Ngo Van, Αρχαία ουτοπία και εξεγέρσεις των αγροτών στην Κίνα Α΄ Μέρος
Σχετικά με τον Συγγραφέα
Ο Ngo Van γεννήθηκε το 1913 στο Tan Lo, ένα χωριό στο Δέλτα του Μεκόνγκ· ήταν ο μικρότερος γιος μιας μεγάλης οικογένειας φτωχών αγροτών. Το 1926 πήγε στη Σαϊγκόν για να εργαστεί. Σύντομα αντιμετώπισε την κοινωνική και αποικιακή καταπίεση. Εντάχθηκε στην Τροτσκιστική Αριστερή Κομμουνιστική Αντιπολίτευση. Συνελήφθη πολλές φορές και βασανίστηκε από τη γαλλική αποικιακή αστυνομία, ενώ διώχθηκε και από το κόμμα του Χο Τσι Μινχ, επειδή αντιτάχθηκε στη γραμμή της Μόσχας. Το 1937 δημοσίευσε ένα φυλλάδιο για τις Δίκες της Μόσχας του 1936. Το 1948 κατάφερε να δραπετεύσει από το Βιετνάμ και πήρε το δρόμο για τη Γαλλία. Οι περισσότεροι από τους συντρόφους του στο Βιετνάμ εκτελέστηκαν από το κόμμα του Χο Τσι Μινχ.
Συγγραφέας αρκετών βιβλίων και μελετών, αφού αποσύρθηκε από την εργασία του το 1978, ο Βαν άρχισε να εργάζεται πάνω σε ένα βιβλίο που θα ήταν ένα απαραίτητο για την κατανόηση της ιστορίας του Βιετνάμ μεταξύ των δεκαετιών 1920 και 1945 – (Viêtnam 1920-1945, Revolution et contra–révolution sous la domination colonialle, εκδ. L’Insomniaque – 1995). Το βιβλίο «Αρχαία Ουτοπία και Αγροτικές εξεγέρσεις στην Κίνα», είναι το τελευταίο του Ngo Van Xuyet. Το ολοκλήρωσε λίγο πριν τον θάνατό του, στο Παρίσι, τον Ιανουάριο του 2005.
Αρχαία Ουτοπία και Αγροτικές εξεγέρσεις στην Κίνα
Ακριβώς όπως ο Joseph Déjacque στο Humanisphere: (Anarchic Utopia, 1857) (L’ Humanisphere: Utopie arnarchique, 1857), αντιλαμβανόμαστε την ουτοπία περισσότερο ως ένα όνειρο που δεν έχει πραγματοποιηθεί, παρά ως ένα όνειρο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η ουτοπία, η οποία πολύ συχνά έχει συλληφθεί και αναλυθεί ως φαινόμενο που περιορίζεται στη Δύση, είναι βαθιά ριζωμένη στην ιστορία της Κίνας. Εμφανίζονται τα ίδια όνειρα και φιλοδοξίες, οι ίδιες εξεγέρσεις γεμάτες ποιητική φλόγα ικανές να αγγίξουν τον ουρανό. Η κινεζική ουτοπία, που διακρίνεται τόσο από μυστικισμό όσο και από υπέρβαση του μυστικισμού εδώ, στην πρακτική ζωή και την επίγεια πάλη, είναι η ίδια ουτοπία που συναντάμε στις εξεγέρσεις των αγροτών που συγκλόνισαν τον δυτικό κόσμο, είτε αυτή του Thomas Münzer στη Γερμανία είτε αυτή των σκαπανέων και «ισοπεδωτών» στην Αγγλία, για να αναφέρουμε μόνο τις πιο αντιπροσωπευτικές. Είναι λες και όλες αυτές οι εξεγέρσεις, χωρίς ποτέ να συναντηθούν, εξαπλώθηκαν στον χώρο και τον χρόνο, τροφοδοτώντας τις φλόγες της ανατροπής και της ελπίδας για ολόκληρο τον πλανήτη.
