Ο Αναρχισμός στην Ελληνική Φιλοσοφία
Διογένης, έργο του Ζαν-Λεόν Ζερόμ
Ζαν-Λεόν Ζερόμ – Μουσείο τέχνης Ουόλτερς: Home page – Info about artwork
https://www.provo.gr/o-anarchismos-stin-elliniki-filosofia/
Ο τίτλος «Ο Αναρχισμός στην Ελληνική Φιλοσοφία» μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται κάπως αντιφατικός. Οι απόψεις μας για τον ελληνισμό, διαμορφωμένες σε μεγάλο βαθμό από τον ρομαντισμό του δέκατου ένατου αιώνα, μας έχουν υποχρεώσει να θεωρούμε την ελληνική σκέψη ως τελείως αντίθετη του αναρχισμού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ενδελεχούς μελέτης του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη σε βάρος άλλων φιλοσόφων μια τέτοια μελέτη προκαλεί την εντύπωση ότι οι πεποιθήσεις του ενός ή του άλλου από αυτούς τους φιλοσόφους ήταν χαρακτηριστικές της ελληνικής σκέψης. Αν θυμηθούμε ότι πάνω από χίλια χρόνια χωρίζουν τους Ίωνες φυσικούς από το κλείσιμο των σχολών από τον Ιουστινιανό και αν δεν παραβλάψουμε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου η φιλοσοφία διέτρεξε όλη την κλίμακα από την επιστημονική ή ημιεπιστημονική σκέψη ως την εσωτεριστική μυσταγωγία της Ερμητικής Αδελφότητας, τότε δεν θα θεωρήσουμε και τόσο εκπληκτικό το γεγονός ότι μερικοί Έλληνες φιλόσοφοι ανέπτυξαν θεωρίες που τους οδήγησαν στην αποδοχή αναρχικών θέσεων.
Πριν προχωρήσω στην παρουσίαση αυτών των φιλοσόφων, θα ήθελα να κάνω κάποια προκαταρκτικά σχόλια. Κατ’ αρχάς, ο σκοπός αυτού του κειμένου είναι ιστορικός και όχι κριτικός. Στόχος μου δεν είναι να περιγράφω αναλυτικά τις αναρχικές θεωρίες στην ελληνική φιλοσοφία αλλά, μάλλον, να παρουσιάσω μία από τις θεωρίες, την οποία υποστήριζαν κυρίως οι κυνικοί και η οποία θα μπορούσε να οριστεί ως αναρχική. Δεύτερον, δεν ενδιαφέρομαι διόλου να προχωρήσω στη διεξοδική καταγραφή της ανάπτυξης της ελληνικής φιλοσοφίας κατά τη διάρκεια του 3ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Εκείνοι που επιθυμούν να ερευνήσουν αυτό το πεδίο μπορούν να μελετήσουν τα γνωστά βιβλία αναφοράς. Αποκλειστική μου πρόθεση είναι η αναφορά ορισμένων πτυχών αυτού του κλάδου της ελληνικής φιλοσοφίας που φαίνεται ότι έχει αγνοηθεί από τους περισσότερους σύγχρονους συγγραφείς.
