Οι αιματηρές διαδηλώσεις κατά της στρατολόγησης, στην Νέα Υόρκη, τον Ιούλιο του 1863

ΦΩΤΟ: Ένοπλες συγκρούσεις των εξεγερμένων με τους στρατιώτες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Οι διαδηλώσεις στρατολόγησης στη Νέα Υόρκη (13 – 16 Ιουλίου 1863), γνωστές τότε ως Εβδομάδα Στρατολόγησης, ήταν βίαιες διαδηλώσεις, που θεωρούνται ευρέως ως το αποκορύφωμα της εκδήλωσης δυσαρέσκειας στους νέους νόμους που ψηφίστηκαν από το Κογκρέσο εκείνο το έτος, για να στρατολογηθούν επιπλέον άνδρες και να πολεμήσουν στον συνεχιζόμενο αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Οι εξαιρετικά βίαιες αυτές ταραχές παραμένουν από τις μεγαλύτερες στην αμερικανική ιστορία, εκτός από τον ίδιο τον τετραετή Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865).
Ο ιδιόμορφος αυτός Εμφύλιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε ως απελευθερωτικός, γιατί ως κύριο πρόσχημα είχε την κατάργηση της δουλείας, όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο παρουσιάστηκαν στα κατοπινά χρόνια. Στην πραγματικότητα τίθετο θέμα επιβίωσης των Ηνωμένων Πολιτειών ως ηνωμένων!!! Είναι αξιοσημείωτο, ότι και πριν και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, πραγματοποιούνται απεργίες σε ολόκληρη τη χώρα. Οι εφημερίδες της εποχής καταγράφουν ότι κατά τη διάρκεια του 1863, έχουν απεργήσει εργάτες από σχεδόν όλους τους κλάδους της βιομηχανίας. Όμως, παρ’ ότι ο πόλεμος αυτός χαρακτηρίστηκε απελευθερωτικός, οι εργάτες δέχονταν επιθέσεις από στρατιώτες όταν απεργούσαν, οι Ινδιάνοι σφαγιάζονταν από στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών και όσοι τολμούσαν να ασκήσουν κριτική στην πολιτική Λίνκολν φυλακίζονταν με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς δίκη. Ο αριθμός των λεγόμενων πολιτικών κρατουμένων της εποχής έφτανε τις 30.000 περίπου!
Ο, ούτε λίγο ούτε πολύ, καθαγιασμένος πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν, μάλλον, δεν είχε ποτέ του εκφράσει σαφή άποψη περί της δουλείας. Ακόμη και η περιβόητη «Διακήρυξη Χειραφέτησης» που εκδόθηκε την 1η Ιανουαρίου 1863, εν μέσω του Εμφυλίου Πολέμου, φαίνεται ότι τελικά αποσκοπούσε στο να γύρει αριθμητικά η ζυγαριά υπέρ των Βορείων. Κι αυτό γιατί, αμέσως μετά την ανακοίνωσή της, περί τις 200.000 μαύρων κατατάχτηκαν στις ένοπλες δυνάμεις των Βορείων και στο πλευρό του Αβραάμ Λίνκολν. «Χωρίς τη βοήθεια των μαύρων, ο Βορράς δεν θα μπορούσε να είχε κερδίσει τον πόλεμο τόσο σύντομα και ίσως ακόμη και να τον είχε χάσει», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Τζέιμς ΜακΦίρσον. Το κείμενο της «Διακήρυξη Χειραφέτησης» αναφέρει ότι όσοι μαύροι δούλοι βρίσκονται στις περιοχές του Νότου που κατακτά ο Βορράς δεν θα μπορούν να πουληθούν ξανά σαν σκλάβοι. Όπως επισήμαιναν και οι τότε δημοσιογράφοι, το κείμενο ήταν πολύ προσεγμένο ώστε τελικά να μην υπάρχουν επιπτώσεις, γιατί δεν ελευθέρωνε τους δούλους που υπήρχαν ήδη στον Βορρά, ούτε καν όσους πολεμούσαν για τους Βόρειους, αλλά έδινε υπόσχεση ελευθέρωσης σε εκείνους του Νότου, εφ’ όσον ο στρατός των Βορείων εισέλθει μια μέρα νικητής στην περιοχή τους. Εξαιρούσε, δε, τους δούλους που ήδη υπήρχαν στις «ουδέτερες πολιτείες».
