Ο άστεγος εργάτης στον πορτοκαλεώνα της Ασσίνης | Του Κωνσταντίνου Μπούρα
Ο άστεγος εργάτης στον πορτοκαλεώνα της Ασσίνης | Του Κωνσταντίνου Μπούρα
Τι θέλουν να μου πουν δυο μαύρα περιστέρια που κάθησαν στο παραθύρι του γραφείου μου και δεν φεύγουν ώρα πολλή; Όταν οι υπάλληλοι φεύγουν και το μεταλλικό γυάλινο κτήριο στο κέντρο της μεγαλούπολης αδειάζει, με επισκέπτονται διάφορα πτηνά, πολλά είναι της φαντασίας μου, αλλά ετούτα εδώ είναι πραγματικά, με σάρκα και οστά. Τσιμπολογούν σπόρους σουσαμιού από το κουλούρι Θεσσαλονίκης που καταβρόχθισα το πρωί, ξεψειρίζονται, με κοιτούν με το ένα μάτι πλαγίας, φιλιούνται, ερωτοτροπούν κι έπειτα βαριούνται… Μόλις πέταξαν, έφυγαν μακριά, με το που άρχισα να χτυπάω τα πλήκτρα σα να είναι κομπρεσέρ. Θα τους ρίξω λίγους σπόρους σιναπιού ή λιναριού που έχουν ξεμείνει στο συρτάρι από κάποια απόπειρα βοτανοθεραπείας που δεν κράτησε πολύ, ως συνήθως…
Ας επανέλθουμε λοιπόν στην ιστορία μας: ο άστεγος εργάτης από το Πακιστάν ζούσε στην Ελλάδα δέκα χρόνια τώρα και στην Αργολίδα πέντε. Είχε περάσει με τα πόδια από την Ασία στην Ευρώπη, όχι γεφυρώνοντας τον Βόσπορο μήτε καβάλα σε κανένα μυθικό τέρας. «Τρεχάτε ποδαράκια μου», αυτό ήταν όλο. Από διώκτη σ’ άλλο διώκτη, τη μια φυγή αμέσως άλλη τη διαδεχόταν. Δάσκαλος στην πατρίδα του, σε δημοτικό σχολείο. Ήξερε κάτι κουτσο-αγγλικά κι ελάχιστα γαλλικά, τουριστικά σχεδόν. Τα ελληνικά τα έμαθε δύσκολα, αλλά τώρα τα μιλάει «φαρσί». Τι τον έκανε να διαλέξει την Ελλάδα σαν χώρα της Επαγγελίας, και μάλιστα την Αργολίδα, δυο βήματα πέρα από το κάστρο της Ασίνης και τους λεηλατημένους θολωτούς τάφους στα πρανή του; «Μα ένα βιβλίο με χαρακτικά του δέκατου ένατου αιώνα», μου αφηγείται με ευφράδεια περισσή και μια μουσική στην έκφραση σαν του Παπαδιαμάντη.
«Εκεί είδα πρώτη φορά πορτοκάλι, με τα λουλούδια και το κοτσάνι του, αργότερα τα φύλλα και τέλος όλη την πορτοκαλιά και το ερωτεύτηκα αμέσως αυτό το δέντρο το βαρυφορτωμένο. Δίπλα σε αυτή την ευτυχία θέλω να ζω, σκέφτηκα, κι αποφάσισα να κυνηγήσω το όνειρό μου. Τα παράτησα όλα πίσω. Δεν είχα και τίποτα. Πάντρεψα τις αδελφές μου. Είχα μείνει ορφανός κι από τους δύο γονείς. Μόνο ένα λεξικό πήρα μαζί μου. Κι αυτό ήταν όλο. Ήρθα εδώ. Στην αρχή έκανα δουλειές στον κάμπο της Θεσσαλίας, σκληρές δουλειές αγροτικές, αλλά δεν με πείραζε. Μέναμε όλοι μαζί σε μια καλύβα, “γεωργική αποθήκη” τη είχαν βαφτίσει, όμως είχε απ’ όλα: και κουζίνα με φιάλη υγραερίου και τρεχούμενο νερό και πηγάδι, μόνο ηλεκτρικό δεν είχε, όμως ποιος νοιαζόταν για τέτοιες λεπτομέρειες; Μόλις μάς διώξαν από εκεί – μη με ρωτάς πώς και τί, πάντα έρχεται κάποιος και σε διώχνει, αυτή είναι η μοίρα μου, το έχω συνηθίσει… μετακομίσαμε σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όλοι μαζί, για το φυστίκι της Αίγινας, για τις ελιές της Κρήτης, για τα καρπούζια της Ζαχάρως, στην Ηλεία, ξέρεις, για τις φράουλες της Μανωλάδας, αυτό ήταν το χειρότερο… μην ξαναφάς ποτέ αυτό το πλαστικό πλέον φρούτο. Δεν ξέρεις με τι τα ποτίζουν. Τα καημένα τα φυτά! Τέλος καταλήξαμε εδώ, λίγοι από εμάς, στους πορτοκαλεώνες της Αργολίδος.