Για να έχουμε μια συνολική εικόνα εκείνης της περιόδου: είναι απαραίτητο να περιγράψουμε εν συντομία την εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας ως τον 3ο π.Χ. αιώνα. Πριν από τις κατακτήσεις του Φιλίππου του Μακεδόνα, οι Έλληνες κατοικούσαν σε πόλεις-κράτη, αφοσιωμένοι στην τάδε ή τη δείνα πόλη που καθεμιά τους αποτελούσε μία πολιτική και κοινωνική οντότητα, αυτόνομη και οικονομικά αυτάρκη. Όσο πολύπλοκο και αν έγινε το εποικοδόμημα της διακυβέρνησης, ο βασικός χαρακτήρας της πόλης διατηρήθηκε και όταν η Αθήνα, με τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες, καταπάτησε τα προνόμια των πόλεων, τα αισθήματα των Ελλήνων προσβλήθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Αθηνών. Αυτό δεν ήταν, φυσικά, το μόνο αίτιο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Θα ήταν ανόητο να προταθεί μία τέτοια απλούστευση. Η Αθήνα, ωστόσο, προσαρτώντας τα μέλη της Συμμαχίας της Δήλου έθεσε τέτοιους περιορισμούς στην ελευθερία τους που η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης δίσταζε να θέσει στα μέλη της δικής της συμμαχίας – αυτοί οι περιορισμοί και οι επιπτώσεις τους στην αυτονομία της πόλης μπορούμε να πούμε ότι προκάλεσαν την εχθρότητα των μη αθηναϊκών κρατών. Η ειρωνεία είναι ότι η σύγκρουση που ακολούθησε και η εμφάνιση των Μακεδόνων, οδήγησαν στην καταστροφή της πόλης-κράτους – από πολιτική πραγματικότητα κατάντησε φιλοσοφικό ιδεώδες. Η γενική τάση ήταν προς ένα οικουμενικό κράτος κι η ελληνική φιλοσοφία, η οποία καθοριζόταν προηγουμένως από καταστάσεις που εμφανίζονταν σε μια πόλη-κράτος, αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Έτσι, αναπτύχθηκαν οικουμενικά συστήματα όπως ο στωικισμός και ο επικουρισμός, συστήματα που επιχείρησαν να διατυπώσουν φιλοσοφικές θέσεις που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν ή να δικαιολογήσουν τις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των δύο οικουμενικών συστημάτων ήταν η άποψή τους ότι όλοι οι άνθρωποι είχαν έναν κοινό σκοπό και η αποδοχή εκ μέρους τους του γεγονότος ότι, κάτω από τα δεσμά του συστήματος, όλοι οι άνθρωποι ήταν αδέλφια. Αντίθετα με τις θεωρίες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη που στόχευαν στη βελτίωση των ολίγων, τα συστήματα των στωικών και των επικούρειων αποδέχονταν όλους, τους ανθρώπους υπό τον όρο ότι ακολουθούσαν τις δοξασίες τους.
Ένα τρίτο σύστημα, ο κυνισμός, ανέπτυξε μια θεωρία που μοιάζει αρκετά με ό,τι θεωρούμε ως κλασσικό αναρχισμό, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν. Δεν μπορούμε, όμως, να μιλήσουμε για κυνική σχολή όπως μιλάμε για στωική ή επικούρεια σχολή. Δεν υπήρξε ποτέ ένας συγκροτημένος κώδικας θεωρητικών γραπτών που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως κυνικά ούτε υπήρξε ποτέ συμφωνία μεταξύ των ίδιων των κυνικών ως προς τις ορθές μεθόδους εφαρμογής στην πράξη των θεωριών των ιδρυτών της σχολής. Οι κυνικοί, αρνούμενοι να αναγάγουν σε κυνικό δόγμα μια συγκεκριμένη διατύπωση των πεποιθήσεών τους, διέφεραν πλήρως από τα φιλοσοφικά συστήματα του 3ου αιώνα.
