Μη φορολογήσετε το Facebook. Διαλύστε το Άρης Χατζηστεφάνου
Η κατάρρευση των διαφημιστικών εσόδων των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης, εν μέσω της πανδημίας, αποκάλυψε τις νέες ισορροπίες που έχουν δημιουργηθεί στον χώρο της ενημέρωσης με την κυριαρχία του δυοπωλίου της Google και του Facebook. Τώρα, μια διεθνής καμπάνια ενάντια στους ελεγκτές περιεχομένου του Facebook έρχεται να μας θυμίσει γιατί αυτές οι ισορροπίες απειλούν άμεσα τη δημοκρατία.
Τo 2019 ήταν η πρώτη χρονιά στην Ιστορία που η ψηφιακή διαφήμιση πήρε τα σκήπτρα από την τηλεόραση και τα υπόλοιπα παραδοσιακά μέσα καταλαμβάνοντας το 51% της παγκόσμιας αγοράς. Εφτασε δηλαδή τα 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Η πανδημία του κορονοϊού επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία καθώς τεράστια διαφημιστικά πακέτα, που κατευθύνονταν στα παραδοσιακά έντυπα και συχνά χρηματοδοτούσαν μεγάλες δημοσιογραφικές έρευνες, στράφηκαν σε διάστημα λίγων εβδομάδων στην ψηφιακή διαφήμιση.
Το πρόβλημα δεν είναι φυσικά ότι τα ψηφιακά μέσα δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν μεγάλες έρευνες (αν και συχνά αυτός είναι ο κανόνας, για λόγους όμως που δεν σχετίζονται με τη φύση του μέσου) αλλά ότι η παγκόσμια αγορά της ψηφιακής διαφήμισης ελέγχεται με ολιγοπωλιακό τρόπο από δύο εταιρείες: την Alphabet (μητρική της Google) και το Facebook. Συγκεκριμένα στις ΗΠΑ οι δύο κολοσσιαίες πλατφόρμες του διαδικτύου ελέγχουν σχεδόν 70 σεντ για κάθε δολάριο που δαπανάται σε online διαφημίσεις, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε χώρες της Ευρώπης φτάνει το 65%.
Στις αρχές του 2020 η βρετανική επιτροπή ανταγωνισμού (CMA) έριξε στο τραπέζι ένα «τούβλο» χιλίων σελίδων. Ηταν το πόρισμα ειδικής επιτροπής δεκάδων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και πανεπιστημιακών, που είχε ζητήσει η βρετανική κυβέρνηση, σχετικά με την εξάρτηση των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης από ψηφιακές διαφημίσεις.
Το συμπέρασμα ήταν ότι η βρετανική αλλά και η παγκόσμια αγορά ψηφιακής διαφήμισης έχει φτάσει σε ένα μη αντιστρέψιμο σημείο «καθώς η Google και το Facebook έχουν αποκτήσει τέτοιο εκτόπισμα στην αγορά και έχουν τόσο εκτεταμένη πρόσβαση σε δεδομένα ώστε καμία άλλη εταιρεία δεν είναι πλέον σε θέση να τις ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις». Το συγκεκριμένο δυοπώλιο, δηλαδή, έχει δημιουργήσει συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ανατροπή του, στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς.
Απαντώντας σε αυτή την πρόκληση αρκετές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προετοιμάζουν νομοσχέδια με τα οποία ζητούν από τις δύο εταιρείες να προσφέρουν ένα τμήμα των διαφημιστικών εσόδων τους στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης για το περιεχόμενό τους που παρουσιάζουν στις πλατφόρμες τους. Απαντώντας η Google και το Facebook άρχισαν να απομακρύνουν το περιεχόμενο ειδήσεων από χώρες όπως η Ισπανία και η Γαλλία και απειλούν με αντίστοιχες κινήσεις όλες της χώρες της Ε.Ε., λόγω της σχετικής οδηγίας που προώθησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Θεωρητικά οι αποφάσεις των κυβερνήσεων φαντάζουν ως μια προφανής λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη δημοσιογραφία και θα έπρεπε να εφαρμοστούν άμεσα. Μια πρόσφατη είδηση όμως, που πέρασε στα ψιλά των διεθνών ΜΜΕ, ήρθε να μας θυμίσει ότι το να αναγκάσουμε πλατφόρμες σαν το Facebook να πληρώνουν για το περιεχόμενο που προωθούν δεν μειώνει τη σχεδόν μονοπωλιακή ισχύ τους.
