Οι Αγροτικές Ρίζες και οι επιδράσεις τους στις Κοινωνικές Εξεγέρσεις στην ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ απέναντι στην Οθωμανική και Βρετανική Κατοχή
Η πλειονότητα των Παλαιστινίων ήταν συγκεντρωμένη σε περισσότερα από 1000 χωριά. Οι αγρότες σ’ όλη την περίοδο της βρετανικής κατοχής (1918-1948) συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό σε κάθε αντιστασιακή κίνηση, χωρίς ποτέ να καθοδηγήσουν ή να ελέγξουν τις προσπάθειες αυτές.
Οι αγρότες είναι εκείνοι που ξεσηκώνονται στη Γιάφα το 1921 και στην Ιερουσαλήμ το 1929. Οι αγρότες είναι εκείνοι που ακολουθούν τον σεΐχη Κασάμ στους λόφους πάνω από τη Χάιφα το 1935 και επωμίζονται το βάρος της Μεγάλης Εξέγερσης του 1936-39.
Οι αγρότες παρ’ όλα αυτά είναι αποκλεισμένοι από την γνώση. Χαρακτηριστικό είναι ένα παλιό ρητό των φελάχων: «οι κάτοικοι των πόλεων είναι οι αφεντάδες του κόσμου. Οι χωριάτες είναι τα υποζύγια».
Οι μορφωτικές ανισότητες που υπήρχαν στην Παλαιστίνη πριν το 1948, συντέλεσαν αργότερα στις διαφορετικές ευκαιρίες αποκατάστασης, αφού οι διπλωματούχοι Παλαιστίνιοι βρήκαν ευκολότερα δουλειά στις αραβικές χώρες, ενώ η πλειοψηφία του αγροτικού, εργατικού βεδουινικού πληθυσμού γέμισε τα στρατόπεδα.
Η αλληλεγγύη του χωριού, η συλλογική μνήμη και η απόδειξη της δύναμης των αγροτικών κοινωνικών σχέσεων θα βοηθήσουν αργότερα τους Παλαιστίνιους να επιβιώσουν στα προσφυγικά στρατόπεδα.
«Αντίθετα με πολλά χωριά του μεσογειακού χώρου, τα παλαιστινιακά χωριά δεν ήταν περιτειχισμένα, αλλά το σύμπλεγμα των στέρεων, πέτρινων σπιτιών τους, χτισμένων το ένα κοντά στο άλλο, με τοίχους που είχαν πάχος σχεδόν ένα μέτρο και με επίπεδη στέγη, απ’ όπου μπορούσε κανείς να κατοπτεύει τη γύρω περιοχή και να εκτοξεύει πέτρες, τα έκανε φοβερό εμπόδιο για τους περισσότερους επιδρομείς…Δύο αξίες των χωρικών, που τηρούνταν ευλαβικά, υπέθαλπταν αυτό το είδος άμεσης δράσης: το ρουτζουλιγέχ (θάρρος, ανδρεία) και το ουα-τζίμπ (καθήκον, υποχρέωση). Αυτό το πνεύμα της συλλογικής μαχητικότητας, που λεγόταν φάζα, έκανε ολόκληρα χωριά να κατεβαίνουν στις πόλεις για να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία που έγινε σ’ ένα απ’ τα μέλη τους».
Οι Παλαιστίνιοι αγρότες μοιράζονται αξίες και ήθη με ένα ιδιαίτερο τρόπο σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες. Μαζί με τους βεδουίνους πιστεύουν στην φιλοξενία, τη γενναιοδωρία, την τήρηση του λόγου, τον κώδικα εκδίκησης και συμφιλίωσης. Αντί να αποταμιεύουν οι Παλαιστίνιοι χωρικοί ξόδευαν, ότι είχαν, για να κάνουν δώρα και να προσφέρουν φιλοξενία γνωρίζοντας, ότι σε στιγμή ανάγκης θα δεχθούν βοήθεια από άλλους.
