Ο θεσμικός κοινοτισμός στα προεπαναστατικά χρόνια και ο ρόλος του στην επανάσταση του 1821

Από την στιγμή συγκρότησης του ελλαδικού κράτους, οι κοινωνικές αναταραχές και οι εξεγέρσεις ενάντια στην εκάστοτε κρατική εξουσία δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού χώρου και ένα μόνιμο πονοκεφάλιασμα για την εξουσία. Αυτή, λοιπόν, η «ιδιαιτερότητα» για κάποιους, λογική ανάγκη για εμάς, δεν αποκτήθηκε στα ξαφνικά, αλλά η ιστορία της και η ανάπτυξή της διαμορφώθηκε μέσα από αρκετές γενιές κατά την οθωμανική κυριαρχία. Μπορεί η γεωμορφολογία να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία ανεξάρτητων ή ημιανεξάρτητων περιοχών στον ελλαδικό χώρο σε κάποιες περιόδους της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά αυτές οι περιοχές δεν θα ήταν δυνατόν να διατηρήσουν την όποια ανεξαρτησία τους, χωρίς την ύπαρξη κοινοτήτων. Ο πλουραλισμός και συγχρόνως η συνεκτικότητα στην κουλτούρα, η αλληλοβοήθεια, οι προσωπικές επαφές μεταξύ των μελών των κοινοτήτων και εν τέλει η δυνατή επιθυμία της κοινοτικής ελευθερίας, καθώς και η ανάγκη για αυτοδιευθέτηση των αγαθών και της οικονομίας τους, απέναντι στην επιβολή των Οθωμανών κυριάρχων, είναι μερικά στοιχεία που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όποια ανεξαρτησία κάποιων ορεινών και ημιορεινών περιοχών.
Η ύπαρξη κοινοτήτων είναι σχεδόν συνυφασμένη με την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη και η δημιουργία τους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιβίωση, αλλά και στην καλλιέργεια πιο «ποιοτικών» χαρακτηριστικών του που αφορούν την συνεννόηση, την επικοινωνία, την καλλιέργεια της γνώσης και της ανάπτυξης ιδεών. Στον ελλαδικό χώρο η ύπαρξη κοινοτήτων εννοείται ότι χάνεται στην προϊστορία, ενώ γραπτά στοιχεία υπάρχουν και στους αρχαίους ιστορικούς χρόνους, ακολουθώντας χρονικά όλα τα ιστορικά στάδια της κυριαρχίας (ελληνιστικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά και οθωμανικά χρόνια). Στα βυζαντινά και οθωμανικά χρόνια, όπου οι πηγές είναι περισσότερες, αποδεικνύεται πως δεν υπήρχε ένα ενιαίο σύστημα οργάνωσης των κοινοτήτων αλλά πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους, από τα πλέον σύνθετα μέχρι απλοποιημένες μορφές οργάνωσης, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε κοινότητας. Ειδικά στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης οι μορφές κοινοτισμού ήταν συνάρτηση διαφορετικών παραγόντων, όπως του χρόνου κατάκτησης, του τρόπου κατάκτησης, δηλαδή αν υπήρχε ή όχι αντίσταση, της γεωμορφολογίας και της στρατηγικής θέσης, το μέγεθος του πληθυσμού και της οικονομικής σημασίας ενός τόπου. Η οθωμανική εξουσία φαίνεται πως αρχικά εκμεταλλεύτηκε προς όφελός της την εκ των προτέρων ύπαρξη κοινοτήτων στον ελλαδικό χώρο, χωρίς βέβαια αυτό πάντα να λειτουργεί προς το συμφέρον της, καθώς δεν ήταν λίγες οι κοινότητες που στασίασαν απέναντι στην οθωμανική εξουσία εκμεταλλευόμενες πολλές φορές τις ιδιαίτερες συνθήκες της κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί, ότι το κοινοτικό σύστημα δεν υπήρξε καθαυτό δημιούργημα των Οθωμανών, δηλαδή η δημιουργία του δεν ήταν με βάση νομοθετικές ρυθμίσεις και αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που το σύστημα αυτό δεν παρουσίαζε ομοιογένεια. Το κοινοτικό σύστημα υπήρξε απελευθερωτική ανάγκη των ανθρώπων απέναντι στην οθωμανική εξουσία και συνεχίστηκε από τους Οθωμανούς, όχι μόνο γιατί ήταν πρακτικά αδύνατο να το καταργήσει, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι σε κάθε απομακρυσμένο χωριό θα έπρεπε να υπάρχουν μόνιμα εγκαταστημένα αρμόδια κρατικά όργανα (καταστολής, δικαστικά κ.λπ.) επιβάλλοντας τους νόμους του κράτους, αλλά κυρίως γιατί εξυπηρετούσε τους Οθωμανούς εξουσιαστές, καθώς το πολύπλοκο και χαώδες σύστημα διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρήκε στις ήδη υπάρχουσες κοινότητες έναν τρόπο εύκολης και άμεσης διακυβέρνησης που ουσιαστικά εξυπηρετούσε την είσπραξη φόρων και όλα τα υπόλοιπα τα άφηνε σε ενδοκοινοτική διευθέτηση. Όλο αυτό, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ντυνόταν και από μια ισλαμική παράδοση των πρώτων ισλαμικών κρατών, με την οποία δινόταν στους «λαούς των ιερών βιβλίων», δηλαδή σε χριστιανούς και εβραίους, δικαιώματα κοινοτικής αυτοδιοίκησης καθώς και δικαστικής δικαιοδοσίας σε ευρείς τομείς του αστικού δικαίου. Η ουσία, όμως, ήταν πως η Οθωμανική αυτοκρατορία, ζυγίζοντας κάθε φορά τις καταστάσεις, όπου δεν μπορούσε να ελέγξει πλήρως όλο το φάσμα απομακρυσμένων κοινοτήτων, λειτουργούσε ανταποδοτικά παραχωρώντας εξουσίες, έτσι ώστε να μπορεί να μαζεύει τους ετήσιους φόρους με όσο το δυνατόν λιγότερα προβλήματα.
Ο προεστός της Λειβαδιάς Λογοθέτης
Σε γενικές γραμμές, η λειτουργία και η οργάνωση των κοινοτήτων κατά την οθωμανική περίοδο χαρακτηριζόταν από ένα ιδιόμορφο σύστημα με πολλά δημοκρατικά αλλά και αριστοκρατικά στοιχεία. Οι εκλογές για την ανακήρυξη των προεστών[1] γίνονταν μία ή δυο φορές το χρόνο ή ακόμα και παραπάνω χρόνια, όταν καταχρηστικά ο προεστός καθυστερούσε την διαδικασία των εκλογών. Οι τοπικοί κοινοτικοί άρχοντες ήταν συνήθως εκλεγμένοι δια βοής από όλα τα μέλη της κοινότητας, εκτός των επείσακτων, ασχέτως εάν είχαν μόνιμη εγκατάσταση και αυτών που δεν είχαν καταβάλει τον κεφαλικό τους φόρο. Βέβαια, ο παραπάνω τρόπος διέφερε από περιοχή σε περιοχή, για παράδειγμα, στα νησιά των Κυκλάδων δεν είχαν δικαίωμα εκλογής οι χωρικοί, οι αγρότες και οι μικροϊδιοκτήτες γης, στην Ύδρα και στις Σπέτσες δικαίωμα είχαν μόνο οι πλοιοκτήτες και οι πλοίαρχοι και στα Ψαρά οι δημογέροντες-προεστοί εκλέγονταν μέσα από ένα κλειστό κύκλο. Ο χρόνος που γίνονταν οι εκλογές ήταν άμεσα συνυφασμένος με την έναρξη του μουσουλμανικού έτους που είναι η 1η Μαρτίου, οπότε οι διαδικασίες γίνονταν μεταξύ του Φεβρουαρίου και μέχρι τέλη Απριλίου. Σε γενικές γραμμές οι εκλέξιμοι ήταν ανεξαρτήτως οικονομικού στρώματος, εν τούτοις σε πολλές περιοχές αυτό δεν συνέβαινε και οι προεστοί προέρχονταν από ανώτερα οικονομικά στρώματα.
