Ο μαέστρος, διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη

Στο βιβλίο του Δημήτρη Δαμασκηνού: «Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας. Ένα δοκίμιο-μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη», γίνεται αναφορά στη συλλογή διηγημάτων «Βουρκωμένες μέρες» 1 που εξέδωσε στην Αθήνα ο Μενέλαος Λουντέμης το 1953. Όπως είναι γνωστό, η συλλογή αυτή, το 1956, στάθηκε η αφορμή, μετά από εννέα χρόνια εξορίας, ο Μενέλαος Λουντέμης να μεταφερθεί από τους δεσμώτες του ετοιμοθάνατος από τις κακουχίες και το ξύλο στην Αθήνα για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο σ΄αυτό το έργο αναφερόταν σε «…. προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας…».
Για τη συλλογή διηγημάτων: «Βουρκωμένες μέρες» γράφει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Δαμασκηνός στο βιβλίο του: Οι «Βουρκωμένες μέρες» είναι μια συλλογή κειμένων, που διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο πλαίσιο, το πλαίσιο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και του εμφύλιου που ακολούθησε. Ο συγγραφέας ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο, στον κόσμο του μίσους, της αγάπης, της προσμονής. Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ’ ένα ατέλειωτο «γιατί». Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μες στις φυλακές και στις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως κι ελπίδα. Ένα τέτοιο ήθος καταγράφει και ο Μάνος Ζαχαρίας στην μικρού μήκους ανθρωποκεντρική ταινία του, «Πρωινό Δρομολόγιο» που βασίζεται στο διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη, γυρισμένη το 1959 2.
Tο διήγημα ο «Μαέστρος» έχει ανάλογο θέμα, μα λόγω έκτασης δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο: σ’ αυτό ο βασανιζόμενος αγωνιστής δε λυγάει, η αγωνία και η παραδοχή της ήττας αλλάζει στρατόπεδο:
«Ο μαέστρος βγήκε απ’ το παράθυρο και πέταξε τη μύξα του. Την τίναξε με το χέρι να ξεκολλήσει, έτσι όπως διώχνεις ενοχλητική κάμπια που κόλλησε στο κρέας σου. Κείνη αιωρήθηκε για λίγο στον αέρα σαν ξεφτίδι κι έπεσε πλαταγίζοντας στο τσιμέντο. Ύστερα ξαναγύρισε μέσα. Το φαί φρεσκοσερβιρισμένο τον περίμενε αχνιστό αχνιστό να το καταβροχθίσει. Έβηξε και άπλωσε το χέρι του στο πιάτο. Είχε διαλέξει με το μάτι ένα πλατάρι και τώρα το κρατούσε μπρος στη μύτη του και το περιεργαζότανε. Ωραίο ήταν, λαχταριστό. Έτριξε μια δυο τα δόντια του και τα ’μπηξε με βογγητά μέσα. Το σαγόνι του γέμισε παχύ λίπος. Άλεθε όμως καλά. Οι μασέλες του ανεβοκατέβαιναν σαν μύλος του ρυζιού κι έλιωναν τα κρέατα γενναία. Ήταν καλοθρεμμένος και γερός σαν σαρκοβόρο. Η δημιουργία μπορούσε να τρίβει τα χέρια της από περηφάνια για λογαριασμό του. Κατάπιε… Ήταν μια αξιοσημείωτη πράξη η καταποσιά του. Η μπουκιά κατέβηκε από τον οισοφάγο του σαν έμβολο. Ύστερα, ο μαέστρος, χτύπησε τη γλώσσα του απανωτά και σήκωσε το ποτήρι. Ένα στυφό μπρούσκο, ένα από κείνα τα θυμοειδή ελληνικά κρασιά, άφριζε ανυπόμονο μες στο ποτήρι. Το ’πιε κι έκλεισε τα μάτια. Είχε πλύνει καλά καλά το λίπος του και ξαναχτύπησε τη γλώσσα. Μετά άπλωσε με ηδονή το χέρι και λασκάρισε τη ζωστήρα του μια δυο ακόμη τρυπίτσες.
