Ο Πανάγιος Μπάφος

Όταν η ζωή και η συνείδηση ταυτίζονται ο τρελός αγοράζει την ψυχή ενός παιδιού για πενταροδεκάρες.
Όλοι οι περιφρονημένοι και οι απόβλητοι βάζουν στη ζωή φωτιά αποτινάσσοντας από πάνω της το βραχνά που της έβαλε ο μύθος απομυζώντας κάθε σταγόνα ευχαρίστησης απ’ τα θαλερά βυζιά της.
Η σάρκα σας, Δεσποινίς Ειμαρμένη, είναι ήδη ένα πρόβλημα για τους κοινούς θνητούς.
Όσους δεν δοκίμασαν λίγη σοκολάτα απ’ τον εύθραυστο χαρακτήρα σας.
Όσους δεν κατάλαβαν γιατί ο Βαν Γκόγκ ζωγράφισε ένα κηροστάτη πάνω στην άδεια πολυθρόνα του Γκωγκέν.
Κάθε αίσθηση είναι παράγωγη της εικόνας της ερωτικής κίνησης. Σωματίδια ύλης που περιφέρονται αμήχανα μέσα στην αχανή πανωλεθρία των νοημάτων.
Μια παράξενη καλοκαιρία μέσα στο χειμώνα.
Πρώτη ύλη από καπνό και συνουσία.
Γαλάζιες μύγες που κάθε τόσο ξεμπουκάρουν απ’ τον παράδεισο για να γλείψουν τις ακαθαρσίες κάτω απ’ τα νύχια όσων δραπέτευσαν νύχτα απ’ την κόλαση μιας ζωής δίχως οργασμό.
Το ανοργασμικό κράτος τροφοδοτεί τον μικροαστικό αναρχισμό με τις απαγορεύσεις του.
Το σύνταγμα διαλαλεί την έλλογη αδυναμία μας να περιφρουρήσουμε τις επιθυμίες μας. Να ενσαρκώσουμε την ανθρώπινη σκέψη σε μέθη και ελευθερία.
Μια μέθη που προσφέρεται ως δώρο στους αγαπημένους μας χωρίς να φθαρεί.
Μια μέθη χαράς και όχι ταραχής και μια μέθη ισχύος πάνω στα πράγματα που εξουσιάζουν οι μηδαμινοί. Τους έρωτες που τους ενισχύουν τα μανιτάρια και οι τρούφες της υγρασίας.
Χώμα από πνεύμα και κοπριά.
Σπόροι που αναστατώνουν τους μάταιους λυγμούς.
Σπόροι που μεγεθύνουν τα ερωτικά σημάδια κάτω απ’ το φως της γαμήλιας ουσίας.
Σπόροι της αγνότητας από βροχή και πυκνά σύννεφα. Από ανθισμένα κλαριά και υδρόβιους κάλυκες. Μυρουδιές της χλομής σελήνης και του σκοτεινού ήλιου.
Αιδοίο λαχταριστό.
Απάτητο μυρωδάτο δάσος με γιασεμιά.
Χρώμα κόκκινο και κίτρινο από βογγητό.
Καπνός καμωμένος απ’ το πνεύμα εκείνου που επιθυμεί.
Μέταλλα που ζεσταίνονται για να γίνουν ένα. Εν το παν. Χωρίς την πανούκλα των απαγορεύσεων που επιβάλει ο θανατόκοσμος της ομοιομορφίας.
Ζούμε μυθικά εκεί όπου αρνούμαστε να γίνουμε ιδιοκτήτες της ομορφιάς.
Ζούμε μυθικά εκεί όπου ο άλλος είναι σύντροφος. Εκεί όπου τα χείλη από εγωιστικά μικρά πλάσματα γίνονται ζοφεροί καπνιστές μυριάδων θεών από αγέννητες ιδέες.
Θυρωρεία του θανάτου και ντοσιέ της ποίησής μου.
Ποιος είσαι με ρωτάει ο Κύκλωπας Καιρός. Ο Κανένας του απαντώ, πιασμένος απ’ τη μαλλιαρή χοντρή πέτσα των προβάτων. Των σφαχτών που ακούω την κοιλιά τους να επιθυμεί και να γουργουρίζει. Των σφαχτών που επιθυμούν αλλά αδρανούν τρέφοντας την ίδια τους τη σφαγή.