Παραθέτουμε) ένα κείμενο του Lieh Tzu, ενός από τους δασκάλους της ταοϊστικής σχολής, που αποτελεί μια τυπική υπενθύμιση της αρχαίας ουτοπίας:
Ούτε Βασιλιάς ούτε Υποτελείς
«Ο Yu (ο θρυλικός βασιλιάς της Xia), περπατούσε και τακτοποιούσε τη γη και τη ροή των νερών, όταν έχασε τον δρόμο του. Έτσι, έφτασε σε μια χώρα που ονομάζεται Τσονγκ Πέι («Ακραίος Βορράς»), στην βόρεια θάλασσα, ποιος ξέρει πόσα μίλια από τις συνοικίες του Ts‘i. Η έκταση αυτής της χώρας είναι άγνωστη. Εκεί ούτε βρέχει ούτε φυσάει αέρας. Δεν υπάρχει ούτε πάγος ούτε χιόνι. Δεν υπάρχουν ούτε πουλιά, ούτε τετράποδα, ούτε έντομα, ούτε ψάρια, ούτε βλάστηση. Περιβάλλεται από μια ήπια κυματοειδή πεδιάδα. Στο κέντρο αυτής της περιοχής υπάρχει ένα βουνό σε σχήμα στάμνας, που ονομάζεται Huling. Στην κορυφή του, από ένα στόμιο σε σχήμα δακτυλίου, που ονομάζεται Tsehiue ‘‘Νόστιμος Λάκκος’’, ξεχύνεται ένα υγρό που ονομάζεται Chenfen («Θεία Άνοιξη»), με άρωμα ισχυρότερο από ορχιδέες ή πιπέρι και με γεύση που ξεπερνά αυτήν των αλκοολούχων ποτών λαο και λι. Η πηγή χωρίζεται σε τέσσερα ρυάκια που κυλούν στο βουνό και ποτίζουν ολόκληρη την χώρα. Οι άντρες αυτής της χώρας, με φιλικό χαρακτήρα, δεν γνωρίζουν αντιπαλότητα ή διαμάχη. Οι ψυχές τους είναι καλές, τα σώματά τους εύπλαστα και η αλαζονεία και ο φθόνος τούς είναι άγνωστες. Μικροί και μεγάλοι ζουν μαζί, δεν υπάρχει βασιλιάς και δεν υπάρχουν υπήκοοι. Άνδρες και γυναίκες συγκατοικούν ελεύθερα χωρίς παρεμβάσεις ή απαίτηση γάμου. Ζουν στις όχθες του ποταμού και ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν. Ο αέρας είναι ζεστός και ευχάριστος – ούτε υφαίνουν, ούτε φορούν ρούχα. Ζουν μέχρι τα εκατό χρόνια. Δεν υπάρχει πρόωρος θάνατος ούτε ασθένεια. Ο πληθυσμός πολλαπλασιάζεται ασταμάτητα. Όλοι ζουν ευτυχισμένοι, δεν βιώνουν ούτε τον εκφυλισμό του γήρατος ούτε τη θλίψη. Είναι λάτρεις της μουσικής και, όταν πιάνονται χέρι-χέρι, τραγουδούν εναλλάξ μέχρι το τέλος της ημέρας. Όταν κουράζονται, χορταίνουν τη δίψα τους με τη ‘‘Θεία Άνοιξη’’ (Chenfen) και αποκαθιστούν την ισορροπία των σωματικών και πνευματικών τους δυνάμεων. Όταν πίνουν πολύ, μεθυσμένοι, κοιμούνται δέκα μέρες. Όταν λούζονται σε αυτή τη Θεία Πηγή το δέρμα τους γίνεται λιπαρό και το άρωμα της άνοιξης δεν εξαφανίζεται για δέκα μέρες».
Αυτό το κείμενο του Lieh Tzu περιγράφει μια φανταστική κοινότητα που παραπέμπει στην αρχαϊκή πρωτόγονη αγροτική κοινότητα, η οποία προέρχεται από τη θρυλική οργάνωση τής πρωτόγονης Κίνας. Εκφράζει το κοινό όνειρο των καταπιεσμένων αγροτών-δουλοπάροικων: την απόλυτη απουσία οποιασδήποτε εξουσίας πάνω από τα κεφάλια τους, την επιθυμία να απελευθερωθούν από την εργασία, την προσδοκία να ζήσουν μια μακρά και ευτυχισμένη ζωή, την επιθυμία για ελεύθερες ενώσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών και, τέλος, την επιδίωξη να ξεφύγουν από την διαρκή απειλή να σφαγούν από τους φεουδάρχες πολέμαρχους που ασκούσαν την εξουσία εκείνη την εποχή.
