ο Μάρτης της…Του Μανόλη Κωνσταντάκη
Συνέβη τότε που βιαζόταν η Άνοιξη χορό να στήσει
και να σκορπίσει λούλουδα κι αρώματα,
όσα κρυμμένα φύλαγε να τα χαρίσει στα τυφλά.
Λησμονώντας τις ατέλειωτες νύχτες παγερής σιωπής
και αιχμηρών κρυστάλλινων δακρύων που την τραυμάτιζαν δέσμια.
Αγνοώντας κραυγές και ικεσίες.
Την ατέλειωτη πολική νύχτα μετρώντας παγωμένα βήματα έξω από την βαριά πόρτα,
προσμένοντας την ώρα,
χτύπο το χτύπο της καρδιάς,
μα πια δεν αργεί πολύ να λευτερωθεί, το ξέρει.
Το κάστρο του Χειμώνα λιώνει
και γίνεται δροσερά ρυάκια στων μαλλιών της τους βόστρυχους,
δειλά προβάλλουν χρώματα πλουμιστά στο φόρεμα της το αέρινο,
όπου μπουμπούκια φουσκώνουν τώρα,
έτοιμα να σκάσουν και να το στολίσουν.
Να έρθει ο ήλιος να τη πάρει από το χέρι
και τότε εκείνη να τραγουδά και να χορεύει με Έρωτες και Νύμφες
σε σκιερά ξέφωτα δασών απάτητων,
προς τιμήν της όργιο δοξαστικό,
κορμιών μπλεγμένων ηδονικά.
Ή σε λιβάδια νιοστρωμένα αγριολούλουδα και χλόη,
όπου τα Ξωτικά συνάζονται σε κύκλο
και οι μάγισσες δρέπουν καρπούς,
την Τέχνη την Αρχαία να ασκήσουν περήφανα και μυστικά.
Συνέβη τότε, σε ένα όνειρό της,
να καλπάσει στη ράχη του Λιονταριού
Μάρτη τον έλεγε
φώναζε στον άνεμο το όνομα του
νιώθοντας κάτω από τα σκέλια της
τους μύες του να τεντώνονται και να εκτινάσσονται
σε κάθε του άλμα.
Άρπαξε τη χαίτη του
«Είσαι δικός μου»
είπε.
-«Πάντα δικός σου ήμουν…»
Ο βρυχηθμός
έξω από την Πόρτα…
Ήταν εκεί ο Μάρτης της.