Το Οθωμανικό κράτος αντλούσε από τους Παλαιστίνιους φόρους και στρατιώτες. Υπολογίζεται ότι σε περιόδους πολέμων οι ετήσιες απώλειες έφθαναν μέχρι και τους 20.000 άνδρες.
Οι ίδιοι οι αρχηγοί των πατριών και οι μουχτάρ1 συνεργάζονταν με τους φορομισθωτές για να εξαναγκάζονται να πληρώνουν το φόρο της δεκάτης.
Υπό τη βρετανική κυριαρχία η συλλογή των φόρων γίνεται πιο καταπιεστική και επιβάλλεται με την αποστολή στρατευμάτων, σ’ αντίθεση με την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπου ο έπαρχος σπάνια διέθετε στρατό για να τρομοκρατήσει τα χωριά.
Οι αγρότες πλήττονταν περισσότερο από το φορολογικό σύστημα, γιατί αντίθετα με τους βεδουίνους, ήταν δεμένοι μ’ έναν τόπο, ενώ σε σύγκριση με τους εμπόρους δεν είχαν τα μέσα για να δωροδοκήσουν τους φοροεισπράκτορες.
Στις δεκαετίες του 1920 και 1930 προστέθηκε η απειλή της αγοράς γης από τους Σιωνιστές με κίνητρα καθαρά πολιτικά και στρατηγικά. Οι Σιωνιστές παρέκαμπταν την απαγόρευση μεταβίβασης γης σε μη Άραβες δημιουργώντας μια παλαιστινιακή τάξη συνεργατών, τους σιμσάρ, δηλαδή τους μεσίτες, μέσω των οποίων αγόραζαν γη στις απαγορευμένες ζώνες με πλαστογραφήσεις υποθηκών και εικονικές αγορές από ντόπια ανδρείκελα.
Πάντως, η βαθιά προσήλωση των φελάχων στην γη εμπόδισε τους Σιωνιστές ν’ αποκτήσουν περισσότερο από το 8% του παλαιστινιακού εδάφους πριν από το 1948.
Παρ’ όλα αυτά ο τοπικισμός που είχαν δημιουργήσει οι αραιές συγκοινωνίες και η διαίρεση σε σαντζάκ παρεμπόδισαν την εξάπλωση της επαναστατικής αντίστασης στην δεκαετία του 1930.
Η Μεγάλη Εξέγερση των ετών 1936-39 στο αποκορύφωμα της κατάφερε να κινητοποιήσει 15.000 ανθρώπους γύρω από 1.500 μόνιμους μαχητές, που αναγκάζουν τους Βρετανούς ν’ αυξήσουν τον στρατό κατοχής σε 20.000 περίπου άνδρες. Οι εξεγερμένοι αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα τις σιωνιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις, που είχαν αρχίσει ήδη ν’ αναπτύσσονται. Περίπου 5.000 Παλαιστίνιοι σκοτώνονται και 14.000 τραυματίζονται από τους Βρετανούς κατακτητές, χωρίς να υπολογίζονται τα θύματα των σιωνιστικών επιθέσεων, ενώ μόνο το 1939 φυλακίζονται περίπου 6.000 άνθρωποι. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία ενός άνδρα που ήταν μικρό παιδί το 1939:
«Υπάρχει μια εικόνα χαραγμένη στο μυαλό μου: όλοι οι κάτοικοι –άνδρες, γυναίκες και παιδιά– ήταν μαζεμένοι στο αλώνι. Αργότερα, όταν ρώτησα τι είχε συμβεί, μου είπαν πως οι Βρετανοί είχαν συγκεντρώσει εκεί όλο τον πληθυσμό κι είχαν ανατινάξει ολόκληρο το χωριό. Νομίζω πως ήταν το 1939. Είπαν πως μερικοί που συνεργάζονταν με την Επανάσταση είχαν βρει καταφύγιο στο χωριό· επίσης είχε ανατιναχθεί μια γέφυρα που οδηγούσε στο χωριό. Αυτό έφτανε στους Βρετανούς για να καταστρέψουν όλα τα σπίτια. Αλλά οι κάτοικοι πήγαν στην πόλη (Άκρα) για να πάρουν βοήθεια και να ανοικοδομήσουν το χωριό».