Ο συγγραφέας, Lieh Tzu, ένας από τους δασκάλους της σχολής του Tao, ή Dao (Daokia, Taoism), ο οποίος γεννήθηκε γύρω στο 450 π.Χ. (την εποχή των εμπόλεμων κρατών), έζησε μια αφανή ζωή μεταξύ των απλών ανθρώπων και συντηρείτο χάρη στην υποστήριξη των μαθητών του.
Η ταοϊστική σκέψη, ριζωμένη στο αγροτικό έδαφος, θα ενσωματωθεί, κατά τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., στην τρομερή εξέγερση των αγροτών που συνέβαλε στην πτώση της αυτοκρατορίας του Δεύτερου Χαν (25–220 μ.Χ.).
Οι Αγρότες Πληβείοι στην Αρχαϊκή Φεουδαρχική Κοινωνία
Κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ., η αρχαϊκή φεουδαρχική κοινωνία χωρίστηκε, γενικά, σε δύο μεγάλες τάξεις: στην κορυφή, η αριστοκρατία – στα κατώτερα στρώματα, χωρικοί πληβείοι. Ευγενείς και πατρίκιοι, κάτοχοι εξουσίας και κύριοι της γης, κυβερνούσαν και εκμεταλλεύονταν τους αγρότες. Οι θρησκευτικές τελετές ρύθμιζαν τις σχέσεις μεταξύ των ευγενών, ενώ τη ζωή των αγροτών έλεγχαν οι παραδόσεις.
Οι αγρότες δούλευαν ως δουλοπάροικοι, κολίγοι ή εργάτες γης και οι καρποί της εργασίας τους γέμιζαν τις σιταποθήκες των ευγενών. Άλλοι, ακτήμονες και σκλάβοι λόγω χρεών, δούλευαν σε ορυχεία, χυτήρια χάλυβα, αλυκές και εργαστήρια που ανήκαν σε φεουδάρχες ή σε πλούσιους εμπόρους.
Σε περιόδους ειρήνης, για να υποστηρίξουν τους «ανώτερους ανθρώπους» (τζούνζι, γιος του άρχοντα), οι «απλοί άνθρωποι» (xiaoren ) δούλευαν και πέθαιναν από την πείνα, και ενώ ύφαιναν υφάσματα δεν είχαν τίποτα με το οποίο να ντυθούν. «Ο πρίγκιπας τρώει τους φόρους του, οι υψηλοί αξιωματούχοι τρώνε τις αμοιβές τους, οι πατρίκιοι τρώνε τις φυτείες τους, οι πληβείοι τρώνε την εργατική τους δύναμη, οι τεχνίτες και οι έμποροι τρώνε τις τιμές που καθορίζει το κράτος, οι λειτουργοί τρώνε τις λειτουργίες τους, οι διοικητές τρώνε τις κληρονομιές τους· η κυβέρνηση είναι τακτοποιημένη, οι άνθρωποι ζουν ειρηνικά…», σύμφωνα με το Discourses of Kingdoms (τις Διακηρύξεις των Βασιλείων) (Kuo Yu, Κεφάλαιο I).
Κατά τη διάρκεια των σκληρών πολέμων που διεξήχθησαν μεταξύ φεουδαρχών για την κατάκτηση εδαφών και την ηγεμονία, οι πληβείοι που αποτελούσαν το πεζικό σκοτώνονταν μαζικά.
Εν μέσω της αταξίας και των κοινωνικών αναταραχών της εποχής που επικρατούσε ο πόλεμος μεταξύ των κρατών (500-222 π.Χ.), οι «Εκατό Σχολές Σκέψης»[1] εμφανίστηκαν μεταξύ των λόγιων, στοχαστών που αναζητούσαν «τον δρόμο που οδηγεί στην αποκατάσταση της ειρήνης κάτω από τον ουρανό». Παρά τον διαμελισμό των Βασιλικών Αυλών, η πτώση των Οίκων των Πριγκίπων και των Οίκων των Φεουδαρχών οδήγησε στη διασπορά και επέκταση αυτών των σχολών στον λαό. Μεταξύ αυτών των λόγιων ανδρών που είχαν βυθιστεί στη φτώχεια, κάποιοι επέζησαν διδάσκοντας, άλλοι προσπάθησαν να εξασφαλίσουν εργασία με τους εναπομείναντες φεουδάρχες ως πολιτικοί σύμβουλοι, ειδικοί σε διάφορες δεξιότητες και τεχνικές ή ως ασκούμενοι των εσωτερικών τεχνών.
