Μέσα στην πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μας, του Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε

Οι τεράστιες παλλαϊκές κινητοποιήσεις της περασμένης Παρασκευής αποτέλεσαν ένα πρωτοφανές σε μέγεθος μετασχηματιστικό γεγονός, με την 28η Φλεβάρη να έχει ήδη βρει τη θέση της ανάμεσα στις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας της χώρας μας. Σε όλη την Ελλάδα ένα πρωτοφανές σε μέγεθος πλήθος, από τη βάση της λαϊκής δεξιάς, μέχρι την άκρα αριστερά κινητοποιήθηκε συλλογικά για έναν κοινό σκοπό, επουλώνοντας σε μεγάλο βαθμό την τραυματισμένη μας κοινωνία. Δεν είναι πολλές οι φορές που στα σύγχρονα κράτη, με τις πολλαπλές και πολύμορφες διαιρέσεις τους, οι υποτελείς τάξεις αποφασίζουν να κινητοποιηθούν σε τέτοια έκταση. Άλλωστε δομικό στοιχείο της υποτέλειας τους είναι να μένουν παθητικές: οι δηλώσεις Διαμαντοπούλου ότι ο κόσμος δεν δικαιούται να ρίξει την κυβέρνηση του, μόνο να ψηφίζει μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια (αν θέλει…) είναι χαρακτηριστικές αυτής της αντίληψης.
Η αστική «δημοκρατία» άρα στην πραγματικότητα δεν είναι για τους πολλούς, αδυνατεί να διαχειριστεί την πραγματική συμμετοχή των πολλών στα κοινά. Ο «φόβος των μαζών», που κάποτε έπαιρναν το πρόσωπο των πενήτων και «απρόθυμων προς εργασία» και στη συνέχεια των εργαζόμενων τάξεων που διεκδικούσαν τα δικαιώματα τους συνοδεύει άλλωστε τον καπιταλισμό από την ανάδυση του. Σήμερα στη θέση των «επικίνδυνων τάξεων» οι εξουσιαστές μας τοποθετούν την τεράστια κοινωνική πλειοψηφία. Τα «επιχειρήματα» ενάντια στην αυτοτελή δράση του λαού όμως επαναλαμβάνονται ανά τον κόσμο εδώ και αιώνες ξανά και ξανά με εντυπωσιακή έλλειψη πρωτοτυπίας: «αποσταθεροποίηση», «κίνδυνος για τη δημοκρατία», «πρόκληση χάους». Είναι πάντα τα «ξένα κέντρα» και οι «σκοτεινοί υποκινητές» που «παραπλανούν το λαό», όταν αυτός αποφασίζει να μην ακολουθεί πια τις ντιρεκτίβες των αρχόντων του.
Τέτοιου μεγέθους συλλαλητήρια ποτέ δεν είναι απλές κινητοποιήσεις, καθώς από ένα σημείο και μετά η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα, αποκτούν αντικειμενικά αντικυβερνητικά, αν όχι αντισυστημικά χαρακτηριστικά, υπερβαίνοντας τις αρχικές προθέσεις των μεμονωμένων συμμετεχόντων σε αυτά. Η μεγάλη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο και η κινητοποίηση της 26ης Γενάρη ήταν ενδείξεις ότι κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει στην ελληνική κοινωνία. Και από τις 28 Φλεβάρη και μετά ο ιστορικός χρόνος έχει επιταχυνθεί, η πολιτική αντιπαράθεση έχει αλλάξει πίστα. Είναι η πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά που οι διαθέσεις τα κοινωνικής πλειοψηφίας έρχονται σε τόσο ευθεία σύγκρουση με τον σκληρό πυρήνα της αστικής πολιτικής, όχι απλά κάποια βασική πτυχή της.
Το σανίδωμα, όπως λέει και ο ποιητής, υποχωρεί κάτω από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Ένδειξη αυτού και η τεράστια αποδοχή που βρίσκουν μέχρι πρότινος θεωρούμενες ως «ακραίες» πρακτικές (βλ. κατάληψη στα γραφεία της Hellenic train, «επισκέψεις» στα σπίτια πολιτικών κοκ.). Από την πρωτεύουσα μέχρι τα χωριά αλλά και το εξωτερικό, όπου πρωτοστατεί εκείνη η γενιά των Ελλήνων που έδιωξαν οι μνημονιακές πολιτικές ένας ολόκληρος λαός πετάει από πάνω του φαντασιακά ή πραγματικά αμαρτήματα και πλέκει ξανά τους δεσμούς του φτιάχνοντας κοινότητες.
