ΟΙ «ΚΙΒΩΤΟΙ» ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΜΝΗΜΗΣ…
«Το μνημείο, αντί να ενσωματώνει τη μνήμη, την εκτοπίζει ολοκληρωτικά… Από τη στιγμή που προσδίδουμε μνημειακή μορφή στη μνήμη, απεκδύουμε σε κάποιο βαθμό τον εαυτό μας από την υποχρέωση να θυμόμαστε. Μεταφέροντας το βάρος της μνήμης στις πλάτες του μνημείου, οι θεατές ανακουφίζονται από την κατάρα της μνήμης». Pierre Nora
Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος
Είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μελλούμενο χρόνο,
Κι ο μελλούμενος χρόνος περιέχεται στον περασμένο χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών
όλος ο χρόνος δεν μπορεί να εξαγοραστεί.
Αυτό που θα μπορούσε να ’ταν είναι μια αφαίρεση
Που παραμένει μια μόνιμη δυνατότητα
Μόνο σ’ έναν κόσμο ρεμβασμού.
Αυτό που θα μπορούσε να ’ταν κι αυτό που ήταν
Σημαδεύουν σ’ ένα τέρμα, που είναι πάντα τωρινό.
Πατημασιές αντηχούν μες στο μνημονικό
Κάτω στο δρομάκι που δεν ακολουθήσαμε
Κατά την πόρτα που ποτέ δεν ανοίξαμε
Προς τη μεριά του ροδόκηπου.
Τ.Σ. Έλιοτ, Τα τέσσερα κουαρτέτα
Το μπρούντζινο άγαλμα του βρετανού δουλέμπορου Έντουαρντ Κόλστον γκρεμίζεται από τους «ταραχοποιούς», σέρνεται στους δρόμους του Μπρίστολ και τελικά πετιέται από το ίδιο λιμάνι όπου προσέδεναν τα δουλεμπορικά του καράβια».
Υπάρχει, τελικά, μία ιστορία να διηγηθούμε; Μπορούμε να διηγηθούμε τα πραγματικά γεγονότα; Να τα ξαναζωντανέψουμε, να τους κάνουμε τεχνητή αναπνοή, να «επαναπατρίσουμε» το εξόριστο παρελθόν; Να σβήσουμε τις παραμορφώσεις, να διαβάσουμε τα μυστικά τους νοήματα; Είναι σαν να σκάβεις ένα τούνελ μέσα στην νύχτα δίχως να ξέρεις, που θα βγεις, είναι μια ψευδαίσθηση, ή μήπως αυτό το πάθος είναι ο μόνος δεσμός με την αλήθεια;
Ναι, για να αναστηθεί ο χρόνος θέλει έναρξη και διαδοχή, και έτσι δεν μπορεί να «χωρέσει» στο παρόν. Ναι, παρ’ όλα αυτά δεν γίνεται να φανταζόμαστε συνεχώς τον εαυτό μας δραπέτη του παρόντος, χαμένο για πολύ στους λαβύρινθους του παρελθόντος. Γιατί δεν μπορούμε να κοινωνούμε αδιάλειπτα τα «μυστικά φίλτρα» της νοσταλγίας και παρ’ όλα αυτά να βρισκόμαστε συνεχώς εν πλω;
Γιατί η μνήμη δεν είναι ταμιευμένος χρόνος, επειδή δεν ανατρέχουμε «εκεί», απλά, για να ζήσουμε πάλι την ζωή μας, γιατί δεν αντέχουμε την σιωπή, γιατί θέλουμε να τα αφηγηθούμε όλα από την αρχή, γιατί θέλουμε ξανά και ξανά να πιανόμαστε στο ιστό της αράχνης της.
Και τα αγάλματα; Είναι οι οδοδείκτες της ιστορίας ή μήπως απλά συμβολίζουν την μυθοποίηση προσώπων και γεγονότων; Είναι απόδειξη δίχως άλλο μιας κουτσουρεμένης ούτως ή άλλως εθνικής συνέχειας, πρόχειρα και βιαστικά μυθοποιημένης. Σύμφωνοι! Όμως για κάθε μορφής εξουσία το παρελθόν παραμένει σταθερά πεδίο μάχης.
Σάμπως εμείς μείναμε ποτέ ουδέτεροι στους πολέμους της μνήμης; Όχι. Παραμέναμε τυφλοί στο γεγονός ότι και αυτές οι λέξεις, που τώρα δα γράφονται, αποτελούν ήδη παρελθόν; Ένα παρελθόν, που παρ’ όλα αυτά, μπορεί να επιβιώσει, μπορεί να γυρέψει ανταπόδοση απ’ αυτούς, οι οποίοι νομίζουν ότι μπορούν να το ορίζουν. Όλοι αυτοί, κόμματα, πολιτικοί και κάθε λογής τεχνικοί της εξουσίας, που όταν μιλούν με στόμφο και περίσσια χυδαιότητα για την «ανάγκη αποκατάστασης της μνήμης» προκαλούν εμετό και στον πιο αδαή. Ήταν, είναι και παραμένουν οι θιασώτες της πιο ολοκληρωτικής Απόκρυψης.
