Ο μονόλογος του Κρόνου

Μια αλληγορία για τη σχέση της ανθρωπότητας με τον χρόνο, για το τέλος των αφηγήσεων και το πύργωμα της Ιστορίας, όχι πλέον σε αέναους φωτεινούς κύκλους, αλλά σε κουραστικές, οδυνηρές ευθείες· για τον Κρόνο-Χρόνο και τη μανία των ανθρώπων να τον διαιρούν σε μεγάλα ή λιλιπούτεια κομματάκια, για το βάρος του, που οι «θεοί» απίθωσαν έξυπνα στους ώμους μας, ως αντίδωρο για τα θεμέλια της πρώτης αληθινής πόλης.
Τελικά, κοιτάζω τα παιδιά μου και τα βλέπω να μεγαλώνουν με την ίδια κι απαράλλακτη αυταπάτη: ότι αυτοί είναι κάτι ξεχωριστό, ότι αυτοί είναι η ελπίδα του μέλλοντος, ότι αυτοί προορίζονται για κάτι μοναδικό κι ανεπανάληπτο.
Και σκέφτομαι ότι αυτός ο Δίας καλά τα κατάφερε. Τους έπεισε όλους ότι είναι τόσο ξεχωριστοί, που ξέχασαν να ζουν με τους άλλους, ξέχασαν γιατί, υποτίθεται, τους έτρωγα.
Με απεικόνισαν σαν τέρας, για να βεβαιώσουν τις μέλλουσες γενιές ότι καλά έκανε και μου γέμισε πέτρες το στομάχι. Μα από τότε που με ξεγέλασε, τα πράγματα δεν φαίνονται να πηγαίνουν όπως θα ταίριαζε στο φυσικό νόμο. Οι πάντες πασχίζουν για τη δυστυχία τους. Βουλιάζουν στη λάσπη, υποφέρουν από τον αέρα που φυσά, υποφέρουν από τον ήλιο που καίει, πονάνε τα κόκκαλά τους από την υγρασία. Η άνοιξη τούς φέρνει αλλεργίες.
Ποιός θα πίστευε πια, ό,τι παλιά η γιορτή του Κρόνου ήταν υπενθύμιση της ελευθερίας; Ότι ήταν η πιο μεγάλη γιορτή που συμμετείχαν κι οι δούλοι κι οι ρόλοι αντιστρέφονταν; Ποιός θα το πίστευε άραγε; Και τώρα πιστεύουν στους υιούς των θεών. Λατρεύουν τη νεότητα, αλλά δεν ξέρουν τί να την κάνουν. Την κολακεύουν, μόνο και μόνο για να της ρουφάνε την ενέργεια, την ορμή και τη δύναμη.
Η νεότητα, συχνά, είναι ένα βέλος που δεν ξέρει που να κατευθυνθεί. Αν δεν είσαι, επί της ουσίας, εκεί πλάι της, τη μετατρέπεις σε βέλος χαμένο, σπασμένο και σπαταλημένο. Το μόνο σου όπλο να μείνεις ζωντανός, αν δεν το κατευθύνεις, θα σπαταληθείς κι εσύ μαζί του. Κι εσύ ο πιο παλιός στη ζωή δεν ξέρεις που να κοιτάξεις. Κάθεσαι και λατρεύεις τη νεότητα. Την κρατάς από τα μαλλιά και δεν την αφήνεις να βγάλει φτερά. Της επιτρέπεις να σπαταληθεί για άλλη μια φορά. Επειδή δεν ξέρεις κι εσύ την κατεύθυνση. Επειδή υπήρξες, επίσης, μια σπαταλημένη νεότητα, νομίζεις πως με το να κυνηγάς τη νεότητα των άλλων, θα προλάβεις κάτι, αντί να μάθεις πώς να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος.
Αυτόν τον φαύλο κύκλο προσπάθησα να σταματήσω. Όταν με σκότωσαν, άρχισε ο χρόνος να μετράει. Άρχισαν όλα να διαιρούνται. Κι όταν υπάρχει διαίρεση, εμφανίζεται και η σύγκριση. Κι όλοι παραπλανούνται. Κι ενώ είναι συνδεδεμένοι, νομίζουν πως γίνονται καλύτεροι ή χειρότεροι. Συγκρίνουν διαρκώς και ανταγωνίζονται.
Η ιστορία όμως ξεκινάει από παλιά. Κάποτε, γεννήθηκε στα μυαλά των ανθρώπων η ιδέα να διαλέξουν. Δεν ξέρω ποια είναι η φύση τους, πάντως αυτό το ερώτημα που έχει κατακλείσει τον κόσμο, για το αν είναι καλός ή κακός ή αν ο άνθρωπος, είναι από τη φύση του καλός ή κακός είναι σαν ένα θολό τζάμι μπρος στα μάτια σας. Είναι μια αυταπάτη. Μια παράλογη εμμονή της ανθρωπότητας για το που πρέπει να πάει.
Προσπάθησα πολύ να σας πω ότι ο κόσμος δεν έχει μια διάσταση. Ο χρόνος κι ο τόπος, επίσης, δεν έχει μια διάσταση. Και, πράγματι, κάποτε, για να πω την αλήθεια, δεν χρειαζόταν καν αυτό να εξηγηθεί. Έτσι το έβλεπαν. Αυτό ακριβώς ζούσαν όλοι. Ο χρόνος είναι τόσο απέραντος, που, αν κάτσεις να το σκεφτείς, μοιάζει σα να βρήκες ένα απειροελάχιστο κομματάκι χαρτί από ένα απροσμέτρητο κείμενο και νομίζεις πως βρήκες την αλήθεια.