Όλα αυτά, όμως, δεν μπορούσαν να κρύψουν την σκληρή πραγματικότητα, τους πάνω από 240.000 νεκρούς στρατιώτες από την αρχή του Εμφυλίου Πολέμου και από τα δύο μέρη. Θα ακολουθούσαν και πολλοί άλλοι!
Και σε αυτό το σημείο ο Λίνκολν κέρδιζε ήδη τον πόλεμο σε ουσία, διότι ήξερε, ότι οι απώλειες κοστίζουν στον Νότο που δεν είχε αποθέματα, ενώ εκείνος διέθετε πολλά. Στα λιμάνια του Βορρά οι νέοι άποικοι που έφθαναν είχαν να διαλέξουν μεταξύ της υποχρεωτικής στράτευσης ή της επιστροφής τους. Για αρκετούς από αυτούς, που έφθαναν σε άθλια κατάσταση από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο στρατός ήταν μια λύση ένδυσης και σίτισης. Ο Βορράς, μεταξύ 1862 και 1864 κατάφερε να στρατολογήσει μ’ αυτόν τον τρόπο περίπου 150.000 επιπλέον στρατιώτες και μετά από τις έκτακτες υποχρεωτικές στρατεύσεις –που προκάλεσαν μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις στην Νέα Υόρκη– άλλους 400.000, παρουσιάζοντας πρόσθετες ενισχύσεις που ισοδυναμούσαν με όλο το αρχικό δυναμικό του Νότου. Η αναλογία 2,5:1 σε ανθρώπινο υλικό υπέρ του Βορρά το 1860, μετετράπη σε 3:1 στα τέλη του 1862 και έφτασε το 10:1 στα τέλη του 1864. Η πορεία προς την ήττα του Νότου ήταν εξασφαλισμένη, απλά δεν είχε συμπληρωθεί ακόμα η μοιραία λίστα όλων των απωλειών που θα ήταν αναγκαίες.
Ο εν λόγω «Νόμος περί Στρατολόγησης» του 1863 επέτρεπε, σε όσους μπορούσαν, να μην υπηρετήσουν στον στρατό, πληρώνοντας 300 δολλάρια (ισοδύναμο με $ 5.835 το 2016), είτε προσλαμβάνοντας έναν αντικαταστάτη. [Ο ίδιος νόμος περί απαλλαγής των εύπορων ίσχυε, (συμπτωματικά;) και στο Νότο].
Το τετραήμερο 13-16 Ιουλίου 1863 στιγματίζεται από τις «Διαδηλώσεις της Στρατολόγησης», με τις ταραχές να φθάνουν μέχρι την καρδιά της ίδιας της Νέας Υόρκης. Ένα πλήθος εξεγερμένων ξεχύνεται στους δρόμους, καταστρέφοντας το κεντρικό Στρατολογικό Γραφείο της Νέας Υόρκης. Τις επόμενες μέρες, ομάδες λευκών εργατών –στην πλειοψηφία τους Ιρλανδοί– περιφέρονται στην πόλη, καταστρέφοντας κτίρια, εργοστάσια, γραμμές του τραμ και σπίτια. Οι ταραχές που ξεσπούν, με αφορμή την στρατολόγηση, είναι ποικιλόμορφες. Στρέφονται εναντίον των μαύρων, τους οποίους θεωρούν υπεύθυνους για τον πόλεμο που μαστίζει την χώρα, των πλουσίων και των ρεπουμπλικάνων. Αρχικά επιτίθενται στα κέντρα στρατολόγησης, στη συνέχεια σε σπίτια πλουσίων και στο τέλος αρχίζουν να δολοφονούν μαύρους. Περιφέρονται στους δρόμους, προκαλούν κλείσιμο εργοστασίων και στρατολογούν μέλη από τον συγκεντρωμένο κόσμο. Προκαλούν τον ολοσχερή εμπρησμό ενός ορφανοτροφείου που φιλοξενεί τα μαύρα παιδιά της πόλης. Πυροβολούν, καίνε και κρεμούν όσους μαύρους συναντούν στους δρόμους, ενώ άλλους τους πετούν στο ποτάμι για να πνιγούν.