Και τότε πια αποφάσισε να σηκώσει επιτέλους τα μάτια του και να τον ξαναδεί. Στεκόταν κείνος πάντα εκεί αντίκρυ του ακίνητος. Σταχτής, με ρουφηγμένα ζυγωματικά, αλλόκοτος ξενύχτης με κομμένα πυρετικά μάτια, να δαγκάνει μερόνυχτα τη βρισιά, που μέρες πάλευε να ξεφύγει από τα δόντια του. Ο μαέστρος τον έψαχνε, ίνα προς ίνα, για να βρει που ήταν κρυμμένη αυτή η σιδερένια δύναμη που τον κρατούσε ορθό όλες αυτές τις μέρες. Μέρες ανιστόρητης πείνας. Δίψας. Μαρτυρίου. Πού ήταν –πού στο διάολο ήταν τέλος πάντων κρυμμένη- αυτή η σκύλα η δύναμη! Παραλίγο να χάσει την υπόληψή του μαζί του. Να τα βροντήξει όλα κάτου και να παραιτηθεί. Να σκύψει το κεφάλι και να ομολογήσει την ήττα του. Ποιος; Αυτός, ο αλάθευτος, ο ανίκητος, ο Σκοθαράς, ο «μαέστρος»; Ο μαέστρος, το ’λέγαν όλοι! Αυτός, που μπορούσε να κάνει και τ’ άψυχα αγάλματα να τους λυθούν τα γόνατα και να πέσουνε κάτω και να κλαίνε σαν κουτάβια.
Δυο μέρες διορία τους είχε ζητήσει, και να τους τον στείλει πίσω «Μαρία Μαγδαληνή». Να τους τον στείλει σερνάμενο σαν γουστέρα. Και να, σήμερα κλείνουνε οι πέντε. Κι αυτός δε λέει να «σπάσει». Και τώρα; Με τι μούτρα θα ’βγαινε στο δρόμο. Πως θα φούσκωνε μες στην κουναβιά του στολή και με τι αέρα θα ’κανε τις «αιμοβόρικές» του τσάρκες; Εδώ για μιαν υπόληψη –που λέει ο λόγος- ζει ο άνθρωπος. Αν ξεκινούσε τώρα και τραβούσε απάνου, στο τελευταίο πάτωμα, χτυπούσε την πόρτα και… «παρδόν… τους έλεγε, έπεσα όξω, δεν λυγάει», με τι μούτρα θα ξανακατέβαινε στην πιάτσα; Τι την έκανε λοιπόν την αξιάδα του και τη μεγάλη του επιστήμη; Όλα πήγαν έτσι, στα πουφ;
Χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι:
-Λοιπόν;…
Το λίπος έσταζε απ’ το σαγόνι του, ανακατωμένο με το κρασί. Έριξε μια ματιά στο στόμα του αλλουνού. Το αίμα που του είχε χύσει το πρωί πήρε τώρα να ξεραίνεται.
-Λοιπόν;… ξανάκανε και χλιμίντρισε μ’ ένα γέλιο πηχτό. Θα μιλήσεις;
Μιλάει η πέτρα; Μίλησε ποτές ο όρθιος στύλος; Άλλο τόσο ήταν βολετό να μιλήσει κι αυτός. Όλα τα τερτίπια του τα είχε κάνει. Επιστήμες μεγάλες, βγαλμένες όλες απ’ το θηλυκό του κεφάλι. Χορτάτος, νηστικός, κοιμισμένος, ξύπνιος, μ’ αυτόν πάλευε. Νερό ήθελε να πιει ο κ. Σκοθαράς; Έστελνε και τον ανέβαζαν από τα έγκατα, σαράντα σκαλιά μπουντρούμι, και τον έστηνε εκεί αντίκρυ του, να τον καμαρώσει πώς γεμίζει το ποτήρι, πώς πίνει και πώς ρεύεται. Φαγοπότι είχε; Ο πρώτος καλεσμένος του ήταν αυτός. Δυο σερβίτσια στο τραπέζι. Έτρωγε αργά, σιγά, με ευφροσύνη, και τον έβαζε αντίκρυ του ολόρθο να τον παρακολουθεί. Και μετά, σαν τον ξανακατέβαζαν νηστικό, τσακισμένο στο μπουντρούμι… σοφά, παρατεταμένα μαρτύρια άρχιζαν και κρατούσαν ως τα μεσάνυχτα.
