Νεκρός από τον ψυχοκοινωνικό αποκλεισμό Δήμητρα Αθανασοπούλου
EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ
Τι είδους κοινωνίες βρίσκονται πίσω από τους ανθρώπους δίχως στέγη, από τους αόρατους νεοάστεγους που ζουν σε ακατάλληλους χώρους χωρίς ρεύμα ή νερό και από τους αποκλεισμένους πρόσφυγες;
Το εφήμερο –έγραφε ο Φρόιντ– γίνεται πεπρωμένο. Ενας άστεγος άφησε την τελευταία του πνοή από το κρύο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μια από τις ημέρες της επέλασης του χιονιά. Ηταν ο πρώτος νεκρός του φετινού χειμώνα στη χώρα μας και ένας από τους πολλούς νεκρούς της διεθνούς ειδησεογραφίας. Κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, στις μεγάλες πόλεις του κόσμου, άνθρωποι υφίστανται καθημερινά ανακοπή εξαιτίας υποθερμικού σοκ από το κρύο. Συνήθως κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη καθώς οι αρμόδιες αρχές υποστηρίζουν πως οι περισσότεροι άστεγοι, ακόμα και σε ακραίες καιρικές συνθήκες αρνούνται να διανυκτερεύσουν στο Υπνωτήριο Αστέγων ή σε κάποια άλλη δομή. Και δεν λένε ψέματα.
Είναι, όμως, αυτή η αλήθεια; Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος να επιμένει στον αυτοαποκλεισμό του; Ποια είναι η σχέση της κοινωνικής ιστορίας του ατόμου με την ψυχική του υγεία; Κατά πόσο το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνει τα ψυχιατρικά συμπτώματα και την κοινωνική έκφρασή τους;
Το πιο εύκολο θα ήταν να ψυχιατρικοποιήσουμε τις επιλογές και τις συμπεριφορές των αστέγων, να μιλήσουμε για συννοσηρότητα –δηλαδή για τις ψυχικές διαταραχές που συνοδεύουν το φαινόμενο της ανεστιότητας– και να αποδώσουμε, εν συνεχεία, τη δυστυχία τους στην ψυχοπαθολογία τους, αποσιωπώντας την επίδραση της πραγματικότητας πάνω τους και το θεσμικό κενό των εξειδικευμένων παρεμβάσεων.
Οι άνθρωποι που ζουν στον δρόμο είναι η απόδειξη της ανεπάρκειας της ψυχιατρικής φροντίδας και του κοινωνικού κράτους, της απουσίας της εστίας τόσο ως εξωτερικού όσο και ως εσωτερικού αντικειμένου. Είναι η πιο ακραία έκφραση του σύγχρονου κοινωνικού αποκλεισμού. Αρνούνται τη στέγη που τους παρέχει πρόχειρα και προσωρινά μια κοινωνική δομή γιατί δεν τους εξασφαλίζει το κέντρο βάρους της εστίας που έχουν ανάγκη. Οσοι έχουν βρεθεί στο πεδίο, γνωρίζουν πως οι ευάλωτες κοινωνικά πληθυσμιακές ομάδες δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από τις ήδη υπάρχουσες υπηρεσίες και στην πραγματικότητα απολαμβάνουν τα οφέλη της αντιμετώπισης του επείγοντος. Και ξέρουν καλά πως αυτή η αντιμετώπιση δεν αρκεί. Εχουν δει τις συνέπειες της μακροχρόνιας αποξένωσης και έχουν γίνει μάρτυρες του θρυμματισμού της ταυτότητας του υποκειμένου.
Σε αυτόν τον θρυμματισμό της ταυτότητας του ανθρώπου δίχως σταθερές συντεταγμένες θα πρέπει να αναζητήσουμε και τους λόγους για τους οποίους ένας αποκλεισμένος επιμένει να δηλώνει πως δεν δέχεται να φιλοξενηθεί προσωρινά σε κάποιο υπνωτήριο. Σε αντίστιξη με το προσωρινό σπίτι, ο ελεύθερος δρόμος. Γιατί μέσα από τον παρατεταμένο κοινωνικό αποκλεισμό, αναδύονται αρχαϊκά άγχη και κανονικοποιείται το αίσθημα της αβεβαιότητας, ενώ συχνά ερωτικοποιείται ο ίδιος ο αποκλεισμός.