Ο ίδιος ο Κομφούκιος, για να επιβιώσει, έγινε σύμβουλος σε διάφορα Δικαστήρια. Ο Λάο Τσε, ο αντίπαλός του, και η έμπνευση των Ταοϊστών, ήταν ο αρχειοφύλακας της Αυλής του Τσε. Μεταξύ αυτών των σχολείων, η ταοϊστική σχολή αντανακλούσε τη σκέψη των χωρικών πληβείων.
Η Σχολή Τάο του Λάο Τσε
Η σχολή του Τάο ήταν αντίθετη με την παραδοσιακή σχολή του Κομφούκιου, η οποία ήταν το ιδεολογικό θεμέλιο των κυρίαρχων φεουδαρχικών τάξεων (ή της ιδανικής φεουδαρχικής τάξης, που διοικούταν από τις θρησκευτικές τελετές). Η κομφουκιανή σχολή δίδασκε τους κανόνες της σωστής ζωής στις βασικές σχέσεις μεταξύ βασιλιά και υπηκόου, πατέρα και γιου, συζύγου, αδελφού και αδελφής, ακολουθώντας τις πέντε βασικές αρετές: ευλάβεια και πίστη στο γιό, ισότητα, ευγένεια, κοινή λογική και αξιοπιστία, στις οποίες προστέθηκε ο αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ των φύλων, καθώς και η κατάλληλη συμπεριφορά ως προς το κοινωνικό επίπεδο στο οποίο ανήκε κάποιος.
Οι Ταοϊστές, περιφρονώντας έναν κόσμο σε παρακμή, ζούσαν ως ερημίτες ή διεκήρυτταν την κοσμοθεωρία τους ανάμεσα στους αγρότες. Στα ιδανικά τους περιλαμβάνονταν η επιστροφή στη φύση, η πρωτόγονη απλότητα, η φυσική, αυθόρμητη, ελεύθερη και ευτυχισμένη ζωή, απογυμνωμένη από κάθε σύμβαση, χωρίς νόμο και ηθική. Αυτή η ταοϊστική φιλοσοφία προήλθε από αρχαίες μαγικές-θρησκευτικές πρακτικές, κληρονομημένες από τους σαμάνους τής πιο απομακρυσμένης αρχαιότητας, οι οποίες ήταν βαθιά ριζωμένες στις αγροτικές κοινότητες. Η λέξη Τάο ή Ντάο σημαίνει εν προκειμένω την Πίστη ή τον Δρόμο. Το Ντάο Λάο, η θρησκεία του Λάο Τζου και το Ντάο λαμ γκούα, ο τρόπος για να γίνεις άνθρωπος. Το Τάο ως η έμφυτη αρχή της φύσης και της κοσμικής κίνησης υποδηλώνει την ιδέα μιας δυναμικής ικανότητας, του αδιάκοπου γίγνεσθαι του σύμπαντος. Οι μαθητές του κήρυτταν την μη δράση (wu-wei ), την μη παρέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό και ανθρώπινο σύμπαν, την επιστροφή στον αυθορμητισμό και την πρωτόγονη απλότητα, τον βίο σε μικρές αυτόνομες κοινότητες, όπου:
«Αν υπάρχουν πλοία ή άμαξες, οι άνθρωποι δεν μπαίνουν σε αυτά· αν υπάρχουν ασπίδες και λόγχες, δεν τις περιμαζεύουν. Οι άνθρωποι τρώνε ό,τι έχει ωραία γεύση, ντύνονται με κομψότητα, νιώθουν άνετα στα σπίτια τους και απολαμβάνουν τα απλά έθιμα τους. Οι γειτονικές κοινότητες βλέπουν η μία την άλλη από μακριά· ακούν τον κόκορα να λαλάει, ακούν το γάβγισμα του σκύλου, αλλά δεν ταξιδεύουν στις γειτονικές πόλεις. Και ζουν έτσι μέχρι να πεθάνουν». (Τάο Τε Τσινγκ )
Σε αντίθεση με τους Κομφουκιανούς φιλοσόφους, που εγκατέλειψαν τον εαυτό τους στο πεπρωμένο που υπαγόρευε ο Παράδεισος (Tien Ming), οι Ταοϊστές έζησαν τη ζωή τους ακολουθώντας το ρητό, «Η μοίρα μου εξαρτάται από εμένα και όχι από τον Παράδεισο» («Wo ming tsai wop u tsai t‘ien», Pao p’u-tzu). «Το λάθος, αγαπητέ Βρούτε, δεν είναι στα αστέρια μας, αλλά στον εαυτό μας, ότι είμαστε υποτακτικοί», όπως έγραψε ο Σαίξπηρ στον Ιούλιο Καίσαρα.
