Ο «αόρατος» λαός
Πρόκειται για έναν λαό δίχως πατρίδα, δίχως πολιτικά δικαιώματα, διωκώμενο και διαβιών σε άθλιες συνθήκες, στην επαρχία Ραχίν της Μιανμάρ. Η μουσουλμανική μειονότητα των Ροχίνγκια – ο πληθυσμός των οποίων υπολογίζεται από 1,5 έως 2 εκατομμύρια ψυχές – από τον περασμένο Σεπτέμβριο πρόσθεσε στα βάσανα του, νέες μαζικές σφαγές από το καθεστώς της Μιανμάρ – το οποίο ουσιαστικά είναι μια συνεχιζόμενη χούντα με σε διάφορες εκδοχές από τις αρχές της 10ετίας του ’60 – και την μαζική προσφυγιά προς το Μπαγκλαντές, με την διεθνή κοινότητα απλώς να παρακολουθεί το έγκλημα να εξελίσσεται, παρεμβαίνοντας με ρυθμούς τραγικά αναντίστοιχους των τεράστιων αναγκών.
Έχοντας χαρακτηριστεί από τα Ηνωμένα Έθνη, το 2013, ως μία από τις πιο διωκόμενες μειονότητες στον κόσμο, ο λαός των Ροχίνγκια στερείται ιθαγένειας βάσει του νόμου περί ιθαγένειας της Μιανμάρ του 1982, μιας χώρας, η θρησκευτική πλειοψηφία της οποίας είναι Βουδιστές. Μέχρι στιγμής, το Μπανγκλαντές έχει καταγράψει περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες Ροχίνγκια στους καταυλισμούς που βρίσκονται στα σύνορα με την Μιανμάρ.
Η Μιανμάρ και το Μπανγκλαντές συμφώνησαν να οργανώσουν τον επαναπατρισμό των 655.000 Ροχίνγκια που έχουν εγκαταλείψει την επαρχία Ραχίν από τα τέλη Αυγούστου για να γλιτώσουν από τις διώξεις του στρατού της Μιανμάρ. Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία αυτή ο στρατός του Μπανγκλαντές ξεκίνησε στα τέλη του 2017 την καταγραφή των Ροχίνγκια που βρίσκονται στη χώρα, εκδίδοντας για εκείνους μια κάρτα με τα βιομετρικά στοιχεία τους. «Μέχρι στιγμής έχουμε καταγράψει 1.004.742 Ροχίνγκια. Έχουν λάβει κάρτες με τα βιομετρικά τους στοιχεία», δήλωσε ο Σάιντουρ Ράχμαν επικεφαλής αξιωματικός της μονάδας που κάνει την καταγραφή. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν έχουν περιληφθεί στη βάση δεδομένων πολλές ακόμη χιλιάδες μουσουλμάνοι πρόσφυγες. Στο σύνολο ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος από τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, σύμφωνα με τον οποίο 962.000 Ροχίνγκια βρίσκονται στο Μπανγκλαντές.
Θάνατος, βία, εκτοπισμός
Η προσφυγική λαοθάλασσα των Ροχίνγκια έκανε την εμφάνισή της το περασμένο Φθινόπωρο στο Μπανγκλαντές, μια από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου, προκαλώντας μια από τις σοβαρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις του αιώνα στην Ασία. Η Ντάκα και η Ναϊπιντάου συμφώνησαν στη διαδικασία για τον επαναπατρισμό των προσφύγων αυτών, με την προϋπόθεση ότι θα μπορέσουν να αποδείξουν… ότι ζούσαν στη Μιανμάρ.