Η δυσαρέσκεια που κάνει τους δρόμους να φουσκώνουν δεν αφορά μόνο την διαχείριση του συγκεκριμένου περιστατικού. Οι υποσχέσεις ότι τα μνημόνια θα διόρθωναν τις «παθογένειες» της χώρας, θα οδηγούσαν στην καλυτέρευση των υλικών όρων ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας και οι ιδιωτικοποιήσεις στην βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών διαψεύδονται με πάταγο. Τα – όποια – λεφτά μοιράστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας τελείωσαν. Η ακρίβεια εξανεμίζει τα εισοδήματα, η στεγαστική κρίση ολοένα και οξύνεται, ενώ οι μισθοί συνεχίζουν να παραμένουν στον πάτο. Η διαχείριση της πανδημίας έχει και αυτή αφήσει το, αν και όχι πάντα ορατό, αποτύπωμα της. Και η χρόνια απαξίωση των υποδομών σπέρνει τον φόβο νέων «Τεμπών», πχ. οι ελεγκτές εναέριες κυκλοφορίας προειδοποιούν εδώ και καιρό για τον εξαιτίας της υποστελέχωσης της υπηρεσίας τους
Πέρα όμως από το γεγονός πως οι πολιτικές συμμαχίες και εκπροσωπήσεις στηρίζονται σε υλικά συμφέροντα υπάρχει πάντα και ένα ηθικό όριο που κανένας δεν μπορεί να παραβιαστεί. Ο φρικτός θάνατος των θυμάτων των Τεμπών και η σκύλευση των νεκρών στην οποία προέβη στη συνέχεια η κυβέρνηση με το μπάζωμα του χώρου, προτού καν περισυλλέγουν όλοι οι σωροί, η χυδαία της στάση απέναντι στις οικογένειες τους είναι μια ύβρις που η κοινωνία δεν μπορεί να συγχωρέσει. Οι κοινωνικές αντιδράσεις δεν εκδηλώνονται βέβαια με αυτόματο τρόπο.
Λίγο μετά το δυστύχημα η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές του Μαΐου, καταφέρνοντας να απαξιώσει και να διαλύσει την αντιπολίτευση, που βέβαια είχε προλάβει να βγάλει και μόνη της τα ματάκια της. Και αυτό αύξησε επικίνδυνα την αλαζονεία της και την πεποίθηση των στελεχών της ότι τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τους αγγίξει. Μπόρεσε έτσι να συνεχίσει το, ακόμα και για ελληνικά δεδομένα, πρωτοφανές πλιάτσικο, προς όφελος των υμετέρων των γνωστών οικογενειών που τρωγοπίνουν στο ίδιο τραπέζι.
Κάτω από τα πόδια μας όμως ο τυφλοπόντικας της ιστορίας έσκαβε χρόνια το δρόμο του. Η κρίση σοβεί από το 2008, παίρνοντας ανά περιόδους διάφορες εκφάνσεις (Δεκέμβρης 2008, πλατείες 2011, δημοψήφισμα κοκ) και μόνο ανά περιόδους μοιάζει να καταλαγιάζει σχετικά. Για πρώτη φορά όμως τώρα έχουμε μια ταυτόχρονη κρίση νομιμοποίησης όλων των πυλώνων της γ’ ελληνικής δημοκρατίας, γενική απαξίωση θεσμών, πολιτικών κομμάτων και πολιτικών προσωπικοτήτων, της υποταγμένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας κοκ. Η απόλυτη ευθυγράμμιση των κομμάτων που κυβέρνησαν την χώρα, η απροκάλυπτη στήριξη των κεφαλών της «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης, των «ανεξάρτητων» (διορισμένων) αρχών και των κεφαλών της εκκλησίας, όπως και των ΜΜΕ στην κυβέρνηση, της αστυνομίας που επιτίθεται στους διαδηλωτές έχει κάνει εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια να συνειδητοποιήσουν πως ό,τι πετύχουν θα είναι από τη δική τους κινητοποίηση.