Ο Λίνκολν κατέφυγε σε ακραία μέτρα: έθεσε την πολιτεία υπό στρατιωτικό νόμο και απέστειλε στρατιωτικά τμήματα, τα οποία επέστρεφαν από την μάχη του Γκέτισμπεργκ, για την καταστολή των εξεγέρσεων. Οι δυνάμεις κατέφθασαν το ίδιο απόγευμα, αναλαμβάνοντας δράση: εισέβαλαν στα σπίτια σφαγιάζοντας αδιάκριτα, ενώ συστοιχίες πυροβόλων σάρωναν τους δρόμους της Νέας Υόρκης εξοντώνοντας μαζικά 1.000 περίπου διαδηλωτές. Η δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του Λίνκολν ήταν τόσο έντονη ώστε κατέφυγε πλέον σε εκβιασμούς για να διατηρήσει την συνοχή του κόμματός του.
ΧΡΟΝΙΚΟ
Δευτέρα 13 Ιουλίου 1863
Το λυντσάρισμα και ο θάνατος, του συνταγματάρχου H.F. O’Brien, πλησίον της κατοικίας του, στις 14 Ιουλίου, από εξαγριωμένους στασιαστές.
Υπάρχουν αναφορές για ταραχές στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης και σε κάποιες άλλες πόλεις, αλλά η πρώτη διαδήλωση ενάντια στη Στρατολόγηση πραγματοποιείται το Σάββατο 11 Ιουλίου, ειρηνικά, στο Μανχάτταν. Η δεύτερη διαδήλωση οργανώνεται την Δευτέρα 13 Ιουλίου, δέκα ημέρες μετά την νίκη στο Γκέτισμπουργκ της νότιας Πενσιλβάνια. Στις 10π.μ. οργισμένο πλήθος περίπου 500 ατόμων, υπό την καθοδήγηση εθελοντών πυροσβεστών, επιτίθεται στο 9ο αστυνομικό τμήμα, το οποίο είναι και στρατολογικό γραφείο. Το πλήθος πετάει πέτρες πεζοδρομίου στα τζάμια και πυρπολεί το κτίριο, ενώ καίει πυροσβεστικό όχημα που πλησιάζει το σημείο. Μάλιστα, για να μην γίνουν αμέσως γνωστά τα γεγονότα, κόβουν τα καλώδια του τηλέγραφου. Στην περιοχή καταφθάνει ο Τζ. Α. Κένεντυ, υψηλόβαθμο στέλεχος της αστυνομίας, με πολιτική περιβολή, αλλά αναγνωρίζεται από το πλήθος και χτυπιέται μέχρις αναισθησίας στο κεφάλι, ενώ δέχεται επίθεση και με μαχαίρι στο χέρι. Οι λιγοστές αστυνομικές δυνάμεις που σπεύδουν στο σημείο ανοίγουν πυρ, αλλά αφοπλίζονται.
Ένα ξενοδοχείο που αρνείται να δώσει αλκοόλ σε εξεγερμένους πυρπολείται, όπως, επίσης, και το σπίτι του δημάρχου, δύο άλλα κτίρια, καθώς και τα γραφεία των New York Times. Αργότερα το απόγευμα οι αρχές σκοτώνουν έναν διαδηλωτή, κατά τη διάρκεια επίθεσης σε οπλοστάσιο στο Second Avenue και 21st Street. Ο κόσμος σπάει όλα τα παράθυρα με πλάκες που ξήλωσε από το δρόμο.
Οι διαδηλωτές στρέφονται ενάντια στους μαύρους ως εξιλαστήρια θύματα, βλέποντας τους ελεύθερους μαύρους, ως ανταγωνιστές για τις λιγοστές θέσεις εργασίας. Ο όχλος χτυπά, βασανίζει και σκοτώνει πολλούς μαύρους. Ένας, μάλιστα, δέχεται επίθεση από ένα πλήθος 400 λευκών με ξύλα και πέτρες, κατακρεουργείται, κρεμιέται από ένα δέντρο και του βάζουν και φωτιά.
Το Άσυλο για τα έγχρωμα ορφανά της 43ης οδού και 5ης Λεωφόρου, ένα «σύμβολο της λευκής φιλανθρωπίας», το οποίο φιλοξενεί 233 παιδιά, δέχεται επίθεση από πλήθος γυναικών και παιδιών περίπου στις 4μμ. Το κτίριο λεηλατείται. Η αστυνομία καταφέρνει να απομακρύνει τα ορφανά πριν τον εμπρησμό του κτιρίου. Στην ευρύτερη περιοχή σκοτώνονται περισσότεροι από 120 μαύροι, ενώ καταστρέφονται τα μαγαζιά και τα σπίτια τους.