Εδώ και αρκετές εβδομάδες το διεθνές κίνημα BDS, για το μποϊκοτάζ του κράτους του Ισραήλ, αλλά και εβραϊκές οργανώσεις, όπως η Jewish Voice for Peace, συλλέγουν υπογραφές ζητώντας από το Facebook να απομακρύνει από το συμβούλιο επίβλεψης περιεχομένου (FOB) την Εμι Πάλμορ, πρώην γενική διευθύντρια του υπουργείου Δικαιοσύνης του Ισραήλ. Το FOB, το οποίο έχει χαρακτηριστεί το «ανώτατο δικαστήριο του Facebook», δημιουργήθηκε για να λαμβάνει «τελεσίδικες και δεσμευτικές αποφάσεις σχετικά με τη διαγραφή περιεχομένου από το Facebook και το Instagram». Από πολύ νωρίς όμως άρχισε να στελεχώνεται από αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, όπως ο Τζον Σέιμπλς, αντιπροέδρος του ακραία νεοφιλελεύθερου ιδρύματος Cato, ο υπερσυντηρητικός Αμερικανός δικαστής Μάικλ MακΚόνελ, αλλά και η Πάμελα Κάρλαν, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης.
Τις μεγαλύτερες αντιδράσεις όμως προκάλεσε η συμμετοχή της Εμι Πάλμορ, η οποία από τη θέση της στο ισραηλινό υπουργείο Δικαιοσύνης φρόντιζε να «κατεβάζει» από μέσα κοινωνικής δικτύωσης χιλιάδες κείμενα Παλαιστίνιων δημοσιογράφων και ακτιβιστών. Στα χρόνια της Πάλμορ μάλιστα το Facebook άρχισε να παραδίδει μαζικά στις ισραηλινές αρχές προσωπικά δεδομένα Παλαιστινίων, οι οποίοι ασκούσαν σκληρή κριτική στην ισραηλινή πολιτική.
Αρκετά ακόμη παραδείγματα, όπως η συνεργασία του Facebook με το Ατλαντικό Συμβούλιο (άτυπο think tank του ΝΑΤΟ) αλλά και ο -από κοινού με την Google και το Τwitter- αποκλεισμός πηγών που προέρχονται από εχθρικές προς τις ΗΠΑ χώρες (Ιράν, Βενεζουέλα, Ρωσία), μας θυμίζουν τον έντονα πολιτικό ρόλο που παίζουν αυτές οι πλατφόρμες.
Το συμπέρασμα σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση και συνακόλουθα την ελευθερία του Τύπου είναι ότι ζητώντας από πλατφόρμες όπως το Facebook να προσφέρουν τμήμα των εσόδων τους στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης μπορεί να συμβάλουμε στη βιωσιμότητα των μέσων, αλλά δεν περιορίζουμε τον μονοπωλιακό έλεγχο που ασκούν οι πλατφόρμες στην ενημέρωση. Οπως εξηγούσε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Πάρις Μαρξ, «αν η χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης αρχίσει να εξαρτάται από την επιτυχία της Google και του Facebook, θα είναι πλέον πολύ δύσκολο να σπάσουμε (το μονοπώλιό τους), να τις αντικαταστήσουμε ή να σκεφτούμε ευρύτερα το μέλλον του ίντερνετ».
Η πρόσφατη ιστορία της ανάμιξης των γιγάντων του διαδικτύου με την ενημέρωση απέδειξε ότι κουβαλούν πάνω τους τα χειρότερα στοιχεία δύο διαφορετικών κόσμων: Εμπορευματοποιούν την είδηση, με τους όρους της ελεύθερης αγοράς, χωρίς όμως να είναι και θωρακισμένοι από τις πολιτικές πιέσεις που αντιμετώπιζαν και τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Ενα ιδιωτικό μονοπώλιο δεν μπορεί να ελέγχει τη διανομή ενός δημόσιου αγαθού όπως η ενημέρωση. Για να επιβιώσει το δεύτερο, το πρώτο πρέπει να διαλυθεί ή ακόμη καλύτερα να κοινωνικοποιηθεί.
info-war.gr
ΠΗΓΗ: efsyn.gr