Ο Μίκης μιλάει για την Ικαρία
Στην Ικαρία έζησα πυκνά, βαριά και δυνατά χρόνια που χαράχτηκαν στην ψυχή μου. Το πιο βαρύ και αβάσταχτο φυσικά ήταν ότι δεν ήμουν ελεύθερος κι επί πλέον κάθε στιγμή υπήρχε μέσα μου η σκιά του φόβου για την επόμενη μέρα. Εν τούτοις όταν σκέπτομαι την Ικαρία, ένα κύμα από φως και ομορφιά με πλημμυρίζει. Τι να συμβαίνει άραγε; Η απάντηση είναι απλή: Είναι η ομορφιά του νησιού σε συνδυασμό με την ανθρώπινη ζεστασιά των κατοίκων. Με το ρίσκο που έπαιρναν για να είναι μαζί μας γενναιόδωροι, πράγμα που μας βοηθούσε όσο τίποτα άλλο να αντέξουμε την δοκιμασία. Χωρίς να φοβηθούν τους δεσμώτες μας, μας άνοιγαν τις καρδιές και τα σπίτια τους. Μας καλούσαν επίμονα να μοιραστούμε τα φτωχά υπάρχοντα τους. Σε κάθε στιγμή μας φέρνονταν σαν να ήμαστε αδέλφια και συγγενείς τους. Στο τέλος του 1948 μια φούχτα γενναίοι βγήκαν ένοπλοι στα βουνά. Ακούγαμε την βοή της μάχης κλεισμένοι στα σπίτια μας – τότε έμενα στην Ακαμάτρα – και τους θαυμάζαμε για την τόλμη τους χωρίς να υπολογίζουμε τι μας περίμενε την επομένη καθώς βρισκόμαστε ανυπεράσπιστοι στα νύχια των κοινών διωκτών μας.
Στην πρώτη εξορία στο νησί, στα 1947, είμαστε ελεύθεροι να πηγαίνουμε από το ένα μέρος στο άλλο. Έτσι μπόρεσα να δω και να ανακαλύψω τις φυσικές ομορφιές του νησιού. Ανέβηκα και κατέβηκα πολλές φορές από τον Άγιο Κήρυκο στις Οξιές. Τότε πρέπει να πούμε, ο μοναδικός δρόμος που υπήρχε σε όλο το νησί ήταν λίγα χιλιόμετρα κόκκινος χωματόδρομος. Φυσικά αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, ούτε αμάξια ή κάρα. Έπρεπε τότε να είχες γερά πόδια και καλά πνευμόνια. Από τον Άγιο Κήρυκο στον Εύδηλο με σταθμό στο Καραβόσταμο – η απόσταση αυτή για μένα ήταν τότε παιχνιδάκι και την είχα κάνει πολλές φορές. Θυμάμαι πως όταν φτάναμε στην κορυφή, τότε ξαπλώναμε με τα απέραντα πελάγη στα πόδια μας. Ποτέ ξανά δεν είδα ένα τέτοιο γαλάζιο. Ποτέ ξανά δεν ένοιωσα στο πρόσωπο μου μια τέτοια φρεσκάδα. Ο δροσερός πελαγίσιος άνεμος με μεθούσε, μου άλλαζε την διάθεση και με έκανε ανεξήγητα ευτυχισμένο. Αυτό το συναίσθημα είχα την τύχη να το ζήσω αγναντεύοντας το Αιγαίο από διαφορετικά μέρη. Τους Βρακάδες ή την Ακαμάτρα.
Μέσα στο καΐκι που μας πήγαινε στον Άγιο Κήρυκο – Εύδηλο – Αρμενιστή, μια παρέα Πειραιώτες τραγουδούσαν τον «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο», το πρώτο λαϊκό που άκουσα στην ζωή μου και με μιας όλα άλλαξαν μέσα μου. Αργότερα ακούγοντας τους συνεξόριστους από λαϊκές περιοχές κατέγραψα δεκάδες λαϊκά τραγούδια. Τα πρώτα αποθέματα λαϊκής μουσικής άρχισαν να στοιβάζονται μέσα μου. Αργότερα πρώτοι εμείς οι «Ικαριώτες» μεταφέραμε στην Μακρόνησο τα λαϊκά τραγούδια και τους λαϊκούς χορούς. Όμως δεν ήξερα ακόμα ότι την εποχή εκείνη γινόταν μέσα μου κοσμογονικές μεταλλάξεις. Από συμφωνιστής άλλαξα σε λαϊκό. Καινούρια, μυστηριώδη και άγνωστα μουσικά αποθέματα στοιβάζονταν μέσα μου, που με αφορμή τον «Επιτάφιο» άρχισαν να βγαίνουν ορμητικά παίρνοντας την μορφή των τραγουδιών.