Εγώ ήμουνα πάντα εργατικός, δουλευταράς όπως με λένε, συμπαθητικός, γλυκομίλητος και χαμηλοβλεπούσης, δεν σήκωνα το κεφάλι να κοιτάξω τη γυναίκα του άλλου στα μάτια. Έτσι με αγάπησαν και με κράτησαν κάτι καλοί νοικοκυραίοι να τους προσέχω το χτήμα. Στην Αθήνα μένουν, αλλά έρχονται κάθε σαββατοκύριακο σχεδόν, χειμώνα-καλοκαίρι. Η κυρία είναι στρουμπουλή και γιοματούλα, σαν τις δικές μας τις πλούσιες, μελαχρινή κιόλας. Εκείνος, δεν ξέρω, μοιάζει με Ολλανδός, μπορεί και να είναι! Αρνήθηκα να πάρω τα κλειδιά του πέτρινου σπιτιού. Μένω έξω στον κήπο. Έχω φτιάξει ένα δεντρόσπιτο πάνω σε γέρικο πεύκο, μπορεί να είναι και κυπαρίσσι, δεν ξέρω. Μπα, μοιάζει με κέδρο, εσύ τι λές; Πού να ξέρεις; Μα καλά, εσύ πού γεννήθηκες, πώς μεγάλωσες, εννοώ “πού μεγάλωσες”; Μέσα στον Παρθενώνα; Στην Ακρόπολη;
Οι Καρυάτιδες σε βυζάξανε; Αστειεύομαι, μην με παίρνεις στα σοβαρά. Δεν μιλάω καλά τα ελληνικά. Μην με ξεσυνερίζεσαι. Μερικές φορές πετάω φράσεις που μπορεί να είναι προσβλητικές. Αλλά έτσι είναι… δεν πειράζει… όλα καλά, κολέκα! Δεν ξέρω τι πάει να πει αυτό, αλλά το άκουσα εδώ, από κάτι άλλους εργάτες, Έλληνες! “Αχ, τι να κάνεις μάρα μου, αυτά έχει η ζωή για τους κυνηγημένους”, μου έλεγε μια γριά γειτόνισσα που της λείπαν όλα της τα δόντια. Τι πάει να πει μάρα μου; Ούτε αυτό το ξέρεις; Μα τι είσαι εσύ; Ποιος είσαι; Συγγραφέας, σου λέει μετά. Δημοσιογράφος. Κουραφέξαλα. Στην Ελλάδα κανείς δεν διαβάζει. Μόνο εγώ… Αλλά όταν ανθίζουν οι πορτοκαλιές τρελαίνομαι από τη μυρουδιά, κλείνω τα μάτια, ξαπλώνω στο σανίδι μου κι ονειροπολώ…
Όχι ότι βρίσκομαι βεβαίως στην πατρίδα, αλλά σε ένα καταπράσινο λιβάδι, με τρεχούμενα νερά και παγόνια κι ούτε μια υποψία από σκουπίδι. Και παντού ανθίζουν όλων των ειδών τα φυτά και τα οπωροφόρα δέντρα. Καλά είναι κι εδώ. Δεν λέω. Το έχω συνηθίσει. Εδώ θα θαφτώ. Μέσα σε έναν από αυτούς τους λαθραίους τάφους. Και θα τους αφήσω ευχή και κατάρα να με σκεπάσουν με λουλούδια και φύλλα πορτοκαλιάς. Όχι, δεν είμαι ποιητής ούτε ήθελα να γίνω. Δυστυχισμένος είμαι. Ξέρετε κανέναν που να φροντίζει το θάνατό του πιότερο κι από τη ζωή και να είναι στα καλά του; Όχι, πείτε μου. Όταν είμαι ευτυχισμένος, ελάχιστες φορές, έτσι χωρίς λόγο, εκείνες τις ώρες θα ήθελα να είμαι αθάνατος και να ζήσω εδώ για πάντα και ν’ ακούω τα πουλιά, τα τζιτζίκια, να με τσιμπάν οι μέλισσες, κι οι οχιές ακόμα, οι σκορπιοί, οι ταραντούλες, δεν με πειράζει… Τον θάνατο, δικέ μου, τον κουβαλάς μέσα σου. Κι αν δεν τον κουβαλάς τίποτα δεν μπορεί να σου φορτώσει κανείς στη ράχη!».
Τον άφησα να παραληρεί κι έφυγα. Είχα κι άλλους σπόρους να ρίξω έξω από το παράθυρο της φυλακής μου. Σαράντα χρόνια ακόμα και θα έπαιρνα σύνταξη. Όσο μικρή κι αν ήταν, θα αποφυλακιζόμουνα και θα κοιμόμουνα στο δενδρόσπιτο του Πακιστανού… αν είμαι ζωντανός ακόμα. Κι αν ο ίδιος βεβαίως δεν είναι ακόμα εκεί. Μπα, δεν πιστεύω. Κουρασμένο κορμί, αργασμένο. «Θα πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». Θα τον βρούνε νεκρό στον ύπνο του, λιποθυμισμένον από την τόσην ευωδιά.
Κωνσταντίνος Μπούρας