Ένα στοιχείο που δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι πως μέσα από τα πρακτικά εκλογής φαίνεται πως οι προεστοί λάμβαναν οικονομικές αλλά και σε είδος απολαβές από την κοινότητα που περιλάμβαναν από ισχυρά δικαιώματα από το φορτίο ναυαγίων, μέχρι δώρα από βοσκούς και ψαράδες. Αυτό, όμως, που έκανε αυτή την θέση επιθυμητή από τους ήδη πλούσιους ήταν η δυνατότητα γρήγορου πλουτισμού μέσω της ενοικίασης ή και επιενοικίασης των ετήσιων φορολογικών εισοδημάτων της κοινότητας, τους λεγόμενους μουτακάδες. Πλήρωναν εκ των προτέρων την κεντρική οθωμανική διοίκηση και αργότερα κερδοσκοπούσαν εις βάρος της κοινότητάς τους.[2] Οι ετήσιοι τόκοι έφταναν το 40%, ενώ συνήθως κυμαίνονταν γύρω στο 20%. Τέτοιες πρακτικές αναφέρονται σε έγγραφα για τον Ανδρέα Λόντο, ο οποίος είχε αγοράσει το 1820 το χρέος της Βοστίτσας, για την οικογένεια Δεληγιάννη και ιδιαίτερα για τον Πανάγο Δεληγιάννη που δάνειζε ιδιώτες και κοινότητες με 20% τόκο. Μάλιστα, σε δύο έγγραφα εξόφλησης από διάφορους ιδιώτες και κοινότητες, φαίνεται αύξηση του αρχικού κεφαλαίου που κατέβαλε στην οθωμανική αρχή για λογαριασμό της κοινότητας κατά 31% και 19%[3], και για τον Ανδρέα Περρούκα ο οποίος φαίνεται να είχε δανείσει την κοινότητα του Διακοφτού 36.000 γρόσια, δεσμεύοντας ταυτόχρονα σχεδόν όλη την σταφιδική παραγωγή της κοινότητας. Ένα άλλο παράδειγμα που δείχνει την αρνητική χροιά που έχει η λέξη κοτζαμπάσης, είναι η καταγγελία των κατοίκων του χωριού Δαδί της Λιβαδειάς: «Εκεί στα 1819, οι κάτοικοι με αναφορά τους προς τον Αλή πασά καταγγέλλουν τον προεστό τους για τυραννική και αυταρχική συμπεριφορά, οικονομικές ατασθαλίες και καταχρήσεις σε βάρος της κοινότητας και ζητούν την παρέμβαση και προστασία του».[4]
Δεν έλειπαν και βέβαια εκείνοι που μπορεί να δάνειζαν την κοινότητα με μηδενικό τόκο ή μπροστά σε αδυναμία πληρωμής της κοινότητας να έκαναν πίσω φοβούμενοι ταραχές. Επίσης, υπήρχαν και εκείνοι που καταστράφηκαν από τα κοινοτικά χρέη, όπως ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης, ή που κρεμάστηκαν από την οθωμανική αρχή επειδή η κοινότητα αδυνατούσε να εξοφλήσει τα οφειλόμενά της, όπως (συνέβη) το 1789 με το κρέμασμα τριών προεστών της Αθήνας.