Η ψυχική οδύνη –η οποία δεν γίνεται πάντα αντιληπτή ως τέτοια– οδηγεί σε μια δυσλειτουργία του αποκλεισμένου σε σωματικό, ψυχικό και κοινωνικό επίπεδο και σταδιακά στη συρρίκνωση του ατόμου, όπως επιβεβαιώνεται και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Κλινική του εφήμερου: Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της ανεστιότητας» (Εκδόσεις Αρμός). Ο συγγραφέας Στυλιανός Φαρσαλιώτης διερεύνησε τις έννοιες της επισφάλειας και του εφήμερου στα σύνορα ανάμεσα στο κοινωνικό και το ψυχικό, αναδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους η ψυχαναλυτική σκέψη θα μπορούσε να συνδράμει στο πλαίσιο της κλινικής εργασίας με αστέγους, σε αυτή τη μετέωρη ζώνη όπου «κατοικούν».
Μια έρευνα του 2012 με τίτλο «Η μελέτη της Ψυχοπαθολογίας στους πληθυσμούς των αστέγων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης» είχε καταλήξει πως «η επικράτηση των ψυχικών διαταραχών στις ευρωπαϊκές χώρες είναι υψηλότερη στον πληθυσμό των αστέγων, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό με ποσοστά 58-100%». Συγκεκριμένα οι τρεις συγγραφείς της μελέτης, Π. Χονδράκη, Μ. Μανδιανός και Γ. Ν. Παπαδημητρίου, παρουσίαζαν τα δεδομένα σε διάφορες χώρες. Ενδεικτικά σε Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία, Γαλλία και Ελβετία είχε καταγραφεί «πολύ υψηλή επικράτηση των ψυχικών διαταραχών σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, με προεξάρχουσες τις διαταραχές κατάχρησης ουσιών, τις συναισθηματικές διαταραχές, ενώ μικρά ποσοστά αναφέρονται για τις ψυχωτικές διαταραχές».
Αστεγος έξω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες του Κέντρου Πολιτισμού της Περιφέρειας Κ. Μακεδονίας
Οι ερευνητές υποστήριζαν από τότε, δηλαδή μία δεκαετία πριν, πως «ο πληθυσμός των αστέγων αντιμετωπίζει πολλά και πολύπλοκα προβλήματα ψυχικής υγείας σε σύγκριση με αυτά του γενικού πληθυσμού» και πως αυτό που «απασχολεί ιδιαίτερα είναι ότι τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς ούτε από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας ούτε από τις υπηρεσίες απεξάρτησης, αλλά ούτε και από τις κοινωνικές υπηρεσίες για τους αστέγους».
Παρ’ όλο που η συγκεκριμένη μελέτη δεν είχε εστιάσει στη σχέση των υπαρξιακών συγκρούσεων με την κοινωνική ιστορία του ανθρώπου, φώτιζε επαρκώς πως οι αποκλεισμένοι καθρεφτίζουν την ανεπάρκεια της ψυχιατρικής φροντίδας, ενώ έθιγε την επιτακτική ανάγκη για ενοποίηση των υπηρεσιών σε θεραπευτικό και οργανωτικό επίπεδο με στόχο τη βέλτιστη αντιμετώπιση των αναγκών των αστέγων.
Δυστυχώς οι υπηρεσίες αυτές δεν ενοποιήθηκαν ποτέ. Ούτε δομήθηκε μια νέα εναλλακτική προσέγγιση των αστέγων.
Για ποιους λόγους δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να επινοήσουμε νέες ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις που θα καλύψουν το κενό της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και της ρευστότητας των κοινωνικών δεσμών; Ισως η απάντηση να βρίσκεται στην ανεστιότητα του ίδιου του συστήματος και της ιστορικής πραγματικότητας που «λειτουργεί» αποκλείοντας ανθρώπους.
Το ερώτημα συνεπώς που θα πρέπει να απαντηθεί πριν από οποιοδήποτε άλλο είναι το εξής: Τι είδους κοινωνίες βρίσκονται πίσω από τους ανθρώπους δίχως στέγη, από τους αόρατους νεοάστεγους που ζουν σε ακατάλληλους χώρους χωρίς ρεύμα ή νερό και από τους αποκλεισμένους πρόσφυγες;
Προφανώς κοινωνίες ακραίου νεοφιλελευθερισμού που «πιστεύουν» πως έχουν κάνει το χρέος τους με το να αντιμετωπίσουν τους ανθρώπους ως «επείγοντα» μια κρύα νύχτα του χειμώνα. Δίχως καμία πρόθεση ενσωμάτωσης.
Το στοίχημα, συνεπώς, είναι να αναζητήσουμε «θεραπεία» – όχι για τους σύγχρονους αυτοαποκλεισμένους αλλά για αυτές τις πολιτείες του ακραίου και διάχυτου ψυχοκοινωνικού αποκλεισμού που εγκαταλείπουν τα άτομα σε ευαλωτότητα σε συνθήκες επισφάλειας και εξαθλίωσης, επιρρίπτοντάς τους επιπλέον την ευθύνη για την «περιθωριακή τους συνθήκη».
ΠΗΓΗ: efsyn.gr