Όλη η μαχητική αντίσταση από την αρχή μέχρι το τέλος της βρετανικής κυριαρχίας πραγματοποιήθηκε χωρίς ηγεσία, χωρίς έστω κάποιου είδους συμμετοχή της αριστοκρατίας των πόλεων, ούτε φυσικά των προκρίτων που είχαν παράδοση προϋπηρεσίας στον τούρκικο στρατό.
«Η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη κατά μεγάλο ποσοστό στο ανώτερο τμήμα της κοινωνικο-οικονομικής πυραμίδας, που το αποτελούσαν μικρές ομάδες από αρχηγούς παλιών και ισχυρών πατριών, άλλα μέλη της γαιοκτημονικής αριστοκρατίας, πλούσιοι έμποροι και μερικοί ελεύθεροι επαγγελματίες. Εικοσιοκτώ (ή 87,5%) από τους 32 ανθρώπους που υπηρέτησαν ως μέλη της Αραβικής Υψηλής Επιτροπής (Α.Υ.Ε.) από την ίδρυση της το 1936 μέχρι το 1948, ανήκαν σ’ αυτό το ανώτερο τμήμα της παλαιστινιακής κοινωνίας. Μόνο τέσσερα μέλη… μπορούν να θεωρηθούν ως εκπρόσωποι της αστικής τάξης, και ούτε ένα μέλος της Α.Υ.Ε. δεν προερχόταν από τους αγρότες ή από την εργατική τάξη…»
Οι Παλαιστίνιοι πρόκριτοι αρκούνταν, λοιπόν, σε λεκτικές «απειλές» προς την κυβέρνηση για να εκτονώνουν τις διαμαρτυρίες και να συντηρούν την θέση τους. Ενδεικτική είναι η συμμετοχή τους σε σύσκεψη, που κάλεσε ο πρώτος ύπατος αρμοστής Χέρμπερτ Σάμιουελ τον Οκτώβρη του 1920, παρά τις φήμες για σχέδιο δολοφονίας του και παρά τις «απειλές» για μποϋκοτάρισμα του καλέσματος του.
Το ίδιο ενδεικτική είναι και η παρασημοφόρηση το 1921 των δημάρχων της Ιερουσαλήμ, του Τουλκάρμ και της Γιάφας και των μουφτήδων της Άκρας και του Σαφέντ και του καδή της Ιερουσαλήμ από τους Βρετανούς «για τις υπηρεσίες τους προς την Παλαιστίνη».
Βρετανική κυριαρχία και επιβολή του σιωνιστικού κράτους
Όσο και να πασχίζουν βρετανοί ιστορικοί να παρουσιάσουν τον ρόλο της Βρετανίας ως ρόλο «διαιτητή» ανάμεσα σε Παλαιστίνιους και Σιωνιστές η αλήθεια βρίσκεται στην αμέριστη υποστήριξη των τελευταίων για ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο της Παλαιστίνης και την επιβολή σιωνιστικού κράτους.
Και αυτό έγινε με την εκπαίδευση των παραστρατιωτικών οργανώσεων και την παράλληλη ωμή καταστολή της αντίστασης των Παλαιστινίων, που βρέθηκαν παντελώς αφοπλισμένοι μπρος στην σιωνιστική απειλή. Το γεγονός αυτό εξηγεί και την λανθασμένη τάση αναμονής βοήθειας από τα αραβικά κράτη, που όμως, όπως αποδείχτηκε, ήταν πλήρως εναρμονισμένα με τα βρετανικά και σιωνιστικά συμφέροντα.
Οι Παλαιστίνιοι, δυστυχώς, παρ’ ότι αντιστάθηκαν τόσο στην βρετανική κατοχή, όσο και στην σιωνιστική μετανάστευση, δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν το μέγεθος του κινδύνου που ερχόταν, γιατί καμία κατοχή δεν τους είχε διώξει από την γη που ζούσαν.