Από αυτό το αντιφεουδαρχικό και αντι-παραδοσιακό ρεύμα διαθέτουμε τρεις επιλογές ρήσεων: το Tao Te Ching, που αποδίδεται στον Lao Tzu (570-490 π.Χ.), το Lieh Tzu (450 π.Χ.), που αναφέρεται στην αρχή αυτού του δοκιμίου, και το Chuang Tzu, γραμμένο από τον Chuang Tzu (370-300 π.Χ.). Αυτοί οι στοχαστές ζούσαν χωρίς να συμμετέχουν σε κάποια δημόσια λειτουργία, στην αφάνεια και τη φτώχεια. Ζώντας σε απομόνωση και αποφεύγοντας τις κοινωνικές και υλικές συνθήκες, προσπαθούσαν να ξεφεύγουν από την ασθένεια, τα γηρατειά και τον θάνατο. Καλλιέργησαν την τέχνη της μακροζωίας, για να «θρέψουν τη ζωτική αρχή», ακολουθώντας αναπνευστικές, διατροφικές και αλχημικές ασκήσεις, ασκώντας «την τέχνη της κρεβατοκάμαρας» και κάνοντας σωματικές ασκήσεις που μιμούνταν παιχνιδιάρικες κινήσεις και τους χορούς των ζώων. Συνήθισαν, επίσης, στην απομόνωση από τον κόσμο για να επιδοθούν ελεύθερα σε εκστατικά ταξίδια.
Τέλος, οι Ταοϊστές ήταν, επίσης, αντίθετοι στη Σχολή των Νόμων (Legalism, Fa Jia), η οποία ήταν κυρίαρχη κατά τη διάρκεια της Πρώτης Αυτοκρατορίας (221-207 π.Χ.). Οι Νομικιστές καταδίκαζαν τις φεουδαρχικές παραδόσεις και τους παλιούς τρόπους διακυβέρνησης και διακήρυτταν την ανάγκη για έναν δρακόντειο νόμο ίσο για όλους, χωρίς διάκριση μεταξύ γηγενών ή ξένων, ευγενών ή ενοικιαστών αγροτών, καθώς και την αμερόληπτη εφαρμογή τιμωριών και ανταμοιβών, υπό την εξουσία ενός Σοφού-Βασιλιά, του απόλυτου άρχοντα του Κράτους. Ο φεουδάρχης του Ch’in κατέλαβε τα έξι βασίλεια και μαζί με τους υπόλοιπους φεουδάρχες, υπό την επιρροή των Νομικών, ίδρυσαν την Πρώτη Αυτοκρατορία και ανακήρυξαν τον Qin Shi Huang τον πρώτο αυτοκράτορα το 221 π.Χ. Η συγκεντρωτική αυτοκρατορία λειτούργησε με βάση περίπλοκη γραφειοκρατία και αποτελείτο από 36 επαρχίες, καθεμία από τις οποίες διοικούταν από έναν πολιτικό διαχειριστή και έναν στρατιωτικό κυβερνήτη. Οι ολοκληρωτικοί θεσμοί (συλλογική ευθύνη και υποχρεωτική κατάδοση των εγκληματιών εντός των οικογενειακών ομάδων) αντικατέστησαν τις τελετές και τους ηθικούς κώδικες του παρελθόντος. Οι λόγιοι Κομφουκιανοί που συνέχισαν να διδάσκουν το δόγμα τους καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τα κλασικά βιβλία, τα έργα των «Εκατό Σχολείων» (εκτός από τα βιβλία για την ιατρική, τη γεωργία και τη μαντική) κάηκαν και όσοι προσπάθησαν να κρύψουν απαγορευμένα βιβλία καταδικάστηκαν σε καταναγκαστική εργασία.