Στο μεταξύ, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (MSF) υπολογίζουν σε τουλάχιστον 6.700 τους Ροχίνγκια που σκοτώθηκαν από τα τέλη Αυγούστου ως τα τέλη Σεπτεμβρίου στη διάρκεια των επιχειρήσεων του στρατού της Μιανμάρ, επισημαίνοντας ότι ο πραγματικός αριθμός ίσως να είναι ακόμη μεγαλύτερος. Οι εκτιμήσεις της οργάνωσης δεν αφορούν παρά μόνο τον πρώτο μήνα των διώξεων εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας, όμως η έξοδος των προσφύγων συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Και οι άνθρωποι που φεύγουν «λένε ότι υπέστησαν βία αυτές τις τελευταίες εβδομάδες», υπογραμμίζει η μη κυβερνητική οργάνωση.
Ο ΟΗΕ δεν έχει δώσει μέχρι στιγμής εκτιμήσεις για τον αριθμό των νεκρών. «Οι εκθέσεις δείχνουν ότι τουλάχιστον το 71,7% των θανάτων οφείλεται στη βία, περιλαμβανομένων μεταξύ των παιδιών μικρότερων των 5 ετών. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον 6.700 ανθρώπους, ανάμεσά τους 730 παιδιά», τονίζουν οι MSF που πήραν συνεντεύξεις από 11.000 πρόσφυγες στο Μπανγκλαντές για να καταλήξουν σε αυτή την εκτίμηση. Σύμφωνα με τον Σίντεϊ Ουόνγκ των MSF, «ο αριθμός των νεκρών είναι σίγουρα υποτιμημένος», διότι «το εύρος και η φύση των βιαιοτήτων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι φρικτά». «Έχουμε ακούσει ανθρώπους να διηγούνται ότι ολόκληρες οικογένειες χάθηκαν αφού μέλη των ενόπλων δυνάμεων τους έκλεισαν στο σπίτι τους το οποίο στη συνέχεια πυρπόλησαν», εξήγησε.
Αλλά και ο επαναπατρισμός των Ροχίνγκια μοιάζει υπό αυτές τις συνθήκες ως νοσηρό «ανέκδοτο», αφού κάθε άλλο παρά έπαψαν να υπάρχουν οι συνθήκες που τους έδιωξαν από την γη τους. Η Shireen Huq, επιφανής ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και ιδρυτής της «Naripokkho», μιας από τις παλαιότερες οργανώσεις δικαιωμάτων των γυναικών στην περιοχή, δήλωσε στο πρακτορείο, «Inter Press Service» πως το Μπαγκλαντές δεν έπρεπε να σπεύσει για διμερή συμφωνία, ειδικά χωρίς τη συμμετοχή των Ηνωμένων Εθνών και δίχως συνεννόηση με τους ίδιους τους πρόσφυγες. «Το Μπαγκλαντές θα έπρεπε να έχει ασχοληθεί να αναπτύξει ένα διπλωματικό τσουνάμι για να κερδίσει την υποστήριξη των γειτόνων του και ειδικότερα να κερδίσει την υποστήριξη της Κίνας και της Ρωσίας. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να εντείνει τις πιέσεις της στη Μιανμάρ για να σταματήσει τις δολοφονίες, τις διώξεις και τις διακρίσεις», πρόσθεσε.
Φυσικά, το καθεστώς της Μιανμάρ δεν φαίνεται διατεθειμένο να δεσμευθεί σε οτιδήποτε αφορά τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα των εν δυνάμει επαναπατισθέντων, επιμένοντας να αρνείται να αναγνωρίσει τους πρόσφυγες ως πολίτες του. Το Μπαγκλαντές και η Μιανμάρ στις 23 Νοεμβρίου του 2017 συμφώνησαν για τον επαναπατρισμό των Ροχίνγκια που εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να σωθούν από αυτό που σαφώς θα κατέληγε να είναι γενοκτονία. Αλλά η Huq σημειώνει, ότι μια παρόμοια διμερής συμφωνία του 1993 για τον επαναπατρισμό των προσφύγων Ροχίνγκια που είχαν και τότε καταφύγει στο Μπαγκλαντές δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη καθώς ο εθελοντικός επαναπατρισμός δεν είναι επιλογή για την πλειονότητα των προσφύγων. Προσθέτει ότι οι Ροχίνγκια ήρθαν για να μείνουν για πολύ καιρό. «Αν καταλάβαμε καλά (σσ την συμφωνία), οι Ροχίνγκια δεν θα έχουν το ελεύθερο να επιστρέψουν στις εστίες τους, στα χωριά τους, αλλά θα οδηγηθούν σε νέους καταυλισμούς. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρόκειται για την ίδια παλιά ιστορία. Θα μετακινούνταν από στρατόπεδο στο Μπαγκλαντές σε στρατόπεδο στη Μυανμάρ. Θα πρόκειται για μια ακόμη ανθρωπιστική καταστροφή».