Για να κατανοήσουμε τις κυνικές θέσεις είναι ουσιώδες να κατανοήσουμε τις συνεκδοχές των δυο ελληνικών λέξεων Φύσις και Νόμος. Μπορούν να αποδοθούν (στα Αγγλικά) ως Nature και Custom, όμως η σημασία τους είναι αρκετά σύνθετη. Η Φύσις μπορεί να σημαίνει τη φυσική μορφή που λαμβάνει ένα αντικείμενο ως αποτέλεσμα της φυσικής ανάπτυξης, μπορεί επίσης να αναφέρεται στη φύση ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, στο ένστικτο των ζώων ή στη φυσική τάξη πραγμάτων, την κανονική τάξη της φύσης. Ο Νόμος, από την άλλη, σημαίνει το έθιμο ή το δίκαιο ή την εγκαθιδρυμένη εξουσία ή το σύνολο των κανόνων που διέπουν μια σειρά γεγονότων. Αντιλαμβανόμαστε ότι μερικές από τις σημασίες αυτών των δύο λέξεων είναι αρκετά αντιφατικές ενώ άλλες καλύπτουν αυτές τις δύο έννοιες. Οι Ίωνες φυσικοί ενδιαφέρονταν να κατανοήσουν την τάξη στη φύση, οι σοφιστές ασχολούνταν με τη συνύπαρξη της Φύσης και του Νόμου στον ιδεώδη άνθρωπο. Ο Πλάτωνας κήρυσσε μια ζωή «σύμφωνα με τη Φύση», σύνθημα που υιοθετήθηκε και από τους κυνικούς και ο Αριστοτέλης, αφιέρωσε τη ζωή του στην επιβολή της τάξης πάνω στη φυσική υπόσταση των πραγμάτων. Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε ότι τα ελληνικά φιλοσοφικά συστήματα, εκτός από εκείνο των κυνικών, επιχείρησαν να εναρμονίσουν τις δύο αυτές έννοιες. Μόνο οι κυνικοί απέρριψαν τον Νόμο και επιδίωξαν να ζήσουν απλά σύμφωνα με τις επιταγές της φύσης. Είναι αρκετά διαφωτιστικό να μελετήσουμε το έργο του Κροπότκιν, Αλληλοβοήθεια υπό το φως του κυνικού δόγματος. Είναι ακόμη περισσότερο διδακτικό για τον σκοπό μας να εξετάσουμε τις επιπτώσεις που είχε για τους Έλληνες η απόρριψη του Νόμου.
Μία από τις συνέπειες ενός πολιτικού συστήματος το οποίο βασίζεται σε μια μικρή μονάδα όπως η πόλη-κράτος, είναι ότι η επίκληση του κοινού συμφέροντος είναι λιγότερο πιθανό να εξαπατήσει τους ανθρώπους από ό,τι σε ένα μεγάλο σύστημα όπως το δικό μας. Στην πόλη, οι πολίτες θα γνώριζαν ο ένας τις προκαταλήψεις και τις φιλοδοξίες του άλλου και οι ευκαιρίες για την καταστροφή των εχθρών κάποιου ή την προώθηση των φίλων του θα ήταν ευκολότερο να επιτευχθούν. Έτσι, οι Έλληνες ποτέ δεν επιδίωξαν να ισχυροποιήσουν το νομικό τους σύστημα ισχυριζόμενοι ότι είναι θεόπνευστο ή ότι υπαγορεύτηκε από τους θεούς. Η έννοια του εθίμου ή του ήθους δεν επικαλύφτηκε ποτέ πλήρως από την έννοια του νόμου. Απορρίπτοντας την ισχύ του Νόμου, οι κυνικοί δεν απέρριπταν κάποιο θεολογικό σύστημα, αλλά, μάλλον, την κυριαρχία των εθίμων ή των κοινωνικών συμβάσεων. Ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι ο Έλληνας κατανοούσε την επίκληση του κοινού συμφέροντος, άπαξ και ένας συγκεκριμένος νόμος γινόταν αποδεκτός ως αναπόσπαστο τμήμα του γενικού σώματος του Νόμου, ήταν σχεδόν αδύνατο να τον απορρίψουν χωρίς να υπονομεύσουν τα ίδια τα θεμέλια της οργανωμένης κοινωνίας. Η επίκληση των εθίμων είναι η έσχατη προσφυγή στην οποία μπορεί να καταφύγει ένας Έλληνας δικηγόρος. Γι’ αυτό απορρίπτοντας τον Νόμο, οι κυνικοί απέρριπταν την οργανωμένη κοινωνία και αρνούνταν το δικαίωμα της εγκαθιδρυμένης εξουσίας να καθορίσει τα όρια των πράξεων τους. Όταν ο Διογένης έκανε έρωτα με πόρνες στο δρόμο, έθιγε κάτι πολύ περισσότερο από τις ευαισθησίες των μυγιάγγιχτων περαστικών. Η πράξη του έπληττε τα θεμέλια της οργανωμένης κοινωνικής ζωής, όπως την γνώριζαν οι Έλληνες.