Ωστόσο, όταν κάποιοι αποφάσισαν να κατακερματίσουν τον χρόνο σε κομμάτια, ήταν σα να κομμάτιασαν εμένα τον ίδιο. Ήμουν ένας πατέρας γι’ αυτούς, που νόμιζαν πως τους έτρωγα. Αυτό τους πήρε πολύ, μα πάρα πολύ, καιρό. Καθόντουσαν κι ανέλυαν τί σημαίνει να τους τρώω. Έφτιαξαν για μένα αρχέτυπα και συζητούσαν πολύ πάνω σε αυτά. Ήμουν ο χρόνος-Κρόνος που τρώει τα παιδιά του και τα λοιπά και τα λοιπά.
Όμως, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οι άλλοι που με λέγανε Saturnus –κι εξακολουθούν πολλοί να με αποκαλούν έτσι- γιόρταζαν το όνομά μου και μαζί με αυτό την ίδια την ελευθερία. Κάθε ρόλος αντιστρεφόταν, κάθε χρόνος έπαυε πια να ισχύει. Και τελικά, μέσα από μια γιορτή, που κρατούσε μέρες, κάθε ένας ξεχνούσε ποιος είναι και γινόταν ένας άλλος.
Κι όταν ήρθε η ώρα, μου έφτιαξαν μια ιστορία. Ήταν τότε που αποφάσισαν ότι ο χρόνος έχει μια διάσταση, μία προσέγγιση, κι ότι η «αλήθεια» υπάρχει, για να καρατομεί. Λοιπόν, τότε, μεταμορφώθηκα σε τέρας που τρώει τα παιδιά του. Και οι άνθρωποι δεν αγαπούν τα τέρατα, επειδή τους θυμίζουν πρόσωπα του εαυτού τους. Γέννησαν τα τέρατα με έξυπνο τρόπο –δε λέω-, για να τα βγάλουν από μέσα τους. Και κάθε τέρας έξω από εμάς είναι άξιο να πεθάνει. Το μόνο που απέμεινε πια στην ανθρωπότητα είναι τα τέρατα. Αυτά ενσάρκωσαν το κακό, που έπρεπε να πεθάνει.
Όμως, τώρα έλυσα τη σιωπή μου, για να σας πω ότι τα τέρατα γεννήθηκαν, για να ζήσουν όσο κι εσείς ξεχωριστά και να πεθάνουν εξ ίσου. Αλλά εδώ δεν τελειώνει η ιστορία. Εδώ αρχίζει.
Σταματήστε να κοιτάτε, να διαβάζετε, να παρακολουθείτε, να ακούτε, να μιμείστε τέρατα. Αυτά υπάρχουν όπως κάθε τι. Κάποιοι σάς τα δείχνουν, επειδή θέλουν να πάψετε να κοιτάτε τον εαυτό σας. Κι αν ο καθρέφτης σας βγάζει τέρατα, πάλι δεν έχει σημασία. Ήρθε η ώρα να δείτε. Εγώ ο Κρόνος σάς το λέω. Μη με κοιτάτε, ελάτε να με επισκεφθείτε.
Το σώμα μου ήταν αυτό που γεννούσε· δεν έτρωγα, μα όλα ήταν ένα κομμάτι μου· δεν σκότωνα, μα όλα ήταν σάρκα από τη σάρκα μου, αίμα από το αίμα μου, πνεύμα από το πνεύμα μου και ψυχή από την ψυχή μου. Κάθε ένα κομμάτι μου ήταν η ζωτική μου ουσία. Κάθε ένας ήταν μια σημαντική κουκίδα που συνέθετε την ύπαρξή μου. Γι’ αυτό, δεν υπήρχε κούραση, για να φάει κανείς ή να πιει, δεν προσπαθούσε για οτίδηποτε. Κι έπειτα, ήρθε κι αυτός ο κύκλος. Το γνώριζα ότι θα έρθει. Αυτός ο κύκλος γέννησε τον Δία.
Και ήρθε η διαίρεση.
Και η διαίρεση μια πράξη είναι και χρειάζεται, μη φοβάστε. Σε όποια θρησκεία ή ιδεολογία κι αν ζείτε τη διαίρεση, θα τελειώσει κι αυτή. Μη φοβάστε. Κι αν τελειώσει κι αυτή, πάλι μη φοβάστε, επειδή χωρέσατε κάποτε σε μια διαίρεση.
Οι αρχαίοι, οι πολύ αρχαίοι, κάποτε, λέγανε Θεό τον ίδιο τον χρόνο. Λέγανε Θεό τη Φύση. Λέγανε Θεό τον εαυτό τους, επειδή ήταν η Φύση. Κι αυτό δεν ήταν πολλαπλασιασμός μήτε πρόσθεση. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο ήταν μια αφαίρεση. Όσο κι αν μοιάζει με έλλειψη, αυτό ήταν μια αφαίρεση.
Κάθε αφαίρεση απογυμνώνει από το περιττό. Κάθε καθαρή ψυχή είναι μια αφαίρεση. Κάθε καθαρό μυαλό είναι μια αφαίρεση. Κάθε καθαρό σώμα είναι μια αφαίρεση. Αφαιρεθείτε από αυτόν τον κόσμο. Αφαιρέστε από αυτόν τον κόσμο και θα με βρείτε, είμαι ήδη εκεί.
Κάθε φορά που θα αφαιρείτε, θα βρίσκετε άλλη μια διάσταση του χρόνου που σας κρύβουν τα μάτια σας. Και θα πάψετε να είστε νέοι και γέροι, θα πάψετε να είστε «εσείς» και θα είστε κάποιος άλλος. Θα πάψετε να είστε κάποιος που ζητάτε και σας ζητούν. Θα πάψετε να λέτε «καλή χρονιά», επειδή ο χρόνος δεν αλλάζει, ούτε είναι καλός και κακός.
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση