Ο πρίγκιπας του Περάματος.Της Δήμητρας Περλορέντζου
Τον Λούη τόνε γνώρισα στα μέσα του 1982 νομίζω…ήμουν δεν ήμουν πέντε χρόνων.
Τότε ο πατέρας μου κράταγε το μεγάλο πόστο στα ναυπηγεία του Περάματος.
Είχε τελειώσει με τα καζάνια και έφερνε Ρώσικα για επισκευή.
Ελασματουργός ναυπηγός από τους λίγους.
Έφτιαχνε και σχεδίαζε την μπροστινή μούρη του καραβιού.
Αυτή που βυθίζεται στο νερό με την καθέλκυση.
Ολάκαιρο συνεργείο δικό του.
Και πασίγνωστος για την τρέλα του και την μπέσα του.
Τριάντα χρόνια μετά ακόμα βρίσκω παλιούς που πίνουν νερό στο όνομα μου.
Περλορέντζος, από τους καλύτερους τερματοφύλακες της εποχής του.
Δραπετσώνα Ιωνικός Εθνικός,
πρώτη κατηγορία ένα φεγγάρι,
μετά προπονητής ταυτόχρονα με τα ναυπηγεία.
Εκεί ήταν η τρέλα του.
Στους ανθρώπους του κυρίως.
Τα παιδιά του όπως τα έλεγε.
Τσούρμο ολάκαιρο δεν είπαμε,
τους εκπαίδευε τους φρόντιζε τους αρραβώνιαζε και όταν έρχονταν η ώρα τους πάντρευε.
Ακόμα και μετά τον θάνατο του.
Ανέλαβε η μάνα μου το καθήκον.
Τον Λούη λοιπόν.
Πρόσφυγας και αυτός από το Αϊβαλί.
Ο πατέρας μου από το Φανάρι.
Στα προσφυγικά της Δραπετσώνας που μεγάλωσε όλοι γνωρίζονταν καλά.
Ο Λούης μεγαλύτερος ήρθε με την οικογένειά το 1928 στην Ελλάδα κατευθείαν στο Πέραμα.
Μανώλης Αυτιάς με τ’όνομα.
Και ποτέ δεν έμαθα αν το Αυτιάς ήταν το πραγματικό επίθετο ή τα παρατσούκλια που βγάζανε οι Σμυρνιοί συναμετάξυ τους.
Κώστας ο Καράφλας,
Γιάννης ο Ξουραφάκιας,
ο Χαραμπατάκιας,
ο Πάπιας, ο Αυτιάς λοιπόν.
Κι έμοιαζαν τόσο πολύ με τον πατέρα ρε συ.
Λιανός καραφλός με γυαλιά,
ίδια μάτια και ίδια γλώσσα.
Τον θυμάμαι σαν σε όνειρο αλλά έφτασε να με στιγματίσει για πάντα.
Νομίζω αυτό ήθελε.
Σαν να χε καταλάβει τι σκατά γονίδιο κουβαλάω και θέλησε να μου φυτέψει σπόρους μπας και ανθίσουνε μετά.
Θυμάμαι ένα μικρό καφενεδάκι με λαμαρίνες και νάιλον στην μπούκα του μικρού λιμανιού.
Ανάμεσα στα ψαροκάϊκα και τις παράγκες των εργατών.
Καρέκλες από φορμάϊκα, κασέλες ξύλινες, αρουραίοι και καφές βαρύς σε κρασοπότηρα παλιά.
Έπιναν οι εργάτες της ζώνης τον πρώτο τουρκικό πριν να χωθούν στις λαμαρίνες και στις κοιλίες των φορτηγών.
Εκεί τον βρίσκαμε πάντα.
Ανάμεσα σε λάδια πίσσα και μυρωδιά ταγκισμένης θάλασσας.
Η μεγάλη τρέλα του.
Τρέλα λέμε.
Αριστερός μέχρι το κόκαλο σχεδόν αναρχικός και ένας τόσο ξεχωριστός άνθρωπος που δεν πάει ο νους.
Στον στρατό τον βγάλανε τρελό.
Και για να μπορέσει να ταξιδέψει ούτε ξέρω τι κατάφερε να κάνει.
Τρελός τζιέρι μου.
Από τους λίγους .
Και εγώ του είχα αδυναμία σαν να ήξερα.
Έπιναν λοιπόν καφέ με τον πατέρα και άναβαν τα τσιγάρα τους, μόνιμα τράκα ο Λούης από τα 22 της ασημένιας ταμπακέρας του Περλορέντζου.
Ταπί πάντα και με δανεικά.
Έχω την ιδέα πως παίζει να τον χαρτζιλίκωνε κι όλας.
Είχε μια παράξενη αίσθηση με τα λεφτά.
Μάλλον δεν είχε καμία αίσθηση με τα λεφτά.
Όταν είχε και πληρώνονταν κέρναγε τους πάντες.
Ζούσε πέντε μέρες σαν άρχοντας και εικοσιπέντε σαν σκυλί.
Εκεί λοιπόν ανάμεσα σε μαυρισμένους λιανούς ανθρώπους με φόρμες και καμμένα χέρια από την ηλεκτροκόλληση γνώρισα τον Λούη.
Αλλιώτικος άνθρωπος απερίγραπτος.
Βαθιά συναισθηματικός ανένταχτος απροσάρμοστος και τρελαμένος με την Ζωή.
Είχε μια γλύκα που δεν μπορώ να περιγράψω.
Έξυπνος άνθρωπος, για πολλούς αυτοκαταστροφικός και αδάμαστος.
