Ο Τραμπ, η παγκοσμιοποίηση και η Αριστερά
Μύθοι και πραγματικότητες για την πολιτική του νέου Αμερικανού προέδρου.
Η παρθενική, προεδρική ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ μεταφράστηκε από μεγάλη μερίδα διεθνών αναλυτών ως επικήδειος της παγκοσμιοποίησης και αναγγελία μιας νέας εποχής επιστροφής στον ανταγωνισμό κυρίαρχων εθνών- κρατών. Πρόκειται για απλουστευτική ανάλυση, η οποία καταλήγει σε άκρως αποπροσανατολιστικά πολιτικά συμπεράσματα.
Ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε ότι η θεμελιώδης κατευθυντήρια γραμμή της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής του θα είναι “να βάλει την Αμερική στην πρώτη γραμμή”, υποστηρίζοντας ότι “επί δεκαετίες πλουτίζαμε τις ξένες βιομηχανίες σε βάρος των αμερικανικών” και ότι “κάναμε άλλες χώρες πλούσιες, ενώ ο πλούτος, η ισχύς και η αυτοπεποίθηση εξαφανίζονταν από τον αμερικανικό ορίζοντα”. Εδώ η εθνικιστική δημαγωγία περισσεύει. Θα ήταν ακραία αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι ο Τραμπ είναι ο πρώτος μεταπολεμικός πρόεδρος των ΗΠΑ που βάζει “την Αμερική πρώτη”, λες και οι προκάτοχοί του την έβαζαν δεύτερη. Η μακροημέρευση της αμερικανικής ηγεμονίας- στη Δύση, μέχρι το 1990 και σε όλο τον κόσμο στη συνέχεια- ήταν η βασική προτεραιότητα όλων των αμερικανικών κυβερνήσεων.
Στο οικονομικό πεδίο, η εκτίμηση ότι η παγκοσμιοποίηση ωφέλησε τους ανταγωνιστές της Αμερικής (πρώτα απ’ όλα την Κίνα και τη Γερμανία, που κυρίως στοχοποιούνται από τον Τραμπ) σε βάρος της υπερδύναμης είναι εξίσου ανεδαφική. Το απλοϊκό σχήμα του Τραμπ είναι ότι παγκοσμιοποίηση σημαίνει να φεύγουν βιομηχανίες από την Αμερική και να πηγαίνουν στην Κίνα και το Μεξικό, “πλουτίζοντας” αυτές τις χώρες σε βάρος των ΗΠΑ. Η πραγματικότητα είναι, όμως, πολύ διαφορετική.
Ας πάρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, την ιστορία του iphone, που αντιστοιχεί περίπου στη μισή αγορά των smartphones, από τα πλέον εμβληματικά προϊόντα της λεγόμενης “Νέας Οικονομίας”. Τοiphone είναι προϊόν της Apple, της μεγαλύτερης πολυεθνικής στον τομέα της Πληροφορικής. Η εταιρεία έχει τα κεντρικά της γραφεία και το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης στην Κοιλάδα της Σιλικόνης, στην Καλιφόρνια, όπου σχεδιάζονται και ελέγχονται τα νέα προϊόντα.
Η συναρμολόγηση- παραγωγή του iphone γίνεται στην Κίνα, κυρίως από τη βιομηχανία Foxconn, που έχει την έδρα της στην Ταϊβάν. Οι άθλιες συνθήκες υπερεκμετάλλευσης της εργασίας στην Foxconn,αντίστοιχες της εποχής “πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου” στην Ευρώπη, ήρθαν στο φως το 2010, με τις 14 αυτοκτονίες Κινέζων εργατών που κατασκεύαζαν τα iphones στο Σεντζέν της “κομμουνιστικής” Κίνας. Η Apple καρπώνεται το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας που παράγουν οι Κινέζοι εργάτες, αφήνοντας μόνο ένα μικρό μέρος στους Κινέζους καπιταλιστές. Το ποσοστό κέρδους (προ φόρων) του iphone φτάνει το εξωφρενικό 40%, έναντι 10-15% περίπου των ανταγωνιστών της. Μέσω των θυγατρικών της σε φορολογικούς παραδείσους σε Ιρλανδία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και τις βρετανικές Νήσους της Παρθένου, απαλλάσσεται από το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών της υποχρεώσεων.