-Θα μιλήσεις, ρε; Θα κρυώσει το φαϊ σου.
Έδειξε δεξιά. Ένα τσίγκινο πιάτο άχνιζε φορτωμένο κρέατα. Δίπλα η καράφα άστραφτε μες στους κόκκινους ιριδισμούς της.
-Έλα, γιατί θα το πελεκήσω εγώ. Λέγε. Θα μιλήσεις;
Πάλι η βρισιά έκανε να χιμήσει απ’ το σπασμένο στόμα. Πάλι έκανε να ξεμυτίσει το κεφαλάκι της σαν οχιά, μα τη δάγκασε με πείσμα.
-Δε σε νοιάζει; Καλά. Καλή μου όρεξη.
Σέρνει και το δεύτερο πιάτο κοντά του και δίνει την πρώτη δαγκωσιά. Ύστερα αποφασίζει ν’ αλλάξει πολιτική. Στην τσέπη του είχε τις ‘πολιτικές’ και τις έπαιζε σαν τραπουλόχαρτα. Τώρα πήρε το ύφος του συμβουλάτορα. Έπαιξε το χέρι του σαν κονδυλοφόρο το κόκαλο και τον κοίταξε ‘πατρικά’. Μια υγρή συμπόνια του έβρεξε τα μάτια.
-Ρε συ! μα που να πάρει ο διάλος! Τι ’ναι μωρέ και κάνεις έτσι; Να… βρε. Ένα τίποτα, μια τζίφρα. Τη σέρνεις και μπουζουριάζεις ως το βράδυ. Πέντε μέρες, ρε, σε ξουρίζει η πείνα. Πόσο θα κρατήσει; Σήμερ’ αύριο τα κακαρώνεις. Ε;… Τι λες; Θα σε φάει το ‘στείρον πείσμα’, μωρέ! Δε βλέπεις πώς εκατάντησες; Σαν ζουριασμένο γατί.
Στάθηκε λίγο για να χαρεί άλλη μια φορά το δεινό τάλαντο της ρητορικής του. Ν’ αναπολήσει τα χρυσά έπη που έβγαιναν απ’ το στόμα του και τον έκαναν ονομαστό σ’ όλα τα σύρματα και σ’ όλα τα αναμορφωτικά ανθρωποστάσια. Κατόπι κάθισε το σαγόνι στη γροθιά του και βάλθηκε να τον μελετάει ρεμβά. Είχε πια πάρει κείνος να λιώνει, ν’ ‘αδειάζει’, όπως έλεγε στην ξακουστή του γλώσσα. Ένα κεφάλι από κίτρινο κερί, μπλαβισμένο εδώ κι εκεί απ’ τις γροθιές, και κάτι ρούχα λερά, κρεμασμένα σε ξύλινο σκελετό. Είχε μια σεμνή περηφάνια ο μαέστρος που τον κατάντησε έτσι, έναν ενδόμυχο θαυμασμό. Αυτή η ζαβλακωμένη εκεί αντίκρυ του ύπαρξη, αυτό το θειαφένιο σκιάχτρο που μόνο σωπαίνει και βλέπει, όλο κείνο το ψηφιδωτό αριστοτέχνημα από κόκκινες πινελιές και μοβ λεκέδες ήταν έργο του, δικό του. Παινάδι και πλαστούργημα του σοφού του μερακιού.
Η δεσποτική συμπόνια ανέβηκε ξανά στο στόμα του, ζεστή σαν χόβολη .
-Θα πεθάνεις, ρε. Να, χύθηκες ολάκερος. Για μια ‘δυσανάγνωστη’, μωρέ, πας να χάσεις τα νιάτα σου;
Ξαναστάθηκε.
-Λοιπόν; Θα τη βάλεις; Λέγε. Μίλα, βρε! Θα μιλήσεις;… όχι. Ε, να, μάπα!!
Το κόκαλο έφυγε με δύναμη και χτύπησε το μπράτσο τ’ αλλουνού… Ακούστηκαν καθαρά δυο κόκαλα να χτυπούν το ’να πάνω στ’ άλλο και κατόπι το ’να έπεσε στο πάτωμα.
-Τότε, το τρώγω!