Γιατί πως να έχει κανείς εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη όταν με προφορικές εντολές ανακριτών μπαζώνεται ο χώρος του δυστυχήματος, όταν η κάθε λογής μαφίες δρουν ανενόχλητες και το λαθρεμπόριο καυσίμων – βλέπε Λακωνικός κόλπος – συνεχίζεται ανεμπόδιστο μπροστά στα μάτια των αρχών; Όταν οι μεγαλοκαταχραστές, βιαστές και λοιποί αξιότιμοι φίλοι της κυβέρνησης κυκλοφορούν ελεύθεροι, την ώρα που οι φυλακές είναι γεμάτες μικροπαραβάτες; Και που οι μόνοι που για την ώρα έχουν περάσει τις πόρτες της αστυνομίας και των κρατητηρίων στην υπόθεση των Τεμπών είναι οι αγωνιστές που ανάρτησαν πανό στο Λυκαβηττό και στα γραφεία της Hellenic train και όσους μάζεψαν στο σωρό στις διαδηλώσεις; Όταν ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι επιβάτες του τρένου δεν έχουν ακόμα κληθεί από τον ανακριτή να καταθέσουν και οι συγγενείς αναγκάζονται, με δικά τους έξοδα, να αναζητούν τα λείψανα των παιδιών τους που το κράτος εξαφάνισε;
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που παρόμοια κρατικά εγκλήματα συγκλονίζουν τη χώρα. Είχαν προηγηθεί το Σαμίνα, η Ρικομέξ, τα Τέμπη του 2003, το πέταλο του Μαλιακού το 2004, η Ηλεία το 2007, το Μάτι, η Μάνδρα… Η διαφορά όμως αυτή τη φορά είναι πως οι οικογένειες των θυμάτων αποφάσισαν να βγουν οι ίδιοι μπροστά, αγωνιζόμενες για δικαίωση των νεκρών τους και τιμωρία των πολιτικών ενόχων, καλώντας και τον κόσμο να συμμετέχει στον αγώνα τους κάτι πρωτόγνωρο! Αυτή τους η απόφαση βρίσκει εύφορο έδαφος σε μια κοινωνία ήδη δυσαρεστημένη από το πολιτικό σύστημα. Είναι αυτή η «ανιδιοτέλεια» και «καθαρότητα» τους που κάνει εκατομμύρια ανθρώπους να τους εμπιστεύονται και να στρατεύονται πίσω τους. Δεν μπορεί κανείς παρά να σταθεί με σεβασμό και σεβασμό δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους, για τη δύναμη και το κουράγιο τους παρά τα όσα έχουν τραβήξει και συνεχίζουν να τραβάνε.
Η παντελής ανικανότητα της αντιπολίτευσης να σηκώσει το γάντι, να ψελλίσει έστω τα στοιχειώδη και η πλήρης απαξίωση των κομμάτων από τη μία διευκολύνει το να αποκτήσουν οι κινητοποιήσεις τέτοια πρωτοφανή μαζικότητα, από την άλλη αφήνει μετέωρο το ερώτημα για το πώς θα υλοποιηθούν τα αιτήματα που θέτουν οι δρόμοι. Η κυβέρνηση έχει ελάχιστα περιθώρια ελιγμών καθώς δεν μπορεί (ούτε βέβαια και θέλει) να αγγίξει το βαθύ πυρήνα του κράτους και να ανατρέψει τις πολιτικές που οδήγησαν στο έγκλημα, γι αυτό και επιλέγει τη φυγή προς τα μπρος.
Το πρόβλημα γι αυτήν είναι πως οι άνθρωποί έχουν ξαναρχίσει να συζητούν και να προβληματίζονται και ένα μεγάλο μέρος αυτού του κόσμου δείχνει έτοιμο για μεγάλες μάχες, να ξέρει πως για να αλλάξουν τα πράγματα απαιτείται αγώνας. Η γενική απεργία, επειδή ακριβώς ήταν πραγματικά γενική και όχι κενή διακήρυξη, επανανομιμοποιήθηκε στα μάτια εκατοντάδων χιλιάδων, αν όχι εκατομμυρίων. Η νεολαία, που δεν έχει γνωρίσει τίποτε άλλο από κρίση και υποσχέσεις που διαψεύδονται αλλά και απαλλαγμένη σε μεγάλο βαθμό από τις παραδοσιακές πελατειακές οικογενειακές σχέσεις συγκροτούμενη σε παρέες γεμίζει τους δρόμους και με συγκινητική αποφασιστικότητα αντιμετωπίζει την κρατική καταστολή. Και έτσι το επόμενο διάστημα αυτά τα ανοιχτά κοινωνικά ρήγματα προμηνύεται να γεννήσουν νέα μεγάλα και απρόβλεπτα γεγονότα.