Αυτό δεν γίνεται εύκολα κατανοητό από έναν άνθρωπο του εικοστού αιώνα. Είμαστε συνηθισμένοι στην ιδέα ότι οι νόμοι υπάρχουν για να διατηρούν το status quo που είναι θεόπνευστο. Ο Έλληνας ίσως έλεγε ότι η τάξη στον κόσμο ευχαριστούσε τους θεούς, αλλά θα ήταν απίθανο να ισχυριστεί ότι η τάξη στον κόσμο εγκαθιδρύθηκε και διατηρήθηκε από τους θεούς. Η αταξία, το χάος ή η αναρχία αποτελούσαν ύβριν για τη λογική ενός ανθρώπου και αυτό ήταν πολύ σοβαρότερο ζήτημα από τον αθεϊσμό. Φυσικά, η θρησκεία υποστηριζόταν από το κράτος, αλλά είναι σημαντικό το γεγονός ότι ενώ ο Σωκράτης κατηγορείται για αθεϊσμό και ασέβεια, το πραγματικά οδυνηρό μέρος των κατηγοριών είναι ότι στη διδασκαλία του εμφανίζει το χειρότερο ως καλύτερο, δηλαδή, διαστρέφει ό,τι αποτελεί τη «φυσική τάξη πραγμάτων».
Είδαμε, λοιπόν, ότι η ελληνική φιλοσοφία, στο σύνολό της, ενδιαφερόταν για την ενοποίηση των δυνάμεων της Φύσης και του Νόμου, ενώ ο κυνισμός απέρριπτε τον Νόμο χωρίς δισταγμούς και δίδασκε μια ζωή σύμφωνα με τη Φύση. Είναι καιρός να εξετάσουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά δόγματα τα οποία πρέσβευαν οι κυνικοί και να εντοπίσουμε όσα σημεία αυτών των δογμάτων μπορούν να αποκληθούν αναρχικά.
Ο Ντ. Ρ. Ντάντλεϋ σημειώνει ότι, παρά τους ισχυρισμούς των αρχαίων ότι ο Αντισθένης ήταν ο ιδρυτής του κυνισμού, ο Διογένης ο Σινωπεύς πρέπει να θεωρείται ως ο πραγματικός θεμελιωτής του κυνικού τρόπου ζωής. Δεν θα ασχοληθώ με τις πολυάριθμες ιστορίες που αφορούν τον εκκεντρικό τρόπο με τον οποίο ο Διογένης εφήρμοζε τα δόγματά του. Αυτές οι ιστορίες προέρχονται, κυρίως, από μεταγενέστερους συγγραφείς, οι οποίοι απέβλεπαν στη δυσφήμηση του κυνισμού και μπορούμε, συνεπώς, να μην τις λάβουμε υπ’ όψη μας. Το σημαντικότερο, ίσως, κληροδότημα του Διογένη προς την κυνική αδελφότητα, ήταν η εμμονή του στην πρακτική εφαρμογή των πεποιθήσεων του. Δεν ήταν φιλόσοφος της πολυθρόνας, ούτε ακαδημαϊκός θεωρητικός αποκομμένος από τις απαιτήσεις της πραγματικής ζωής. Το γεγονός, ακριβώς, ότι εμφανίστηκαν τόσες πολλές ιστορίες για την προσωπικότητά του, δείχνει το πόσο πιστά εφήρμοζε τις διδασκαλίες του. Για τους μεταγενέστερους κυνικούς, ο Διογένης αποτελούσε μια ηρωική μορφή, που υστερούσε μόνον απέναντι στον Ηρακλή, τον θεϊκό τους προστάτη. Λαμβάνοντας υπ’ όψη τη σπουδαιότητά του, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε εκείνες τις ιδέες που μπορούμε λογικά να αποδώσουμε σε εκείνον, μέσα από το τεράστιο πλήθος των αλληλοσυγκρουόμενων μαρτυριών που διαθέτουμε.