Ο ρόλος των κοινοτικών αρχών στην Επανάσταση του 1821
Γεύμα Προεστού
Είναι γεγονός, πως όλες οι παραπάνω δομές και λειτουργίες μιας κοινότητας μπορεί να είχαν βάση τα γεωμορφολογικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ζούσαν σ’ αυτές τις κοινότητες, αλλά η εκάστοτε οργάνωσή τους είχε εξουσιαστική συνέπεια και δεν ήταν απόρροια ελεύθερων διαδικασιών. Ως εκ τούτου, ήταν λογικό η οποιαδήποτε κοινωνική αναταραχή ή εξέγερση (Ορλωφικά και Επανάσταση του 1821) να διέλυε τις παραπάνω κοινοτικές δομές, αποδεικνύοντας ότι η βάση τους δεν ήταν απελευθερωτική αλλά εξουσιαστική. Για παράδειγμα, «η δημογεροντία της Χίου, η οποία πριν την Επανάσταση δίνει την εικόνα μιας κοινοτικής αρχής που διοικεί με σύνεση μέσα σε ένα καλά οργανωμένο θεσμικό πλαίσιο και έχει τον απόλυτο έλεγχο των μελών της. Η εικόνα όμως θα ανατραπεί με την έναρξη του πολέμου, καθώς η διαχείριση της κατάστασης θα ξεφύγει από τον έλεγχο των δημογερόντων, των οποίων η στάση θα στηλιτευτεί και θα χαρακτηριστεί συμβιβαστική και ενδοτική».[5] Επίσης, στις περιπτώσεις των Ορλωφικών και της Επανάστασης του 1821 φάνηκαν οι εύθραυστες ισορροπίες, καθώς και η αδυναμία των κοινοτικών αρχών να γνωρίζουν εξ αρχής και να εμποδίσουν τα γεγονότα, ειδικά των κοινοτικών αρχών που απαρτίζονταν από μουσουλμάνους. Ειδικά στην Πελοπόννησο, λόγω του ότι οι μουσουλμανικές κοινότητες ήταν λιγότερες εκεί, οι μουσουλμάνοι προεστοί (αγιάνηδες) όφειλαν να συνεργάζονται με τους χριστιανούς και αυτοί με την σειρά τους να τους υπακούν λόγω του ότι ήταν Οθωμανοί με γνωριμίες και συμμαχίες στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Αυτές οι ισορροπίες άλλαξαν δραματικά με τα Ορλωφικά και την Επανάσταση του 1821, καθώς πολλοί χριστιανοί προεστοί προσέφεραν πολιτική και οικονομική προστασία στους ένοπλους εξεγερμένους. Σ’ αυτό το σημείο να αναφερθεί ότι οι προεστοί είχαν το δικό τους στρατιωτικό άγημα γύρω τους, από 10-15 άνδρες μέχρι 60. Ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν την τάξη στην κοινότητα. Διόριζαν μουσουλμάνους ένοπλους για την τήρηση της τάξης της κοινότητας και επίσης διόριζαν σε κάθε κοινότητα τους λεγόμενους κάπους, διοικητική αστυνομία από χριστιανούς ενόπλους. Η οικογένεια Πλαπούτα ήταν κάποι στην υπηρεσία της οικογένειας του Δεληγιάννη, όπως και η οικογένεια Κολοκοτρώνη ήταν κάποι στην Καρύταινα και στο Λεοντάρι στην υπηρεσία πάλι των Δελληγιανέων.[6] Όλη αυτή η τοπική στρατιωτική δύναμη ήταν χρήσιμο εργαλείο για την μετέπειτα Επανάσταση του 1821, η οποία χρησιμοποιήθηκε στις πρώτες στιγμές της Επανάστασης για την εκ των έσω και πολλές φορές αμαχητί κατάληψη των κοινοτήτων. Οπότε γίνεται κατανοητό, πως αρκετοί προεστοί που συνέβαλαν στην Επανάσταση του 1821 είχαν ήδη εδραιωθεί ως τοπικές αυθεντίες προεπαναστατικά και στα Επαναστατικά χρόνια ανέπτυξαν τις εξουσίες τους από το τοπικό στο εθνικό επίπεδο, διεκδικώντας συνέχιση και επιπλέον ανάπτυξη των προεπαναστατικών τους εξουσιών, στο μετέπειτα μεταεπαναστατικό καθεστώς.