Υπό αυτό το πρίσμα το iphone, αυτή η μικρή, κομψή και πολυδύναμη συσκευή που στάζει αόρατο αίμα, συμπυκνώνει τις βασικές κοινωνικές και διεθνείς σχέσεις της λεγόμενης “παγκοσμιοποίησης”. Φαντάζεται κανείς ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα εκβιάσει την Apple να αποσυρθεί από την Κίνα και να ανοίξει κατασκευαστικές βιομηχανίες στις ΗΠΑ ή ότι θα της απαγορέψει να λειτουργεί θυγατρικές της σε φορολογικούς παραδείσους (ένας από τους οποίους είναι και η αμερικανική Πολιτεία του Ντελαγουέαρ); Μα αυτό θα σήμαινε, με τα σημερινά δεδομένα, ότι μέσα σε λίγους μήνες η Apple θα έχανε τεράστιο μέρος του μεριδίου της στην παγκόσμια αγορά σε βάρος των ανταγωνιστών της, όπως η Samsung, η LGκαι η Motorola.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα κομβικό, για την Αριστερά, αναλυτικό πρόβλημα, σχετικά με τη φύση της “παγκοσμιοποίησης”. Η κατεστημένη, αστική σκέψη ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο πόλους. Ο πρώτος, και τουλάχιστον μέχρι χθες ηγεμονικός, βλέπει το τρίγωνο “παγκοσμιοποίηση- χρηματοποίηση- νεοφιλελευθερισμός” (δηλαδή, βασικές πλευρές του σύγχρονου,ολοκληρωτικού καπιταλισμού) ως μη αναστρέψιμη οικονομική νομοτέλεια και καταδικάζει όλους όσοι το αμφισβητούν περίπου ως σύγχρονους Λουδίτες, ή εμμονικούς οπαδούς της “θεωρίας” της επίπεδης Γης.
Ο δεύτερος, πιο “αιρετικός” αλλά ανερχόμενος, βλέπει το φαινόμενο αποκλειστικά ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών, οι οποίες μπορούν εύκολα και γρήγορα να αναιρεθούν από πιο “εθνοκεντρικές” κυβερνήσεις. Και οι δύο αποπροσανατολίζουν και βλάπτουν τις λαϊκές προσδοκίες, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο. Ούτε ο “οικονομισμός” που διαγράφει τον πολιτικό παράγοντα και την πάλη των τάξεων, ούτε ο πολιτικός βολονταρισμός, που αφαιρείται από τις “μοριακές” διεργασίες στο παγκόσμιο πλέγμα του κεφαλαίου, οδηγούν σε γόνιμα, για τα εργατικά συμφέροντα, συμπεράσματα. Μόνο η διαλεκτική θεώρηση και σύνθεση των οικονομικών και πολιτικών παραγόντων μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο.
Είναι αλήθεια ότι και σε προηγούμενες φάσεις του καπιταλισμού (για παράδειγμα, στην περίοδο που προηγήθηκε της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930), η διεθνοποίηση της οικονομίας γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη στο εμπόριο και τις εξαγωγές κεφαλαίων, για να δώσει τη θέση της σε μια περίοδο εμπορικών και όχι μόνο πολέμων. Ωστόσο η σύγχρονη “παγκοσμιοποίηση” έχει ποιοτικά βαθύτερα χαρακτηριστικά, που είναι αφάνταστα πιο δύσκολο να αναιρεθούν. Μάλιστα, η αναίρεση ορισμένων από αυτά δεν θα ήταν προοδευτική, αλλά σαφώς αντιδραστική εξέλιξη.