Τράβηξε ξανά κοντά του το πιάτο και ξεκούμπωσε το αμπέχονό του. Η γλώσσα του χτύπησε στον ουρανίσκο σαν χαστούκι. Ο άλλος δοκίμασε να καταπιεί, μα κάτι ξερό έγδαρε το λαιμό του, σαν να κατάπινε σπασμένα γυαλιά.
Τον είδε και η μούρη του φωτίστηκε από αγαλλίαση.
-Χε χε! έκανε. Και χτένισε με τα δόντια του ένα δεύτερο κόκαλο. Ύστερα το χούφτωσε με το χέρι και το ρουφούσε σαν κλαρίνο.
Έτρωγε και το μάτι του τον παραμόνευε. Είχε τώρα την κρυφή ελπίδα ότι από στιγμή σε στιγμή θα παραδινότανε. Θα ’κανε δυο κλονισμένα βήματα και θα ζητούσε την πένα.
Πέταξε απ’ το παράθυρο το γλειμμένο κόκαλο και σήκωσε τα μάτια.
-Αν σου περνάει απ’ το νου ότι θα σε ταϊσω τζάμπα, σβήσ’ το. Θα μου τη ζωγραφίσεις πρώτα εδώ με περικοκλάδες κι ύστερα θα κάτσεις στο τραπέζι σαν πασάς. Λοιπόν, λέγε. Θα τη σύρεις;… Καλάααα… Όπως αγαπάς. Εγώ θα την τυλώσω κι εσύ παράσταινε όσο θέλεις τον Ιησού Χριστό.
Σήκωσε ξανά την καράφα. Το κρασί έπεσε σαν μικρός καταρράχτης στο ποτήρι. Οι χαντρίτσες του άφρισαν με μια ψιθυριστή φλυαρία κι ύστερα άρχισαν να σπάνε. (‘Διψώ…’, βόγκηξε ξανά η ύπαρξή του όλη). Ο μαέστρος ρεύτηκε σαν χορτάτος σκύλος.
-Να τι χάνεις!
Κείνος κατάπιε ξερά. Και ξανά πόνεσε. Ένα πριόνι ανεβοκατέβηκε στο λαρύγγι του.
Κείνη την ώρα η κουναβιά στολή σάλεψε. Σύρθηκε ως το παράθυρο κι έσκυψε. Στο προαύλιο κάποιος σουλάτσερνε από ώρα, σφυρώντας ένα πρόστυχο σκοπό. Ευτύς σταμάτησε. Δυο τακούνια χτύπησαν σαν να χόρευαν τσάρντας.
-Έλα πάνου! κρεμάστηκ’ η φωνή του απ’ το παράθυρο.
Η φιγούρα της τσάρντας ξανακούστηκε στο προαύλιο. Τα καρφιά της αρβύλας του κελάηδησαν και λίγο πάνου στο τσιμέντο. Κατόπι πάψανε και βρόντηξαν στη σκάλα.
Χτύπησε η πόρτα. ‘Μπρος!’ Ένα λασπένιο πρόσωπο πέρασε απ’ το άνοιγμα και κατόπι ένα σώμα βαρύ μπήκε μέσα. Χτύπησε τα τακούνια και στάθηκε σαν ξόανο στη μέση της κάμαρας. Ο μαέστρος τον μέτρησε αυστηρά.
-Πότε παραδίνεις;
-Στις πέντε.
-Τι έκανε απ’ το πρωί αυτός; (τον έδειξε).
-Τίποτα.
-Σου γύρεψε νερό;
-Όχι.
-Του πότισες το πάτωμα;
-Αμέ! Του άδειασα ολόκληρη τη βούτα.
-Μου λες αλήθεια; Πρόσεξε θα πάω να εξακριβώσω. Δωσ’ μου το κλειδί!
-Το πήρε. Η κοιλιά του προχώρησε δυο βήματα και στάθηκε τεζαρισμένη αντίκρυ στον άλλο. Στάθηκαν έτσι αντικριστά κι οι δυο κοιλιές, η χορτάτη με την άδεια, η μια καλούπι της άλλης.
-Άκου. Για να πάω και να’ρθω θέλω ένα κάρτο. Είναι η τελευταία σου προθεσμία. Λοιπόν, να σου πω ένα μυστικό! ‘Θα υπογράψεις!’ και για να το θυμάσαι πάρε κι αυτή!