Κι όμως οι Σιωνιστές ηγέτες από νωρίς είχαν κάνει φανερές τις προθέσεις τους σε βαθμό μάλιστα που να φαντάζουν «λογικές» σε ένα τμήμα της παγκόσμιας «κοινής γνώμης», ενώ διάφοροι βρετανοί υπουργοί αποικιών όπως ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Ουίλιαμ Όρμσμπυ-Γκορ υποστήριζαν ανοικτά την εκδίωξη των Παλαιστινίων. «Οπωσδήποτε η Παλαιστίνη είναι μια περίπτωση όπου, για ανθρωπιστικούς λόγους και για να προωθηθεί μια μόνιμη διευθέτηση, επιβάλλεται η μεταφορά του πληθυσμού. Ας ενθαρρυνθούν οι Άραβες ν’ αποχωρήσουν καθώς θα εισρέουν οι Εβραίοι». (Πρόταση της Εθνικής Εκτελεστικής Επιτροπής του βρετανικού Εργατικού Κόμματος το 1944). Η ενθάρρυνση φυσικά σήμαινε τις σφαγές που επακολούθησαν πάντα βέβαια για «ανθρωπιστικούς» λόγους…
Η αραβική εξέγερση του 1936-39 βρίσκει τους Σιωνιστές να εξοπλίζονται και να εκπαιδεύονται στρατιωτικά υπό την καθοδήγηση των Βρετανών. Ήδη η ίδρυση της Χάγκανα που γίνεται με επιδέξιο τρόπο προαναγγέλλει την στιγμή που η βρετανική κατοχή δεν θα είναι απαραίτητη για τους σιωνιστές. Η συγκρότηση των δύο κυριοτέρων τρομοκρατικών οργανώσεων της Ιργκούν και της Στερν αποσκοπούσε στην δημιουργία κατάστασης πανικού για τον αραβικό πληθυσμό.
Ο βρετανός Όρντε Ουίνγκαιητ εκπαιδεύει τα περιβόητα «Ειδικά Νυκτερινά Αποσπάσματα» καθώς και μια εβραϊκή αστυνομική δύναμη την Νοτρίμ η δύναμη της οποίας φθάνει τον Σεπτέμβριο του 1936 τους 2.863 άνδρες, ενώ το 1938 ενισχύεται με 3.000 ακόμη έκτακτους αστυνομικούς μέλη της Χάγκανα. Το 1939 σχηματίζονται δέκα λόχοι αστυνομίας εβραϊκών οικισμών με 14.411 άνδρες, που διοικούνται ο καθένας από βρετανό αξιωματικό. Μέχρι το 1948 όλος ο εβραϊκός πληθυσμός πάνω από 14 ετών έχει αποκτήσει στρατιωτική εκπαίδευση.
Υπό την καθοδήγηση του Ουίνγκαιητ τα «Νυκτερινά Αποσπάσματα» περνούν στις επιθέσεις εναντίον αραβικών χωριών. Ο Ουίνγκαιητ τους διδάσκει τα πλεονεκτήματα του αιφνιδιασμού, της νυκτερινής επίθεσης και της αποφυγής των συμβατικών στρατιωτικών μεθόδων, τις εκτελέσεις αιχμάλωτων χωρικών για την απόσπαση ομολογιών, όσον αφορά τις κρυψώνες όπλων και την τρομοκράτηση των υπόλοιπων. Όλα αυτά με την παράλληλη διερεύνηση του τρόπου δράσης των παλαιστίνιων αγροτών, ώστε να εξασφαλίζεται ο περιορισμών των απωλειών από την μεριά των Εβραίων, ρίζωσαν βαθιά στον σιωνιστικό μιλιταρισμό και θα τον χαρακτήριζαν με τον πιο κτηνώδη και απάνθρωπο τρόπο στο μέλλον.