Το Ίντερνετ αντιπροσωπεύει την πρώτη, πραγματικά παγκόσμια παραγωγική δύναμη (και τί δύναμη!) στην ιστορία της ανθρωπότητας, έξω από τον έλεγχο οποιουδήποτε έθνους- κράτους, ακόμη και των ισχυρότερων. Η διεθνοποίηση της ίδιας της παραγωγής έχει ξεπεράσει ποιοτικά το πλαίσιο των εξαγωγών κεφαλαίων ή την απλή ύπαρξη πολυεθνικών εταιρειών. Το κεντρικό χαρακτηριστικό της σήμερα είναι η διαμόρφωση πολυεθνικών παραγωγικών αλυσίδων, όπου η παραγωγή του προϊόντος (δηλαδή, της αξίας και της υπεραξίας) συνίσταται σε μια τεμαχισμένη, διεθνή διαδικασία, που μπορεί να ξεκινάει από τη Σίλικον Βάλεϊ για να φτάσει στο Σεντζέν, έχοντας περάσει από καμιά εικοσαριά χώρες.
Ασφαλώς, οι πολιτικές επιλογές, κυρίως των μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών κρατών, παίζουν καθοριστικό ρόλο στον ταξικό χαρακτήρα, τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οικονομικής διεθνοποίησης, όπως και στις ιεραρχικές σχέσεις που επιβάλλονται σε βάρος των πιο αδύναμων εθνών- κρατών. Γεγονός παραμένει ότι αυτό το σύγχρονο διεθνές πλέγμα δεν μπορεί να “επανεθνικοποιηθεί” με απλά πολιτικά διατάγματα. Άλλωστε ουδείς θα μπορούσε να φανταστεί ότι η κυβέρνηση που έφτιαξε ο Ντόναλντ Τραμπ προορίζεται για κάτι τέτοιο, όταν διευθυντικά στελέχη της Goldman Sachs και αρπακτικού fund της Wall Street, οι Στίβεν Μινιούκιν και Γουίλμπουρ Ρος αντίστοιχα, ανέλαβαν τα κρίσιμα υπουργεία Οικονομικών και Εμπορίου.
Εκείνο που επιδιώκει ο Τραμπ και οι μονοπωλιακοί κύκλοι που τον στηρίζουν δεν είναι το ξήλωμα της “παγκοσμιοποίησης”, αλλά η επαναδιαπραγμάτευση των όρων της, προς όφελος του αμερικανικού κεφαλαίου. Κάτι ανάλογο με την επαναδιαπραγμάτευση που πέτυχε ο Ρίγκαν, στη δεκαετία του 1980, σε βάρος της Ιαπωνίας και της Δυτικής Ευρώπης, με τη Συμφωνία της Πλάζα. Στο πλαίσιο αυτής της επαναδιαπραγμάτευσης όντως ενδιαφέρεται για μια ορισμένη αναστύλωση της βιομηχανικής παραγωγής στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όπως και για την αναστύλωση των φθαρμένων υποδομών τους, ώστε η ανάπτυξη του αμερικανικού καπιταλισμού να γίνει πιο ευσταθής και “υγιής”. Θα το επιδιώξει, όμως, με μια ταυτόχρονη πολιτική… κινεζοποίησης της αμερικανικής εργατικής δύναμης, για την οποία προδιαθέτει ήδη η πρώτη πράξη της προεδρίας του, η έναρξη αποδόμησης της μεταρρύθμισης Ομπάμα στο σύστημα υγείας.
Για την Αριστερά, η σύγκρουση με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης, της χρηματοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού δεν προϋποθέτει απόσυρση από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και φαντασιακή αναδίπλωση στο “ιγκλού” του μικρού μας έθνους- κράτους. Ασφαλώς, για κάθε λαό, και ειδικά για τον ελληνικό λαό που υποφέρει από τον ζυγό του χρέους και της Μνημονιακής επιτροπείας, η αποκατάσταση της δημοκρατικής, εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση για κάθε βήμα κοινωνικής αλλαγής. Όχι όμως με μια ανεδαφική λογική οικονομικής αυτάρκειας ή, ακόμη χειρότερα, εμπορικών πολέμων με άλλες χώρες, αλλά ενταγμένη σε μια στρατηγική ισότιμης οικονομικής συνεργασίας ανάμεσα σε ελεύθερα έθνη κυρίαρχων λαών.
iskra.gr
Πηγή: http://anemosantistasis.blogspot.com/2017/01/blog-post_977.html#ixzz4WQDvujQo