Ένα από τα περιφημότερα παράδοξα του Διογένη είναι η ρήση του «καταστρέψτε το νόμισμα». Για να κατανοήσουμε πλήρως τη σημασία αυτής της φράσης πρέπει να αναληφθούμε ότι η λέξη για το «χρήμα» είναι νόμισμα, μια λέξη που προέρχεται από τον Νόμο. Το ελληνικό νομισματικό σύστημα δεν ήταν τυποποιημένο και τα νομίσματα που κόβονταν από διάφορα μέταλλα κυκλοφορούσαν παντού· τα αττικά, αιγινήτικα και ευβοϊκά νομίσματα γίνονταν παντού αποδεκτά. Όμως, αυτή η συνεχής αλλαγή των οικονομικών προτύπων σήμαινε ότι η πλαστογράφηση ή η καταστροφή του χρήματος αποτελούσε πολύ σοβαρότερο αδίκημα απ’ ό,τι σήμερα, εφ’ όσον οι συνέπειες αυτού του γεγονότος ήταν πολύ βαρύτερες. Συνεπώς, όταν ο Διογένης καλούσε τους οπαδούς του να καταστρέφουν το χρήμα εξαπέλυε μια γενική επίθεση ενάντια στις κατεστημένες αξίες, σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας. «Οι αξίες της κοινωνίας είναι λαθεμένες», διακηρύσσει ο Διογένης και η λύση που προτείνει είναι η πλήρης απόρριψη αυτών των αξιών. Μια τέτοια πολιτική απαιτεί πλήρη ελευθερία λόγου και έργων και αυτές έγιναν οι δύο αρχές που συνδέθηκαν τόσο πολύ με τους κυνικούς. Οι ιστορίες που περιγράφουν αυτές τις αρχές του Διογένη «φθονούν στην αρχαία γραμματεία, αλλά η επωδός τους είναι η ίδια· χωρίς τον φόβο οποιασδήποτε συνέπειας, ο Διογένης ασκούσε την πολιτική του της επίθεσης ενάντια στις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, αδιάφορο για το σε ποια χυδαία κατάσταση μπορούσε να τον οδηγήσει αυτό.
Επιπλέον, αυτή η ελευθερία ήταν σκόπιμα διδακτική. Στόχος του Διογένη και των κυνικών ήταν η αλλαγή της κατάστασης που φαινόταν στους ίδιους πλήρης δεινών. Ήταν, μ’ άλλα λόγια, ηθικολόγοι με τον τρόπο τους και διακήρυσσαν ότι αν εφαρμόζονταν οι αρχές τους, θα ακολουθούσε η κοινωνική ευδαιμονία.
Αυτές οι απόψεις φαίνεται πως είναι παρόμοιες με τις ιδέες του αναρχισμού του δέκατου ένατου αιώνα, όπως διατυπώθηκαν από τον Κροπότκιν και διαφέρουν ελάχιστα από τις διακηρυγμένες ελευθεριακές αρχές, αν και η ελευθεριακή πρακτική συχνά προσεγγίζει τον προσηλυτισμό και το κήρυγμα. Οι κυνικοί διατυπώνοντας ένα πρόγραμμα για την ευτυχία του ανθρώπου ακολουθούσαν την τάση όλων των άλλων οικουμενικών συστημάτων. Η ελληνική φιλοσοφία ενδιαφερόταν πάντοτε για την ανεύρεση του τρόπου με τον οποίο η ανθρωπότητα θα αντιμετώπιζε ικανοποιητικά τις απαιτήσεις της κοινωνίας. Οι κυνικοί απέρριπταν αυτές τις απαιτήσεις χωρίς δισταγμό. Δεν δέχονταν ότι τα δικαστήρια μπορούσαν να κρίνουν τις πράξεις τους και προπαγάνδιζαν την αρχή ότι όλοι οι κοινωνικοί νόμοι, οι ιεραρχίες και οι αξίες ήταν άνευ κύρους. Αν διαβάσουμε τα έργα του Μαλατέστα ή του Μπακούνιν ή μελετήσουμε τα κίνητρα του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος στην ισπανική αντιφασιστική σύγκρουση, θα γίνουν φανερά πάρα πολλά κοινά σημεία.