Επιπλέον, συνεχίζει η ακτιβίστρια, «εάν δεν αλλάξει αυτή η συμφωνία, θα είναι σαν τον Μπαγκλαντές να σπρώχνει πίσω τους πρόσφυγες, εκτός εάν η διεθνής κοινότητα επιβλέπει τον επαναπατρισμό και μπορεί να εγγυηθεί την ασφαλή και ειρηνική εγκατάσταση και επανένταξή τους».
Ωστόσο, η συμφωνία ήταν ευπρόσδεκτη από τη διεθνή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών, ενώ κάποιες φωνές προτρέπουν την κυβέρνηση του Μπαγκλαντές να εμπλέξει ένα τρίτο μέρος για να εξασφαλίσει μια βιώσιμη λύση στην κρίση. Λένε, συγκεκριμένα, ότι το Μπαγκλαντές έχει μικρή εμπειρία στη διαχείριση μιας διεθνούς διαδικασίας επαναπατρισμού και αν δεν εκπληρώσει τις διεθνείς αρχές επαναπατρισμού και αποκατάστασης, οι συμφωνημένοι όροι μπορεί να μην είναι αρκετά ισχυροί για να δημιουργήσουν μια βιώσιμη λύση.
Αυτής της άποψης είναι και ο Μουχάμαντ Ζαμίρ, βετεράνος διπλωμάτης, ο οποίος δήλωσε στο IPS ότι η διεθνής κοινότητα δεν πρέπει να αφήσει το Μπαγκλαντές να αναλάβει αυτό το σύνθετο πρόβλημα μόνο του. Ο Ζαμίρ, ο οποίος μόλις επέστρεψε από μια επίσκεψη στα προσφυγικά στρατόπεδα των Ροχίνγκια στο Cox’s Bazar, λέει, πως «η κατάσταση στα στρατόπεδα παραπέμπει ήδη σε ανθρωπιστική καταστροφή και χειροτερεύει μέρα την ημέρα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ήδη πληγωμένοι και μπερδεμένοι. Έχουν υποφέρει αρκετά από τις δοκιμασίες που έχουν περάσει. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι με τους εφιάλτες που είναι ακόμα φρέσκοι στο μυαλό τους, θα ήθελαν να επιστρέψουν τόσο νωρίς, εκτός εάν υπάρξουν ισχυρές και σοβαρές προσπάθειες για να εξασφαλιστεί η προστασία τους μακροπρόθεσμα».
Ο πρώην στρατηγός Sakhawat Husain, γνωστός αρθρογράφος για ζητήματα εθνικής ασφάλειας και πολιτικός αναλυτής, δήλωσε στο IPS ότι «η νόμιμη και ελάχιστη απαίτηση των Ροχίνγκιας να αναγνωριστούν ως πολίτες της πατρίδας τουε αγνοείται εντελώς στη συμφωνία. Και σε συνδυασμό με τις διώξεις να συνεχίζονται, πώς μπορεί να γίνει εθελοντικός επαναπατρισμός;». Ο ίδιος θεωρεί ως το πιο βλαπτικό το γεγονός, ότι η συμφωνία φαίνεται να υιοθετεί τους όρους της Μιανμάρ για εξονυχιστικό έλεγχο των ντοκουμέντων των προσφύγων και της πιστοποίησης της «αυθεντικότητας» της εθνικότητάς τους. «Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους έφυγαν λόγω των απάνθρωπων βασανιστηρίων. Θα ήταν δύσκολο για το Μπαγκλαντές να τους στείλει πίσω εκουσίως. Αν δεν υπάρχει εγγύηση για την ασφάλεια και ικανοποίηση της ελάχιστης απαίτησης για ιθαγένεια, οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να επιστρέψουν».