Υπό την Πρώτη Αυτοκρατορία, παραχωρήθηκαν στους πληβείους αγρότες –οι οποίοι προηγουμένως ήταν προσκολλημένοι στα φέουδα των ηττημένων φεουδαρχών– τα εδάφη που καλλιεργούσαν υπό τον όρο της καταβολής φόρου για μέρος της σοδειάς τους, μερίδιο από το άχυρο και το σανό που παρήγαγαν, καθώς και κεφαλικός φόρος. Η καταναγκαστική εργασία σε τεράστια κατασκευαστικά έργα (τα ανάκτορα του αυτοκράτορα, οι δρόμοι και τα κανάλια σε όλη την Αυτοκρατορία, το Σινικό Τείχος και το μαυσωλείο του αυτοκράτορα…) και η στρατολόγηση για επιθετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε μακρινές χώρες οδήγησαν σε μια ακραία επιδείνωση της κατάστασης της αγροτιάς.
Αγροτικές εξεγέρσεις: 100 π.Χ. έως 300 μ.Χ.
Μετά το θάνατο του τυράννου, η εξέγερση των πρώην φεουδαρχών μαζί με τις γενικευμένες εξεγέρσεις των αγροτών μεταξύ 209 και 207 π.Χ. έβαλαν τέλος στην Πρώτη Αυτοκρατορία.
Ένας πρώην αστυνομικός του Τσ’ιν, ο Λιου Μπανγκ, ο οποίος ηγήθηκε των εξεγερμένων αγροτών, βγήκε νικητής από αυτή τη συγκεχυμένη σειρά σφαγών, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και ίδρυσε την Πρώτη Δυναστεία Χαν (206 π.Χ. έως 8 μ.Χ.). Τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας έλαβαν κληρονομικά δικαιώματα, τα οποία αργότερα έγιναν βασίλεια και πριγκιπάτα. Η νέα Αυτοκρατορία ουσιαστικά διατήρησε την πολιτική και διοικητική δομή της Αυτοκρατορίας που αντικατέστησε. Όπως πάντα, η αγροτική εργασία αποτελούσε την πηγή επιβίωσης των φεουδαρχών, των γαιοκτημόνων αριστοκρατών και των εμπόρων. Η εργασία των αγροτών στήριζε, επίσης, τους μορφωμένους αξιωματούχους και τους στρατιώτες.
Κατά τα τελευταία χρόνια της Πρώτης Δυναστείας Χαν, όταν οι πλημμύρες και οι ξηρασίες προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές, οι αγρότες, συντετριμμένοι κάτω από την αφόρητη εκμετάλλευση των γαιοκτημόνων και στα πρόθυρα της πείνας, άρχισαν να επιβιώνουν με λεηλασίες και πλιάτσικο. Ο κανιβαλισμός δεν ήταν άγνωστος. Το 18 μ.Χ., η εξέγερση των Κόκκινων Φρυδιών (Chimei) οδήγησε σε μια γενικευμένη εξέγερση των αγροτών που οργάνωσαν χιλιάδες ένοπλες ομάδες. Αντιμετώπισαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα των Χαν, καθώς και τις δυνάμεις των τυχοδιωκτών που ήταν πρόθυμοι για εξουσία.
Ο Liu Xiu, έμπορος και μεγαλογαιοκτήμονας, βγήκε νικητής από την κατάσταση και αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας της Δεύτερης Δυναστείας Χαν (25-220 μ.Χ.). Αυτή η δυναστεία θα κατέρρεε υπό την πίεση της έξαρσης των εξεγέρσεων των αγροτών που προκλήθηκαν από μια πολύ σοβαρή αγροτική κρίση.
Ελευθεριακή Ουτοπία και Αγροτικά Κινήματα κατά τη Δεύτερη Δυναστεία Χαν (25–220 μ.Χ.)