Όταν ξέσπασαν οι πρώτες σοβαρές συγκρούσεις το 1948, οι Σιωνιστές μπορούσαν να βασίζονται σε περίπου 120.000 ένοπλους και ετοιμοπόλεμους άνδρες σ’ ένα συνολικό πληθυσμό 590.000 Εβραίων. Όσο για τον οπλισμό τους; «10.000 τουφέκια, 450 οπλοπολυβόλα, 180 πολυβόλα, 96 όλμοι των τριών ιντσών, 67 όλμοι των δύο ιντσών, δύο ελαφρά πεδινά πυροβόλα των 5 χιλιοστών και άγνωστη ποσότητα λαθραίων και αυτοσχέδιων όπλων…20 αντιαεροπορικά πυροβόλα, 800 θωρακισμένα οχήματα, δύο τανκς τύπου Σέρμαν, ένα τανκ τύπου Κρόμβελ, 21 μεταχειρισμένα ελαφρά αεροπλάνα τύπου Ώστερ που ανεφοδίαζαν τους εβραϊκούς οικισμούς και βομβάρδιζαν τα παλαιστινιακά χωριά».
Από την άλλη μεριά ο «έλεγχος» της κατάστασης στην Παλαιστίνη έχει περάσει, υποτίθεται, στα χέρια των αραβικών χωρών που είναι σε μεγάλο βαθμό ενδοτικά στις πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων, διαιρεμένα μεταξύ τους, και με καμία ουσιαστική διάθεση για στρατιωτική επέμβαση εναντίον των Σιωνιστών. Δεν είναι λίγοι οι Παλαιστίνιοι που πιστεύουν, ότι ο εικονικός πόλεμος που τελικά διεξήγαγε ο «Αραβικός Απελευθερωτικός Στρατός», οφειλόταν σε μια συμφωνία για να εκδιωχθούν από την γη τους, καθώς ήταν πάγια η άρνηση των αραβικών χωρών να βοηθήσουν πριν την αποχώρηση των Βρετανών της 15ης Μαΐου.
«Η εσφαλμένη εμπιστοσύνη στις αραβικές υποσχέσεις για “σωτηρία” της Παλαιστίνης, οι μεγαλόστομες διακηρύξεις περί στρατιωτικής ισχύος και η ανικανότητα πρόγνωσης του χειρότερου ενδεχόμενου, όλα αυτά συντέλεσαν κάπως στην έξοδο των χωρικών (αν και όχι τόσο όσο ο φόβος)… αλλά ακόμα και εκείνοι που πέρασαν τα σύνορα και κατέφυγαν στον Λίβανο, την Συρία ή την Ιορδανία ποτέ δεν φαντάζονταν πως θα τους εμπόδιζαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, όταν θα τέλειωνε ο πόλεμος, έστω και αν δεν νικούσαν οι αραβικοί στρατοί. Λένε: “Νομίζαμε πως φεύγουμε για μια-δυο βδομάδες, κλειδώσαμε την πόρτα μας και φυλάξαμε το κλειδί, περιμένοντας να γυρίσουμε”».
Αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι θα πουν, πως θα ήταν προτιμότερο να είχαν σφαχτεί κατά χιλιάδες παρά να εγκαταλείψουν την Παλαιστίνη και όσοι απέμεναν θα οργάνωναν μια καινούργια αντίσταση βασισμένη στους αγρότες…
Οι αληθινοί τρομοκράτες σε δράση
«Ένα από τα πολιτικά λάθη της ηγεσίας μας ήταν πως δεν εμπόδισε την εκκένωση. Έπρεπε να είχαμε μείνει. Είχα ένα τουφέκι κι ένα οπλοπολυβόλο Στεν. Ο πατέρας μου μού είπε: «Έρχονται οι σιωνιστές, ξέρεις τι κάνουν στα κορίτσια, πάρε τις αδελφές σου και πηγαίνετε στον Λίβανο”. Εγώ του είπα: “Προτιμώ να σκοτώσω τις αδερφές μου κι όλους σας και να φυλάξω την τελευταία σφαίρα για τον εαυτό μου. Κάλλιο αυτό παρά να φύγουμε”. Ύστερα πήραν το χωριό μας, με συνέλαβαν κι έφυγαν. Αλλά η ηγεσία μας ήταν έξω, στο Κάιρο, τη Δαμασκό και τη Βηρυτό. Όταν οι ηγέτες είναι έξω, δεν μπορούν να λένε στον κόσμο να μείνει».