Ο πρώην πρέσβης, Muhammad Shafiullah είπε ότι είναι αρκετά αβέβαιο αν θα μπορούσε να λάβει χώρα μια διαδικασία επαναπατρισμού «χωρίς να εμπλέξουμε τα Ηνωμένα ΄Εθνη, παρόλο που η Μιανμάρ απέρριψε εντελώς τη συμμετοχή του ΟΗΕ. Σε μια τέτοια κατάσταση, πώς μπορούμε να αναμένουμε μια ομαλή διαδικασία επαναπατρισμού;». Ο ίδιος προσθέτει, ότι ο ΟΗΕ δεν μπόρεσε εδώ και έξι μήνες να βρει τα απαραίτητα κεφάλαια για να βοηθήσει οικονομικά το Μπαγκλαντές στην φιλοξενία των προσφύγων. «Το Μπαγκλαντές δεν μπορεί να υποστηρίξει ένα τέτοιο συντριπτικό βάρος μόνο του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, το Μπαγκλαντές υπέγραψε τη συμφωνία για επαναπατρισμό, αν και οι όροι δεν ήταν ευνοϊκοί» για τους πρόσφυγες.
Το θέμα είναι ότι παραμένουν ανοιχτά πολύ σοβαρά και κρίσιμα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των προσφύγων που θα επιστρέψουν, ποιος θα εγγυάται και θα διαπιστώνει την ασφάλειά τους και εάν, τελικά, θέλουν οι ίδιοι οι πρόσφυγες να επιστρέψουν στη βία που «βασιλεύει» στην επαρχία Ραχίν.
Τους ζητούν επιστροφή στην κόλαση
Ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών του Μπαγκλαντές που ζήτησε ανωνυμία είπε στο IPS, πως «έχει ζητηθεί επανειλημμένα από την κυβέρνηση της Μιανμάρ να επιτρέψει την πρόσβαση στον Τύπο και σε διεθνείς οργανισμούς, ώστε να μπορούν να δουν την κατάσταση επί τόπου. Αν ο κόσμος δεν είναι πεπεισμένος για τα ζητήματα ασφάλειας, πώς μπορούμε να περιμένουμε ότι οι τραυματισμένοι, εξαθλιωμένοι, διωκώμενοι άνθρωποι θα προσφερθούν εθελοντικά να εγκατασταθούν στα σπίτια τους όπου υπέστησαν βασανιστήρια, ξυλοδαρμούς και εκτελέσεις;».
Προσθέτει ότι «τα εγκλήματα που διαπράττονται από το καθεστώς της Μιανμάρ είναι αδικαιολόγητα και εξακολουθούν να αποτελούν ασέβεια προς την διεθνή κοινότητα που απαιτεί από το καθεστώς και την κυρίαρχη βουδιστική κοινότητα, πρόσβαση από το για διερεύνηση τυχόν γενοκτονίας (…) Στην Μιανμάρ, ως αποτέλεσμα εκτεταμένων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα και ζουν ως πρόσφυγες σε στρατόπεδα ή οικισμούς και στην Ταϊλάνδη και την Ινδία».