Με μια δικιά του φιλοσοφία αλλά τόσο μπροστά από την εποχή του που τον απέφευγαν και τον γουστάρανε την ίδια στιγμή.
Και ένα με το περιβάλλον των ναυπηγείων.
Από αυτόν έμαθα τι σημαίνει καψούρα για την ζωή.
Και είχε τρεις μεγάλες ο Λούης,
την θάλασσα, τα βιβλία και τις γυναίκες.
Καψούρα λέμε αρρώστια.
Νομίζω είχε κάνει πλοίαρχος ένα φεγγάρι και μετά δοσάς.
Πούλαγε βιβλία στην Αγιά Σοφία,
την Δραπετσώνα και την Χαραυγή.
Και γυναίκες παντού.
Παντού όμως μέχρι στην Αθήνα είχε γιαβουκλούδες.
Σπιτώνονταν για όσο του κράταγε ο Έρωτας.
Και μετά ξεσπιτώνονταν για να ξανασπιτωθεί.
Αλλά δεν έφευγε ποτέ.
Άλλη τον έπλενε άλλη τον τραπέζωνε αλλού κοιμόνταν.
Και μια που του χρώσταγε λεφτά από τα βιβλία, την παντρεύτηκε για να πατσίσουμε τις δόσεις.
Άκου φίλε μου μούρλα.
Με έπαιρνε λοιπόν στα πόδια του να με ταχντιρίσει και μου τραγούδαγε με μια αταίριαστη φωνή.
Μονάχα στις γυναίκες λέει τραγούδαγε.
‘Το γελεκάκι που φορείς εγώ στο ‘χω ραμμένο…άιντες το μαλώνω το μαλώνω, άιντες κι ύστερα το μετανιώνω’.
Δεν ξέρω αν είχε παιδιά δεν έμαθα ποτέ αλλά νομίζω πως δεν είχε ή δεν ήξερε αν είχε.
Έπαιζε με τις μπούκλες μου στα δάχτυλα και με χόρευε να ζαλιστώ κάθε φορά που με τραβολόγαγε ο τρελός ο πατέρας μου κατά το Πέραμα.
Και από αυτόν έμαθα λοιπόν.
Πως ο ναυτικός δεν έχει αμαρτίες.
Μπορεί να έχει όλες τις αρρώστιες του κόσμου αλλά αμαρτίες ποτέ.
Πως τα βιβλία είναι η ίδια η ζωή.
Ένα παράθυρο σε έναν κόσμο που με κανέναν δεν θα μπορέσω να συγκρίνω.
Και πως ο Έρωτας αυτός ο Άγιος Αμαρτωλός είναι η ίδια η ύπαρξη μας.
Όσο ερωτεύεσαι υπάρχεις.
Δάχτυλα χέρια σκέλια στήθια μυρωδιές όλα μαζί ανακατεμένα ανάμεσα σε καπνούς και αντρικές κουβέντες.
Πέντε χρόνων παιδί έμαθα τι είναι η σύφιλη και τι το μπαρμπούτι.
Τι είναι το ‘πινέλο’ και ποια ήταν η ‘Νανά’.
Στα έξι μου την διάβαζα κι όλας.
Ο Λούης λοιπόν.
Οικείος με μια παράξενη φωνή και δύο μάτια γυάλινα να πετάνε σπίθες.
Έμεινε μέσα μου αναλλοίωτος άφθαρτος σαν την πρώτη αντρική μου ανάμνηση για το πώς πρέπει να ναι τ’αρσενικά.
Τα κοσμογυρισμένα, τα τρελαμένα,
τα ανένταχτα, τα αλλόθρησκα,
τα ξαπλωμένα σε σεντόνια χασεδένια.
Μα πάντα πάντα πάντα ειλικρινή σαν τους παλιούς πρόσφυγες με εκείνη την εκπληκτική απερίγραπτη κουλτούρα της Ανατολής.
Ο Λούης λοιπόν.
Όταν αρρώστησε και πέθανε ο πατέρας μου τον έχασα.
Δεν ξέρω καν αν το μάθε.
Στην κηδεία παίζει και να ‘τανε εκεί για ένα τελευταίο τσιγάρο.
Δεν ξέρω γιατί εγώ δεν πήγα.
Και γαμώ το στανιό μου όταν ξεπετάχτηκα και μπόραγα να ξεμυτίσω δεν πήγα να τον βρω ποτέ.
Ντρεπόμουνα κι ας ήξερα πως ζει σχεδόν άστεγος στο Πέραμα.
Ντρεπόμουνα.
Χρόνια μετά στην εφηβεία έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Μουρσελά.
“Βαμμένα κόκκινα μαλλιά” και τότε κατάλαβα ποιος άνθρωπος ήταν ο Μανώλης ο Αυτιάς.
Τι ήταν ο Μανώλης ο Αυτιάς, ο Λούης μου που με νταχτάριζε και μου μάθαινε πως ρίχνουνε τα κόκαλα απ’το μπαρμπούτι.
Που μ’εβαλέ να διαβάσω Καββαδία και Ναζίμ Χικμέτ.
Ο Λούης, που ακόμα και σήμερα ασυναίσθητα τον ψάχνω σε κάθε σερνικό που έχω απέναντι.
Ο Λούης.
‘Το γελεκάκι που φορείς
εγώ στο χω ραμμένο
με πίκρες και με βάσανα
στο χω φοδράρισμένο.
Άντε το μαλώνω, το μαλώνω
άντε κι ύστερα το μετανιώνω
άντε το μαλώνω και το βρίζω
άντε την καρδούλα του ραγίζω’.
Πηγή φωτογραφια….
Το Ποντίκι.