Οι σιωνιστές βασιζόμενοι σε λεπτομερείς γνώσεις για τις στρατηγικές δυνατότητες που πρόσφερε το έδαφος του κάθε χωριού, για την ψυχολογία και τις συνήθεις των χωρικών προχωρούν χωρίς δισταγμούς στην υλοποίηση των επιχειρήσεων τους και των σχεδιασμών τους: γενικευμένες δολοφονίες και βιασμοί, ώστε να επιλεγεί η φυγή από την αντίσταση και την παραμονή με όποιο κόστος, ενώ ολόκληρα χωριά ανατινάζονταν και καίγονταν απ’ άκρη σ’ άκρη..
Οι κάτοικοι πολλών χωριών μ’ απαρχαιωμένα όπλα, με λιγοστά πυρομαχικά και σχεδόν ανύπαρκτη εκπαίδευση αντιστάθηκαν με πείσμα ιδιαίτερα στις πρώτες επιθέσεις των Σιωνιστών. Στην αλ-Μπίρουα και το αλ-Σάαμπ καταφέρνουν μάλιστα ν’ ανακαταλάβουν τα χωριά τους μετά την πρώτη επίθεση, ενώ το Μιγιάρ προβάλλει επίσης παροιμιώδη αντίσταση. Την ίδια στιγμή οι αραβικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Παλαιστίνη δεν πρόσφεραν τίποτα στην άμυνα των χωριών.
Η μαρτυρία του βρετανού ανακριτή Ρίτσαρντ Κάτλιγκ δεν αφήνει καμία αμφιβολία για όσους τυχόν μιλούν για προπαγάνδα και υπερβολές των Παλαιστίνιων:
«Η καταγραφή των καταθέσεων εμποδίζεται, επίσης, από την υστερική κατάσταση των γυναικών, που συχνά βάζουν τα κλάματα… Πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία πως διαπράχθηκαν πολλές ακρότητες από τους επιτιθέμενους Εβραίους. Πολλές νεαρές μαθήτριες βιάσθηκαν και αργότερα σφαγιάσθηκαν. Ακόμα και ηλικιωμένες γυναίκες υπέστησαν κακή μεταχείριση. Κυκλοφορεί μια ιστορία για μια νέα κοπέλα που την έσκισαν κυριολεκτικά στα δύο. Επίσης σφάχθηκαν πολλά νήπια».
Το μήνυμα των ανθρωπόμορφων αυτών κτηνών, που δεν δίσταζαν να ξεκοιλιάζουν ετοιμόγεννες γυναίκες, είναι σαφές: ο αραβικός πολεμικός κώδικας για την προστασία των γυναικών, των παιδιών και των ηλικιωμένων δεν έχει καμία ισχύ.
Βασιζόμενοι στις κτηνωδίες και στον ψυχολογικό πόλεμο οι σιωνιστές δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα τρόμου για τους πληθυσμούς διαφόρων περιοχών:
«Οι κάτοικοι του χωριού μου, της Σάασα δεν έφυγαν εξαιτίας κάποιας μάχης. Γινόντουσαν εχθροπραξίες ολόγυρα, αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμοί. Αλλά ο λόγος που φύγαμε ήταν οι ειδήσεις για τη σφαγή της Σαφσάφ, όπου δολοφονήθηκαν πενήντα νέοι άνδρες. Έγιναν κι άλλες σφαγές –στο Τζις, στο Ντεΐρ Γιασήν– και κυκλοφορούσαν φήμες για ατίμωση γυναικών. Οι χωρικοί μας νοιάζονταν ιδιαίτερα να προστατέψουν τις γυναίκες τους, κι εξαιτίας αυτού του φόβου πολλά από τα βορεινά χωριά εκκενώθηκαν πριν ακόμα τ’ αγγίξει ο πόλεμος».