Ας μην γελιόμαστε βέβαια, το οπλοστάσιο του αντιπάλου συνεχίζει να είναι γεμάτο και αυτός να παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνος και αδίστακτος. Και σε ένα διεθνές περιβάλλον ραγδαίων αλλαγών η πιθανότητα μετατροπής της Ελλάδας σε ένα falled state βαρόνων και νονών δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Η κρίση συλλογικών αναπαραστάσεων και ταυτοτήτων και των δομών του λαϊκού κινήματος δεν είναι κάτι που μπορεί να ξεπεραστεί εύκολα. Παρά το γεγονός ότι εκατομμύρια πολίτες κατέβηκαν (και συνεχίζουν να κατεβαίνουν) στους δρόμους οι συνελεύσεις στα σωματεία (όταν βγαίνουν) δεν διακρίνονται από τη μαζικότητα τους.
Το φοιτητικό κίνημα τραυματισμένο από την επελαύνουσα αναδιάρθρωση, την μείωση του φοιτητικού πληθυσμού, την διάλυση των δομών του και τις τοξικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του για την ώρα δεν μπορεί να σηκώσει στις πλάτες του τον αγώνα. Και οι τεράστιες αλλαγές στην ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια ακόμα δεν έχουν βρει την πολιτική, οργανωτική και συνειδησιακή τους αποτύπωση, αν και σε καμία περίπτωση αυτές οι σχέσεις δεν είναι γραμμικές. Παρατηρώντας τις κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος όμως μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι αυτό έχει αρχίσει και αλλάζει. Κανένα κόμμα που δεν καταλάβει αυτή τη νέα αναδυόμενη οργανική και ενεργή σχέση μεταξύ κοινωνία και πολιτικών φορέων δεν θα μπορέσει να εκπροσωπήσει τα συγκεκριμένα αιτήματα, πόσο μάλλον κομματίδια χωρίς κοινωνική βάση και γείωση, παρά ίσως μονάχα πρόσκαιρα.
Το στοίχημα από δω και πέρα είναι να μείνουν γεμάτοι οι δρόμοι, να ανασυγκροτηθούν οι κοινωνικές δομές, σε ένα – αναγκαστικά – αντιφατικό κοινωνικό μέτωπο αγώνα και διεκδίκησης, κομμάτι του οποίου να αποτελούν οι αγωνιστικές και ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις για να ξαναφτιάξουμε την κοινωνία. Πρόκειται για «καθήκοντα» που υπερβαίνουν το έργο και τις δυνατότητες της όποιας κυβέρνησης ή κυβερνητικού προγράμματος. Με σεβασμό στις διαθέσεις της κοινωνίας, εμπιστοσύνη στο λαό, ενότητα, αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα και προμετωπίδα το αίτημα για την απόδοση δικαιοσύνης χρειάζεται να διεκδικήσουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και έναν νέο τρόπο οργάνωσης της πολιτικής και του κράτους. Μια δημοκρατία όχι της εκπροσώπησης αλλά της ενεργούς συμμετοχής των πολιτών στην διακυβέρνηση του κράτους, λογοδοσία των εκλεγμένων αντιπροσώπων και λαϊκό έλεγχο στους κρίσιμους τομείς του, με επανακρατικοποίηση των κρίσιμων τομέων του και φραγμό στην ασυδοσία του κεφαλαίου απέναντι σε φύση και άνθρωπο.
Ένας από τους παράγοντες που μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε είναι το γεγονός ότι σε σύγκριση με το 2011 όπου το βλέμμα του κινήματος ήταν κυρίαρχα στραμμένο προς τα πίσω, στον χαμένο κόσμο της «ισχυρής Ελλάδας» και της «κοινωνικής συναίνεσης», σήμερα ο κόσμος που κινητοποιείται διεκδικεί, συνειδητά ή ασυναίσθητα, βαθύτερες και ουσιαστικότερες αλλαγές από το «σκίσιμο των μνημονίων». Οι μεγάλες λεωφόροι που οδηγούν στο μέλλον μοιάζουν και πάλι ανοιχτές και ο καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση δυνητικός.
Η συγκυρία είναι δύσκολη και ελπιδοφόρος ταυτόχρονα. Αλλά πότε αυτά τα δύο δεν πήγαιναν μαζί;
ΠΗΓΗ: kommon.gr