα πήγαινε όλο το χωριό για να τα πάρει το φορτηγό που εκτελούσε χρέη σκουπιδιάρικου δυό φορές την εβδομάδα και να τα πετάξει στη χαράδρα που είχαν καταντήσει θλιβερή χωματερή, άλλη πληγή αυτή . Έτσι, αποφάγια, χαρτιά υγείας, πλαστικά, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε έπαιρναν κάθε τρεις και λίγο την άγουσα για το πάτο του μαυρισμένου βαρελιού που βρώμαγε σαν καπνισμένη πύλη της κόλασης και μπορεί και να ήταν. Η μπόχα κι η κάπνα έκαναν τα μάτια να δακρύζουν τα λαρύγγια να διαμαρτύρονται ξερά και τα ασπρόρουχα που τύχαινε να είναι απλωμένα, να επιστρέφουν ταπεινωμένα και ρυπαρά στις σκάφες. Οι νοικοκυρές της γειτονιάς καταριόνταν χαμηλόφωνα πάντα κι οι άντρες απλώς σκοτείνιαζαν το βλέμμα και έστριβαν όσοι είχαν αμήχανα το μουστάκι. Ο μπαρμπα Δεθυμάμαιπωςτονλενεπια, ο γέρος ο στριφνός, έκαιγε κι εκείνη τη μεγαλοβδομαδιάτικη μέρα τη δυσώδη παραγωγή του οίκου του στη πύλη της κολάσεως. Πρέπει να ήταν λίγο πριν το μεσημέρι και την άτυπη γενική παύση δραστηριοτήτων.
Από το πρωί καταγινόμουν με την κατασκευή των αυτοσχέδιων βαρελότων για το βράδυ της Ανάστασης. Είχα φέρει γενναίες προμήθειες από την Αθήνα και είχα πάρει πολύ σοβαρά το επικίνδυνο αυτό έργο. Ήθελα να εντυπωσιάσω τα παιδιά του χωριού και κυρίως να ανέβω στα μάτια τους, μια που ήμουν «Αθηναίος» και δεν έχαιρα γι’ αυτό ιδιαίτερα μεγάλης εκτίμησης. Αυτό που έτρεμα ήταν να μην ντροπιαστώ. Το γενναίο απόθεμα μου αποτελούνταν από πολλές, πάρα πολλές φωτοβολίδες, δυναμιτάκια διαφόρων μεγεθών και ισχύος και μια σακούλα στρακαστρούκες. Τύλιγα τις φωτοβολίδες σφιχτά δύο ή τρεις μαζί με χοντρό χαρτί και σελοτέηπ, έβγαζα από τη μια μεριά τις πλαστικές τάπες και στούμπωνα δυναμιτάκια, ένωνα τα φιτίλια και ώπ!
Έτοιμο το βαρελότο.
Στην φάση αυτή με πήρε η μπόχα του γείτονα. Μπόχα σα να έκαιγε ο διάολος τα σκατά του, πράγμα που δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα. Στην τουαλέτα μας έρχονται πολλές φαεινές ιδέες. Δεν ήμουν στην τουαλέτα, αλλά φρόντισε η τουαλέτα μπαρουτοκαπνισμένη να έρθει σε μένα απρόσκλητη και να μου φυτέψει την Ιδέα! Ένωσα δέκα φωτοβολίδες μαζί με τα δυναμιτάκια, τα φιτίλια και τα όλα τους. Έβαλα όλη μου την τέχνη και τη φροντίδα σε κείνο το πακέτο και περίμενα. Περίμενα να ζυγώσει η ώρα που βγαίνουν οι μανάδες στις εξώπορτες να φωνάξουν τα καμάρια τους για το μεσημεριανό τραπέζι. Τότε που όλα σταματούν κι όλοι λιμασμένοι πιάνουν θέση γύρω του. Όλοι, κι Ο μπαρμπα Δεθυμάμαιπωςτονλενεπια, που παράτησε το βαρέλι να ξερνάει τη βρωμερή κάπνα του και μπήκε στο ρημάδι του να μπακακιάσει.
Η ανοιχτή βεράντα του παλιού μας σπιτιού από το βαρέλι απείχε γύρω στα δέκα με δώδεκα μέτρα. Δεν θα το ρίσκαρα όμως να αστοχήσω. Σάλταρα κάτω και πήγα στη μεσοτοιχία, από κει το βαρέλι ήταν τρία μέτρα. Πέταξα σβέλτα το πεσκέσι μου και σα κυνηγημένος γάτος διέσχισα τα λίγα μέτρα και σκαεφάλωσα στην ασφάλεια της βεράντας. Για λίγο δεν συνέβη απολύτως τίποτα και άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια πως κάτι δεν είχα κάνει καλά. Με φώναξαν για το μεσημεριανό και ότι είχαμε καθίσει στο τραπέζι όταν σείστηκε με έναν υπόκωφο δυνατό κρότο ο τόπος. Πετάχτηκαν όλοι αλαφιασμένοι πάνω και βγήκαν έξω να δουν τι κακό είχε συμβεί, ποια η συμφορά που χτύπησε. Σηκώθηκα κι εγώ. Όλη η γειτονιά ήταν στις αυλές και τα παραθύρια και κοίταζε βουβή κατά τη μεριά της αυλής του μπαρμπα Δεθυμάμαιπωςτονλενεπια.
Εκεί που βρίσκονταν πριν το ρυπαρό βαρέλι της κόλασης, απλώνονταν μια ακανόνιστη μαυρίλα γύρω από το στρογγυλό πάτο του βαρελιού που είχε κοπεί λίγο πάνω από τη βάση του, ίδια με τη στεφάνη άστρου σκοτεινού. Το υπόλοιπο βαρέλι σε διάφορα μικρά και μεγάλα κομμάτια είχε απλωθεί τριγύρω. Το περιεχόμενο το μοιράστηκαν όλοι στη γειτονιά, άλλος λίγο άλλος πολύ. Βγήκε αποσβολωμένος κι ο κάτοχος του βαρελιού για να δεχτεί την οργισμένη αγανάκτηση των χωριανών.
Αισθανόμουν τρία μέτρα ψηλός εκείνες τις στιγμές, επειδή όμως η ευσέβεια μου προς την Αγία Βέργα μου υποδείκνυε ταπεινότητα και σωφροσύνη, είπα να μην περιαυτολογήσω τότε. Να παραμείνω ταπεινός και ασφαλής τις άγιες εκείνες μέρες.
Περάσαμε όμορφα εκείνη τη πασχαλιά, ήταν η τελευταία φορά που αντάμωσα τη κυρα Βαγγελιώ, τη γιαγιά μου.