Οι εξεγέρσεις των αγροτών, που καθοδηγήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου από δύο μεσσιανικές οργανώσεις ταοϊστικής έμπνευσης, το Taiping Dao («Η Θρησκευτική Κοινότητα της Μεγάλης Ειρήνης») και το Wudou Mi Dao («Η Θρησκευτική Κοινότητα των Five Pecks of Rice»), συνέβαλε στη διάλυση της αυτοκρατορίας της δεύτερης δυναστείας Χαν κατά τον δεύτερο αιώνα μ.Χ.
Κατά τη δεκαετία του 170, μετά τις πλημμύρες του Κίτρινου Ποταμού, οι αγρότες, βυθισμένοι στην πιο ακραία δυστυχία, σχημάτισαν συμμορίες και επιδίδονταν σε ληστείες και λεηλασίες. Στις έξι επαρχίες που βρίσκονταν στην περιοχή του Shandong και του Henan, εμφανίστηκε το κίνημα του Taiping Dao, του οποίου ο ηγέτης, Zhang Jiao, ήταν θιασώτης της λατρείας του Huang Lao, μια σύνθεση του μυθικού βασιλιά Huangdi και ενός θεοποιημένου Lao Tzu. Η διδασκαλία του βασίστηκε στα ιερά κείμενα του Tao Te Ching, του «Κανόνα του Δρόμου και της Αρετής» και του Taiping Jing, του «Κανόνα της Μεγάλης Ειρήνης», ένα κείμενο που αποκαλύφθηκε στον Ταοϊστή δάσκαλο Yu Ji στις αρχές του Δεύτερου Αιώνα.
Το τελευταίο έργο, όπως και το Τάο Τε Τσινγκ, βασίζεται στην κοσμογονία του Γιν και του Γιανγκ και των Πέντε Στοιχείων, και συνοδεύεται από σκληρές κριτικές για την κοινωνική ανισότητα, τον παρασιτισμό των ισχυρών και τις διακρίσεις κατά των γυναικών.
«Είναι φυσικό όλος ο πλούτος και όλα τα αγαθά της φύσης να ανήκουν στον Παράδεισο, στη Γη και στον κόσμο και να τρέφουν τον άνθρωπο… Ο άνθρωπος έχει καθήκον να ντύνεται και να τρέφεται με τις δικές του προσπάθειες… Ο πλούσιος, που χωρίζει τον εαυτό του από τους φτωχούς αφήνοντάς τους να πεθάνουν από την πείνα και το κρύο, ενεργεί αντίθετα με την αρχή του Τάο και είναι μεγάλος εχθρός της ανθρωπότητας. Το έγκλημά του δεν μπορεί να συγχωρηθεί». (Τάιπινγκ Τζινγκ )
Αυτές οι νέες ιδέες άναψαν τις φωτιές του χιλιετούς ονείρου των αγροτών να εγκαθιδρύσουν μια ανθρωπότητα χωρίς πλούσιους ή φτωχούς, χωρίς ευγενείς ή δουλοπάροικους, κάτω από τον ουρανό. Η κοινότητα, οργανωμένη στρατιωτικά, αποτελούταν, μετά από μια δεκαετία ανάπτυξης, από περίπου 300.000 μαθητές.
Ορισμένες ομάδες είχαν συχνές συναντήσεις που διαρκούσαν αρκετές ημέρες, όπου έκαναν τελετές, εορτές ή προχωρούσαν σε εξαγνιστικές νηστείες. Κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, οι μαθητές εισέρχονταν σε ομαδική έκσταση στο ρυθμό της μουσικής και βίωναν στιγμές πληρότητας, όπου άνδρες και γυναίκες «ανέπνεαν μαζί», συνειδητοποιώντας, έτσι, την ενότητα του Γιν και του Γιανγκ και ενισχύοντας τα ζωτικά τους πνεύματα. Επειδή οι ασθένειες θεωρούνταν αποτέλεσμα αμαρτιών, οι άρρωστοι έπρεπε να εξομολογηθούν και απομονώνονταν σε αίθουσες διαλογισμού, και θεραπεύονταν αλειφόμενοι με τις στάχτες του καμένου καπρίνου (Σ.τ.μ.: πρόκειται για δέντρο του οποίου τα άνθη χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ανθοΐάματος).