Φρέσκο αίμα χύθηκε απ’ το σπασμένο στόμα κι έβαψε το μουστάκι του κόκκινο.
-Εννόησες; Δεν έχει άλλο πράμα: Μια πιθαμή κοντύτερος ή μια πιθαμή ψηλότερος. Κρεμάλα ή κλάδεμα! Διάλεξε. Τ’ άλλα, αυτά που εσύ τα λες ‘δοκιμασία’ και τα τοιαύτα, πήραν τέλος. Εννόησες;
Ω, είχε ‘εννοήσει’. Είχε εννοήσει καλά απ’ την πρώτη ώρα που έπεσε στα χέρια τους. Το ‘ξερε ότι δε θα σταματούσαν. Ήξερε καλά ότι αυτός ο περίεργος μαέστρος δεν είχε στην απόφασή του φραγμούς, δεν ήξερε το πίσω. Κι είχε εννοήσει και τούτο: Ότι ήταν έτοιμος για όλα απ’ την αρχή. Άλλο τίποτα. Ο κόσμος από δω, είχε βουλιάξει, είχε κοπεί σέρνοντας το φως του κατά την άβυσσο. Το ’χε καταλάβει κι αυτό καλά. Κι άλλο τίποτα. Ο θάνατος αντίκρυ του γελούσε περιπαιχτικά πέντε ολάκερες μέρες. Είχε σταθεί τόσο κοντά, που τον άγγιζε η κρυάδα του· μα το τελευταίο βήμα δεν το ’κανε. Τα ’χε ‘εννοήσει’ όλα καλά. Και, λοιπόν, περίμενε.
Το λασπένιο μούτρο, που λίγο πριν χόρευε την τσάρντας, σαν έμεινε μόνος μαζί του, άρχισε να τον μελετάει με γλυκό χαρούμενο γελάκι.
-Χμ… Για κοίτα. Εγώ δεν ξέρω πολλά γράμματα, μα τα ξέρω όλα που θα τραβήξεις. Πρώτον θα σου φορέσουνε το σιδερένιο φεσάκι, κείνο ντε που χτυπάει τις ώρες – θα σ’ ανεβάσουνε σ’ ένα σκαμνάκι να δεις την πόλη. Κι ύστερα… Κλοτσιά στο σκαμνάκι και γίνεσαι ‘λουκάνικον του αέρος’. Διψάς; Σώπα! Τώρα που θα σε κατεβάσω σου ’χω έτοιμο τ’ αλατόνερό σου. Αν δε σ’ αρέσει… Η μερίδα το κατουράκι σου σε περιμένει από ψες. Με το παρδόν, μια στιγμής… με φωνάζουνε.
Προχώρησε δυο βήματα και πρόβαλε απ’ το παράθυρο:
-Διαταγάς!
-Φερ’ τονε!’ άκουσ’ από κατω.
-Αμέσως! έκανε πρόθυμη η φωνή του. Κατόπι γύρισε μέσα και του άγγιξε τον αγκώνα:
-Πάμε, αγόρι μου.
Ήξερε τι ήταν κάτω. Μια αιώνια νύχτα φορτωμένη βαριές απόπνοιες, ένας τάφος πνιγερός, τα βαθιά έγκατα του κόσμου, όπου φώναζες κι η φωνή σου γύριζε πίσω τσακισμένη. Ο Άδης ο ίδιος, πιο μαύρος κι απ’ τον εαυτό του. Όπου το φως δεν κατέβηκε ποτέ. Κι όπου μόνο αληθινοί μάρτυρες και μόνο αληθινοί δήμιοι κατέβηκαν.
-Έλα, αγόρι μου…
Βγήκαν στο διάδρομο. Αδιατάρακτη σιγή βασίλευε παντού. Μονάχα μια μηχανούλα κακάριζε κάπου μακριά και γεννούσε στο χαρτί τα μικρά γράμματά της. Φτάσανε στο πλατύσκαλο. Από κει άρχιζε η σκάλα για την άβυσσο. Από κει τα βήματα πέφτανε βαριά, βουερά, σαν πέτρες σε σπήλαιο. Το σκοτάδι πήχτωνε… πήχτωνε… Κι άλλα βήματα αντηχούσαν από κάτω. Ο ‘μαέστρος’ ανέβαινε. Το άφεγγο υπόγειο έστελνε ψηλά τον άνθρωπό του.