Ωστόσο, η Μιανμάρ δηλώνει ότι είναι «αδύνατο να αποδεχθεί» την επιστροφή του αριθμού των προσφύγων που προτείνει το Μπαγκλαντές. Η συμφωνία αναφέρει ότι η Μιανμάρ αναγνωρίζει τους πρόσφυγες ως «εκτοπισμένους». Ο επαναπατρισμός θα απαιτήσει «απόδειξη διαμονής» και η Μιανμάρ μπορεί να αρνηθεί να επαναπατρίσει κάποιον. Αυτοί που επιστρέφουν θα εγκατασταθούν σε «προσωρινούς» καταυλισμούς και οι κινήσεις τους θα περιοριστούν. Επιπλέον, μόνο οι Ροχίνγκια που κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές μετά τον Οκτώβριο του 2016 θα επαναπατριστούν.
Η Caroline Gluck, υπεύθυνη πληροφόρησης της ’Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR) στον προσφυγικό καταυλισμό των Ροχίνγκια Cox’s Bazar, στο Μπαγκλαντές, δήλωσε στο IPS ότι ο οργανισμός έχει να λάβει επί του παρόντος 83,7 εκατομμύρια δολάρια μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2018 για τη χρηματοδότηση ανθρωπιστικών επιχειρήσεων. Τον Μάρτιο, ο ΟΗΕ και οι εταίροι του θα ξεκινήσουν ένα Κοινό Σχέδιο, το οποίο θα καθορίζει τις ανάγκες χρηματοδότησης για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες και τις κοινότητες υποδοχής των Ροχίνγκια, για την περίοδο των 10 μηνών μέχρι τα τέλη του έτους.
Όσον αφορά τη διαδικασία επαναπατρισμού, η Gluck λέει ότι «πολλοί πρόσφυγες που κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές υπέστησαν σοβαρή βία και τραυματισμούς. Μερικοί έχουν χάσει τους αγαπημένους τους και τα σπίτια τους έχουν καταστραφεί. Κάθε απόφαση επιστροφής στη Μιανμάρ πρέπει να βασίζεται σε μια ενημερωμένη και εθελοντική επιλογή. Τρία στοιχεία ασφάλειας – φυσικά, νομικά και υλικά – πρέπει να πληρούνται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η επιστροφή είναι εθελοντική και βιώσιμη». «Ενώ η UNHCR δεν συμμετείχε στη διμερή συμφωνία μεταξύ Μιανμάρ και Μπαγκλαντές, είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με την κοινή ομάδα εργασίας και να διαδραματίσουμε εποικοδομητικό ρόλο στην εφαρμογή των όρων της συμφωνίας σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα».
Η ίδια προσθέτει ότι ενώ οι αριθμοί των προσφύγων έχουν μειωθεί σημαντικά, οι ανάγκες τους παραμένουν επείγουσες για τρόφιμα, νερό, στέγη και υγειονομική περίθαλψη, καθώς και υπηρεσίες προστασίας και ψυχοκοινωνική βοήθεια. «Οι περιοχές στις οποίες διαμένουν οι πρόσφυγες είναι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες. Υπάρχει ο κίνδυνος εμφάνισης λοιμώξεων. Και, καθώς πλησιάζουν οι εποχές των βροχών και των μουσώνων, ανησυχούμε πολύ για το πώς θα επηρεαστεί αυτός ο πληθυσμός που ζει σε επισφαλείς συνθήκες. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες συνεργάζεται με τους εταίρους για την προετοιμασία και την ελαχιστοποίηση αυτών των κινδύνων».
Ανεξάρτητα όμως από τα πόσα «κιτ» βοήθειας και πρόχειρης στέγης καταφέρει να μοιράσει ο ΟΗΕ στους εκτοπισμένους Ροχίνγκια, το βέβαιο είναι πως αν δεν δοθεί ριζική λύση που να εξασφαλίζει την επιστροφή στην γη τους, τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματά τους και ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, ο επόμενος εκτοπισμός ή, ακόμη χειρότερα, η πιθανή γενοκτονία, θα παραμένουν ως εφιαλτικά σενάρια.
Πηγή: tvxs.gr