Πολεμικά φυλαχτά διανέμονταν στους ταοϊστές την εποχή των εαρινών και φθινοπωρινών ισημεριών. Παντού, στις πόρτες των διοικητικών κτιρίων των μεγάλων περιτειχισμένων πόλεων, στις πρωτεύουσες των επαρχιών και στα συγκροτήματα των αυτοκρατορικών δουκών, εμφανίστηκαν, γραμμένοι με κιμωλία, ως προτροπή για ανατροπή, οι χαρακτήρες τζιάζι, που σηματοδοτούσαν την αρχή μιας νέας εποχής, το έτος 184, και αναγγέλλοντας το θάνατο του παλιού Γαλάζιου Παράδεισου και την άφιξη του Κίτρινου Παράδεισου και τον θρίαμβο της μεγάλης ευτυχίας.
Τα μέλη των Ταοϊστικών λατρειών, τις οποίες οι ισχυροί θεωρούσαν ως «Δαιμονικές Θρησκείες» (guidao) και που ήταν αντίθετες στις επίσημες ορθόδοξες λατρείες, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τα βασανιστήρια ενός θρησκευτικού δάσκαλου και η εκτέλεση περισσότερων από χίλιων μαθητών του Taiping Dao στο Λουογιάνγκ, την πρωτεύουσα, οδήγησαν σε εξέγερση κατά τον δεύτερο μήνα του 184. Οι εξεγερμένοι φορούσαν, ως σύμβολο της συμμετοχής τους στη λατρεία, ένα κίτρινο τουρμπάνι, το χρώμα του Κίτρινου Παραδείσου, για τον λόγο αυτό ονομάζονταν Κίτρινα Τυρμπάν.
Κατέλαβαν πολλές πόλεις, σημαντικά αστικά κέντρα στις επαρχίες Shandong και Henan, παρά την αντίσταση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων του Luoyang. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι τράπηκαν σε φυγή ή σκοτώθηκαν. Κάηκαν κυβερνητικά κτίρια. Αφού κατέλαβαν τις πόλεις Shandong και Henan, κατέλαβαν την ορεινή περιοχή Taishan (μεταξύ Shanxi και Shandong) το 185 μ.Χ.. Το 186 μ.Χ., κατέλαβαν το Shanxi, το Hubei και το Leaotong και το 188 μ.Χ., το Shaanxi. Ο πατριάρχης Zhang Jiao και τα δύο αδέρφια του Zhang Bao και Zhang Liang πέθαναν νωρίς στις μάχες και η αυτοκρατορική καταστολή προκάλεσε τρομερή καταστροφή, καθώς χιλιάδες αντάρτες σκοτώθηκαν. Αυτό δεν εμπόδισε τους Yellow Turbans να συγκεντρώσουν στρατό αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών σε διάφορες επαρχίες. Παρά την ήττα τους, η επιρροή τους παρέμεινε.
Το Β΄ Μέρος στο επόμενο τεύχος
Μετάφραση-απόδοση Π. & Α.
Πηγή: https://libcom.org/library/ancient-utopia-peasant-revolts-china-ngo-van-xuyet
[1] (Σ.τ.μ.) Εκατό σχολές σκέψης (κινεζικά: 諸子百家, πινγίν). Ήταν φιλοσοφικές σχολές που ήκμασαν από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως το 221 π.Χ., μια περίοδο πολέμων μεταξύ των κρατών της αρχαίας Κίνας, γεμάτη χάος και αιματηρές μάχες. Έγινε, όμως, γνωστή και ως η Χρυσή Εποχή της κινεζικής φιλοσοφίας, επειδή ένα φάσμα σκέψεων και ιδεών αναπτύχθηκε και συζητήθηκε ελεύθερα. Αυτές οι ιδέες, έχουν εκφραστεί μέσω συνομιλιών, επισήμων εγγράφων ή σύντομων πραγματειών και έθεσαν τις βάσεις για τους μεταγενέστερους φιλοσόφους ενώ, όπως είναι φυσικό, έχουν επηρεάσει βαθιά τον τρόπο ζωής και την κοινωνική συνείδηση των χωρών της Ανατολικής Ασίας.
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com