Κάποτε οι δυο τους αντικρίστηκαν. Ίσα ίσα τη στιγμή που μια λουριδίτσα φως, γλιστρώντας από κάποια σκάρα του δρόμου, χύθηκε στο υπόγειο. Ήταν σαν ένας γλυκός αποχαιρετισμός, σαν μια νίκη. Η ζωή άπλωνε το χέρι της να τον χαιρετήσει. Η ζωή, καθώς κατέβαινε στον Άδη, τον ανακάλυψε και τον έρανε με μια σταλαγματιά απ’ την ανοιξιάτικη μέρα της.
Η αχτίδα στην αρχή στάθηκε στο μέτωπό του σαν διάδημα. Ύστερα προχώρησε κατά το σπασμένο στόμα και του φίλησε τα αίματα.
Ο ‘μαέστρος’ στάθηκε άφωνος. Στάθηκε πιο πίσω κι ο φρουρός. Κάτι περίμεναν. Τώρα.. Τώρα θ’ ανοίξει το στόμα. Τώρα θα μιλήσει. Τώρα, αν είδε που κατέβαινε. Τώρα, που του έδωσε σινιάλο η ζωή… Τώρα, που είδε τι έχανε, τι άφηνε… Τώρα θα τσάκιζε, θα ’σπαζε, θα ’λεγε ‘τα παραδίνω’… Σίγουρα!
Η αχτίδα αιωρήθηκε σαν κλωστή. Να το! Η ζωή του έριξε το σκοινάκι της να τον τραβήξει… Να τον τραβήξει απάνω… Απάνω. Στο φως, στον αέρα… στο νεράκι… στο ψωμί… στον έρωτα!…
Ναι. Αυτή ήταν η κρίσιμη στιγμή… Το λουσμένο στόμα κινήθηκε, υψώθηκε σαν ράμφος πουλιού που ποτίζεται. Κι ύστερα –τι ξαφνικό! Τι αναπάντεχο ήταν τούτο; -γέλασε!
Ο μαέστρος κέρωσε. Τα γερά του γόνατα άρχισαν να λυγάνε. Ξαφνικά πήρε να τον ‘πιάνει’ το κρασί.
Ο άλλος, αφού ήπιε το φως, ξανάρχισε τώρα να κατεβαίνει. Κι ο ‘μαέστρος’ ζάρωσε και παραμέρισε. Ζάρωσε σαν το κλοτσημένο ζαγάρι και του ’κανε τόπο. Κι όταν αντήχησε κάτω η πόρτα και μπήκε μέσα και βρόντηξαν οι αλυσίδες σαν καμπάνες… πήρε βαριά τα βήματά του κι ανέβηκε απάνω. Προχώρησε στο διάδρομο, χτύπησε μια πόρτα, μπήκε κι έστησε την κρεμασμένη κοιλιά του αντίκρυ τους, έτοιμος να σωριαστεί.
-Καλώς το Σκοθαρά. Τι τρέχει, ‘μαέστρο’;
-Τι;…
Ήταν τόσο λαβωμένη η φωνή του, που σήκωσαν όλοι ξαφνιασμένοι καταπάνω του τα μάτια… Κι ευτύς βουβάθηκαν. Κείνος ο ακυβέρνητος όγκος, που στεκόταν αντίκρυ τους, δεν ήταν πια ο Σκοθαράς, δεν ήταν ο ‘μαέστρος’, παρά μια θλιβερή κακόχυμη συμφορά.
-Τι τρέχει;… τραύλισαν κείνοι κι ανατρίχιασαν.
Σάλεψε ο ‘μαέστρος’ το στόμα του με τα μπαγιάτικα λίπη και μια βραχνή φωνή ξέφυγε αραδιάζοντας τούτα τα τρία λόγια.
-Παρδόν. Δε λυγάει. Νικήθηκα.
Και χωρίς να περιμένει απόκριση στράφηκε κατά την πόρτα…
Είχαν προφτάσει οι άλλοι, πριν βγει, να δουν τη ράχη του. Ήταν τόσο σκυφτή, που λες κι έπεσε απάνω του ολόκληρη η σειρά απ’ τα εγκλήματά του.