Είδαμε ότι οι κυνικοί, επιμένοντας στην απόλυτη ελευθερία λόγου και έργων, διατύπωσαν μία ιδέα που είναι χαρακτηριστική της αναρχικής σκέψης. Ακόμα μία κοινή ιδέα ήταν η σχετικότητα της έννοιας του νόμου. Όπως λέει ο Σέιν: «Εφ’ όσον οι νόμοι αποτελούν ανθρώπινα έργα και θα μπορούσαν να είναι διαφορετικοί από ό,τι είναι και εφ’ όσον τα έθιμα διαφέρουν στις διάφορες χώρες, οι κυνικοί επέμεναν ότι οι νόμοι και τα έθιμα ήταν άνευ κύρους. Δεν θεωρούσαν ότι το γεγονός και μόνον ότι ο νόμος και το έθιμο απαιτούσαν την τήρηση των νόμων, τους έδινε κάποιο ηθικό κύρος».
Το βιβλίο του Σέιν για τον Διογένη, γραμμένο σε επικριτική μορφή, είναι αρκετά διδακτικό, γιατί χαράσσει τις αναλογίες μεταξύ κυνισμού και αναρχισμού. Ο Ιουλιανός γράφει σε κάποιο σημείο, αναφερόμενος στον κυνικό Οινόμαο;
«Αυτός λοιπόν είναι ο στόχος του, να υπονομεύσει κάθε σεβασμό προς τους θεούς, να γελοιοποιήσει όλη την ανθρώπινη σοφία, να ποδοπατήσει όλους τους νόμους για την τιμή και τη δικαιοσύνη και επιπλέον, να ποδοπατήσει εκείνους τους νόμους οι οποίοι χαράχτηκαν από τους θεούς στις ψυχές μας… Οι ληστές βρίσκουν καταφύγιο σε έρημες περιοχές ενώ, αντίθετα, οι κυνικοί πηγαινοέρχονται ανάμεσά μας, υπονομεύοντας τους κοινωνικούς Θεσμούς».
Είναι σαφές ότι πολλοί από τους στόχους των κυνικών ταυτίζονται με εκείνους της αναρχικής θεωρίας.
Στην πορεία αυτού που υπήρξε μια πολύ περιληπτική καταγραφή κάποιων πλευρών του θέματος, ενδιαφέρθηκα απλά να επισημάνω κάποιες ομοιότητες μεταξύ κυνικής σκέψης και αναρχικής θεωρίας. Δεν αποπειράθηκα να αναπτύξω εξαντλητικά το θέμα ούτε επιχείρησα να ασκήσω κριτική. Εκείνοι που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν περισσότερο ίσως βρουν ενδιαφέρον το βιβλίο του Ντ. Ρ. Ντάντλεΰ, Ιστορία του κυνισμού.
D. Ferraro
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Anarchy #45, τον Νοέμβριο του 1964 που ήταν αφιερωμένο στη φιλοσοφία και το θέατρο της κλασικής περιόδου και την σχέση του με τους με τον αναρχισμό. Μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Χρήστο Μόρφο, μαζί με τα υπόλοιπα άρθρα του περιοδικού και εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο “Αρχαία Ελλάδα και Αναρχισμός” από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος το 1996
εκτυπώστε ή κατεβάστε σε PDF
ΠΗΓΗ: anhsyxia.wordpress.com