Μερικές φορές αφήνουν τους ηλικιωμένους να μείνουν, αλλά αυτό δεν γίνεται πάντα:
«Δύο άλλοι θείοι μου πέθαναν καθ’ οδό, κοντά στο Τζενίν, αλλά ο παππούς μου, που ήταν κάπου 110 χρονών, συνέχισε ως το Χαλέπι, όπου είχε κάτι συγγενείς, με τους οποίους έμεινε κάμποσο καιρό κι ύστερα έσμιξε μαζί μας στο Μπααλμπέκ (στρατόπεδο). Στο Μπααλμπέκ έκανε πολύ κρύο για έναν γέρο άνθρωπο, κι έτσι γυρίσαμε στη Τύρο. Εκεί αυτός αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Παλαιστίνη. Ο πατέρας μου προσπάθησε να τον πείσει πως είναι γέρος άνθρωπος και πως δεν θα τα καταφέρει. Αυτό έγινε το 1950. Εκείνος όμως επέμεινε να πάει και χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν αγόρασε έναν γάιδαρο και νοίκιασε έναν οδηγό, γύρισε στην Παλαιστίνη κι έφτασε στο χωριό μας… Η γιαγιά μου ήταν στο Μετζντ αλ-Κρουμ και δεν μπορούσε να πάει κοντά του. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πάει κοντά του. Στο μεταξύ εκείνος ήταν άρρωστος και τυφλός. Τέσσερα-πέντε χρόνια αργότερα πέθανε».
Με τον ίδιο τρόπο χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούσαν τον πρώτο καιρό να επιστρέψουν «λαθραία» και με κίνδυνο της ζωής τους στα χωριά τους για να πάρουν λίγα τρόφιμα και πράγματα απ’ αυτά που είχαν αφήσει πίσω τους:
«Άφησα το χωριό μου χωρίς να θερίσω το σιτάρι… Γύρισα για να μαζέψω ένα μέρος απ’ τα καπνά μας και το στάρι μας, ώστε να μην πεθάνει της πείνας η οικογένεια μου… Στο χωριό διαπιστώσαμε πως οι Εβραίοι είχαν κάψει και καταστρέψει τα σπίτια μας…»
Αλλού Εβραίοι ήδη είχαν αρχίσει να θερίζουν τις σοδειές…
Πολλοί φυλακίζονταν, άλλοι δολοφονούνταν από ελεύθερους σκοπευτές, άλλοι οδηγιόνταν έξω από τα «σύνορα». Μόνο οι δοσίλογοι είχαν εξασφαλισμένη την επιβίωσή τους.
Έτσι 800.000 άνθρωποι, έχοντας πίσω τους μια παράδοση τριάντα ετών αντίστασης στην βρετανική κατοχή και την σιωνιστική μετανάστευση, σπρώχθηκαν μέσω μιας ανείπωτης τρομοκρατίας στην προσφυγιά, όπου τους περίμεναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης νέες ταπεινώσεις και σκληρή καταπίεση από τα Αραβικά κράτη μέχρι την Επανάσταση του 1965…
1. μουχτάρ: Αρχηγός του χωριού, ο κατώτερος βαθμός στη διοικητική ιεραρχία, άμισθος. Τα περισσότερα χωριά είχαν περισσότερους από ένα μουχτάρ, που εκλέγονταν για να αντιπροσωπεύουν τις θρησκευτικές κοινότητες και τα σόγια του χωριού).
Συσπείρωση Αναρχικών
* Τα στοιχεία και οι μαρτυρίες που παρατίθενται στο παραπάνω κείμενο βρίσκονται στην μελέτη ΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΙ: ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ της Rosemary Sayigh.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.3, Μάιος 2002
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com