Άλλο πλήθος κατευθύνεται προς τις αποβάθρες του λιμανιού, όπου εργοδότες προσέλαβαν μαύρους αντί για Ιρλανδούς. Σκοπός του πλήθους είναι να εξαφανίσει κάθε μαύρο στοιχείο στις αποβάθρες. Επίσης, καταστρέφουν οίκους ανοχής, αίθουσες χορού, οικοτροφεία, ενώ γδύνουν τους λευκούς ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων αυτών.
Τρίτη 14 Ιουλίου 1863
Πλήθη εξαγριωμένων εργατών διαδηλώνουν και προβαίνουν σε καταστροφές και εμπρησμούς κτιρίων, εργοστασίων και κατοικιών
Η βραδυνή βροχή βοηθά να σβήσουν οι φωτιές της προηγούμενης μέρας και οι στασιαστές να ξεκουραστούν, αλλά επανέρχονται την επόμενη. Καίνε στο σπίτι του Άμπι Γκίμπονς, μεταρρυθμιστή των φυλακών, καθώς και της κόρης του υπέρμαχου της κατάργησης της δουλείας Ισαάκ Χόπερ. Επίσης, επιτίθενται σε γυναίκες που παντρεύτηκαν μαύρους, καθώς και σε πόρνες που δέχονται μαύρους, ευτυχώς, χωρίς να τους προκαλέσουν σωματικές βλάβες.
Στην πόλη φτάνει ο κυβερνήτης Οράτιος Σέιμουρ, ο οποίος, σε ομιλία του στο Δημαρχείο, προσπαθεί να κατευνάσει το πλήθος, λέγοντας ότι ο «Νόμος Περί Στρατολόγησης» είναι αντισυνταγματικός.
Ο στρατηγός Τζον Ε. Γούλ, διοικητής της ανατολικής περιφέρειας, καταφθάνει με περίπου 800 στρατιώτες. Διατάζει, επίσης, την πολιτοφυλακή να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη.
Τετάρτη 15 και Πέμπτη 16 Ιουλίου 1863: Αποκατάσταση της τάξης
Η κατάσταση είναι καλύτερη την Τετάρτη, όταν ο βοηθός του στρατηγού λαμβάνει οδηγία να αναστείλει την στρατολόγηση. Κάποιοι στασιαστές μένουν στα σπίτια τους. Κάποιοι άλλοι, όμως, ξαναβγαίνουν στους δρόμους με άγριες διαθέσεις.
Η τάξη αποκαθίσταται την Πέμπτη όταν ομοσπονδιακές δυνάμεις επιστρέφουν στην Νέα Υόρκη, συμπεριλαμβανομένης της 152ης δύναμης εθελοντών Ν. Υόρκης, της 26ης εθελοντών του Μίτσιγκαν, της 27ης της Ιντιάνα και του 7ου Συντάγματος της Νέας Υόρκης. Μέχρι τις 16 Ιουλίου, κατέφθασαν αρκετές χιλιάδες ομοσπονδιακά στρατεύματα στην πόλη.
Η τελική αντιπαράθεση σημειώθηκε την Πέμπτη το βράδυ κοντά στο Gramercy Park. Σύμφωνα με πληροφορίες, δώδεκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους την τελευταία ημέρα των ταραχών σε αψιμαχίες μεταξύ στασιαστών, της αστυνομίας και του στρατού, συμπεριλαμβανομένου ενός αφροαμερικάνου, δύο στρατιωτών, ενός περαστικού και δύο γυναικών.
Οι συγκρούσεις ανάγκασαν εκατοντάδες μαύρων να εγκαταλείψουν την πόλη. Η βία ήταν ιδιαίτερα άγρια στις αποβάθρες του λιμανιού. Τουλάχιστον 2.000 τραυματίστηκαν.
Πολλές ταραχές με αφορμή την στρατολόγηση ξέσπασαν, επίσης, και σε άλλες πόλεις του βορρά –χωρίς μεγάλη διάρκεια και βία–: στο Νιούαρκ, το Τρόι, τη Βοστόνη, το Τολέδο και το Έβανσβιλ.
Μετάφραση-απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 168, Φεβρουάριος 2017
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com