Ο χαρακτηρισμός των κοινοτήτων ως αυτόνομων, γίνεται κατανοητό πως είναι εν μέρει πλαστός. Η όποια αυτονομία οριζόταν από το οθωμανικό κράτος και ήταν ανεκτή από αυτό ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κεντρικής και της τοπικής οθωμανικής εξουσίας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εδραιώθηκαν διάφορες κοινοτικές αυθεντίες που απέκτησαν, χρήμα, γνωριμίες, ένοπλη δύναμη και μια γενικότερη εξουσία την οποία στα επαναστατικά χρόνια την χρησιμοποίησαν, ώστε να αναδειχθούν και να προσπαθήσουν να παίξουν ηγετικό ρόλο στα νέα μεταεπαναστατικά δεδομένα και τέλος να εδραιωθούν εξουσιαστικά βρίσκοντας θέση στο νεοελλαδικό κράτος. Για το λόγο αυτό, όποιες συνθήκες «ελευθερίας», «αυτονομίας» ή και «αβάτων» δημιουργούνται με συνεννόηση ή ακόμα και με την ανοχή της εξουσίας, ουσιαστικά εξυπηρετώντας την, δεν είναι δυνατόν να νοούνται ως απελευθερωτικές, γιατί η ιστορία έχει δείξει ότι ήδη θα εμπεριέχουν και θα υποθάλπουν «μικρούς» εξουσιαστές και «μικρότερες» εξουσίες. Τυχόν ομοιότητες με το σήμερα, με πρόσωπα και καταστάσεις, είναι συμπτωματική!
Ελευθερόκοκκος
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 213, Μάρτιος 2021
[1]. Οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι αποκαλούνταν με διάφορα ονόματα) όπως: Προεστοί, επίτροποι, κοτζαμπάσηδες, μουχτάρηδες, δημογέροντες, πρωτόγεροι ή γέροντες, άρχοντες, σύνδικοι και επιστάτες.
[2]. Πύλια Μάρθα, Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου (1715-1821): https://chilonas.files.wordpress.com/2018/04/cebbceb5ceb9cf84cebfcf85cf81ceb3ceb9ceb5cf83-cebaceb1ceb9-ceb1cf85cf84cebfcebdcebfcebcceb9ceb1-cf84cf89cebd-cebacebfceb9cebdcebfcf84.pdf
[3] «1815: μαρτίου Αη: έδωκα δια το μερίδιόν μου εις το ίλτιζάμι Καλιανίου εις τα δεκαέξ εν άκουόμενα δια το αυτό έτος γρόσια 567:12 […] έξοφλήθη 1816: 25: αυγούστου: γρόσια 815:19 […] 1815: νοεμβρίου 15: έδωκα διά τι ίλτιζάμι Καλιανίου το ότούζ μπίρ σενεσί [έτος έγείρας 1231] ήτοι το ήμέτερον έτος 1816: έν εις τα εννέα άκουόμενα δια το μερίδιόν μου γρόσια 1000. Αυτή ή συντροφιά έξοφλήθη. […] 1818: φεβρουαρίου 8: γρόσια 1593:06». Εταιρεία των Φίλων (του Λαού, Aρχεία Οικογένειας Δεληγιάννη, ΙΙΙ (Λογαριασμοί), φάκελος 1, υποφάκελος 2, κατάστιχο δοσοληψιών Πανάγου Δεληγιάννη, σ. κατάστιχου 10, 11, 14, 15. Όπου αναφέρεται στο: Πύλια Μάρθα, Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου (1715-1821), σελ. 79: https://chilonas.files.wordpress.com/2018/04/cebbceb5ceb9cf84cebfcf85cf81ceb3ceb9ceb5cf83-cebaceb1ceb9-ceb1cf85cf84cebfcebdcebfcebcceb9ceb1-cf84cf89cebd-cebacebfceb9cebdcebfcf84.pdf
[4]. Ευτυχία Λιάτα, Οι Κοινότητες, Ένας Θεσμός με Πολλές Όψεις, σελ 323
[5]. Ό.π. σελ 319.
[6]. Πύλια Μάρθα, Λειτουργίες και αυτονομία των κοινοτήτων της Πελοποννήσου (1715-1821), σελ. 90-91: https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/esperia/article/viewFile/2086/1926.pdf
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com