Κι όλα αυτά ξεκίνησαν – το θυμάμαι καλά – εκείνη την μαγική μέρα που αρμενίζαμε πλάι στις ακτές της Ικαρίας – ένα καΐκι φορτωμένο αμούστακους επαναστάτες που δεν γνώριζαν τι τους επιφυλάσσει η μοίρα.
Αρμενιστής – Ράχες – Βρακάδες! Υπέροχη Φύση! Υπέροχοι άνθρωποι! Που σ’ έκαναν να ξεχάσεις πως ήσουνα ξεριζωμένος και εξόριστος και νόμιζες πως βρισκόσουνα μέσα σε συγγενείς, μέσα στην δική σου οικογένεια.
Στην δεύτερη εξορία στα 1948, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι όπου μας είχανε δεμένους δύο – δύο και που έξω από την Μύκονο κοντέψαμε να πνιγούμε στοιβαγμένοι στο κατάστρωμα μιας μικρής κορβέτας, την άλλη μέρα λίγο πιο έξω από τον Εύδηλο μας λέει ο Αλυσανδράκης, Διοικητής της Φρουράς: «Θα σας στείλω στην Δάφνη. Εκεί όλοι είναι δικοί σας.»
Σε αυτήν την εξορία οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Το σύστημα λεγόταν «πειθαρχημένη διαβίωση». Δηλαδή κλεισμένοι στα σπίτια με δικαίωμα εξόδου μόνο για να πάμε στο Τμήμα να δώσουμε ομαδικά το παρόν. Εμείς της Δάφνης έπρεπε να πηγαίνουμε όλοι μαζί (είμαστε περίπου διακόσιοι) στην Ακαμάτρα να δίνουμε το παρόν σε τρείς Χωροφύλακες που ήταν όλη και όλη η τοπική φρουρά. Μια φορά το πρωί και μια το απόγευμα. Έξω από την Δάφνη είχε μια μεγάλη πηγή με πλατάνια. Εκεί μαζευόμαστε για να ξεκινήσουμε όλοι μαζί. Στην Ακαμάτρα μας περίμεναν οι τριακόσιοι παλαιότεροι από εμάς εξόριστοι. Κάναμε βόλτες, ψωνίζαμε και μετά κατηφορίζαμε προς το χωριό μας. Αργότερα εγώ και η ομάδα μου βρήκαμε ένα σπίτι λίγο πιο έξω από την Ακαμάτρα, της κυρίας Φανής και μείναμε για λίγους μήνες πριν μας κατεβάσουν όλους στον Εύδηλο, τελευταίο σταθμό πριν από την Μακρόνησο.
Ξαναγύρισα στην Ικαρία πριν λίγα χρόνια και μάλιστα διηύθυνα την ορχήστρα μου και τραγούδησα μαζί με το κοινό – όπως κάνω πάντα. Όμως αυτή την φορά ένοιωθα διαφορετικά. Σαν να ξαναγυρνούσα σε μια μήτρα που με ξαναγέννησε… Τούτη την φορά μπόρεσα να δω το νησί με άλλα μάτια. Δεν υπήρχε πια το αλλοτινό άγχος. Ο αλλοτινός φόβος… Και είδα μια Ικαρία εκατό φορές ωραιότερη. Θεέ μου, είπα μέσα μου, τι ομορφιά είναι τούτη!
Ναι η Ικαρία είναι ένα νησί θεϊκό. Φτιαγμένο από θεούς για να την κατοικούν οι αγαπημένοι των θεών. Έτσι εξηγείται αυτό το βαθύ αίσθημα πληρότητας κάθε φορά που θα φέρω στην σκέψη μου την Ικαρία.
Αθήνα 10.5.2003
Μίκης Θεοδωράκης
Υ.Γ. Ευχαριστούμε τον συμπατριώτη Δημήτρη Λιγνό για τον “δανεισμό” αυτού του κειμένου.
ΠΗΓΗ: ikariaki.gr