Έρχονται, όπως υποστηρίζουν, για να επουλώσουν τα «τραύματα» του παρελθόντος, τις πληγές, που χάσκουν ορθάνοικτες και πρέπει να κλείσουν οριστικά. Η έννοια του τραύματος, σύμφωνα με τον Φρόυντ, ορίζεται ως «ένα επώδυνο βίωμα που έμεινε αβίωτο, μία εμπειρία παρελθούσα, αλλά χωρίς παρελθόν, ένα κενό νοήματος, μία έλλειψη αιτιότητας και, κυρίως, τον ψυχικό πόνο από κάτι που κυριολεκτικά δεν έλαβε χώρα, παρ’ όλο που συνέβη».
Πόσες φορές, δηλαδή, θα θάψουν το ίδιο «πτώμα»;
Δεν συνιστά, βέβαια, και καμμία βαρυσήμαντη παραδοχή ότι τα αγάλματα, σαν εκείνα που αποκαθήλωσαν οι «ταραχοποιοί» στο Μπρίστολ μ’ αφορμή την δολοφονία Φλόυντ, είναι τα σύμβολα μιας εξουσίας, που υπενθυμίζει ότι η ιστορία τής ανήκει, είναι επίσης τα παντοτινά σύμβολα της σκλαβιάς σύγχρονης ή μη.
Ο δούκας του Ουέλλινγκτον προστατευμένος με μάσκα από τον …κορωναϊό, στολισμένος ανάλογα και στην κεφαλή του…
Παρ’ όλα αυτά ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση το δικαίωμα των «ασεβών» ταραχοποιών να τα γκρεμίζουν τίθεται υπό αίρεση. Τι τους φταίνε; Αφού παραμένουν ακούνητα, αγέλαστα και τόσο άκακα… Και αυτοί οι «τρισάθλιοι» δεν δίστασαν να βανδαλίσουν ακόμα και το άγαλμα του «πατέρα» της αντιφασιστικής νίκης, του Ουίνστων Τσώρτσιλ, αυτός ο «φανατισμένος όχλος», οι «θλιβερές μειοψηφίες» που θέλουν με την βία να ξαναγράψουν την ιστορία (sic!!!), οι βέβηλοι, οι ξυπόλητοι που βρήκαν την ευκαιρία να καταστρέψουν…
Από κοντά και οι «άλλοι». Οι συνήθεις πονηροί, οι προοδευτικοί, που σπεύδουν να εξηγήσουν για τις μνήμες της αποικιοκρατίας και την παρακμή της δύσης, προσκομίζουν και τ’ απαραίτητα αντιρατσιστικά εχέγγυα και ξεμπερδέψαμε. Τούτοι δω είναι χειρότεροι. Απρόσκλητοι εκπρόσωποι, όπως πάντα, καραδοκούν για να αποξηράνουν ό,τι ανθίζει, ό,τι κατακλύζεται από ζωή, ν’ αφομοιώσουν και την τελευταία κηλίδα ανατροπής.
«Συγκρουσιακό» υποστηρίζουν, είναι ένα ζήτημα για το οποίο ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων επιχειρηματολογεί σχετικά μ’ αυτό, χωρίς να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Μάλιστα. Δηλαδή μην ασχολείστε. Πρόκειται για καπνό χωρίς φωτιά, δεν πρόκειται να βγει καμμία άκρη. Κούνια που τους κούναγε. Κατανοητό. Το γκρέμισμα τους, η αποκαθήλωσή τους εγκυμονεί έτσι κι αλλιώς τον κίνδυνο να γεμίσουν «αλλοιώς» τα ενίοτε άδεια βάθρα της συλλογικής μνήμης.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Στις Η.Π.Α., η κατασκευή του τομέα της λεγόμενης δημόσιας ιστορίας στα ακαδημαϊκά προγράμματα εντοπίζεται στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα, όπου ο Robert Kelley, ένα μέλος του διδακτικού προσωπικού του τομέα ιστορίας, έλαβε επιχορήγηση του Ιδρύματος Rockefeller το 1976, ώστε να δημιουργηθεί ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα για την κατάρτιση νέων ιστορικών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Η δημιουργία του επαγγελματικού περιοδικού The Public Historian, το 1978, και η ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου για τη Δημόσια Ιστορία (National Council on Public History) το 1979 κινήθηκαν στην ίδια κατεύθυνση ώστε να απορροφηθούν στην ακαδημία όλο και περισσότεροι ιστορικοί που έκλιναν προς τους τομείς της «δημόσιας ιστορίας», ενώ ταυτόχρονα προκάλεσαν στους απομονωμένους επαγγελματίες εκτός ακαδημίας την αίσθηση, ότι μοιράζονταν μεταξύ τους μια σειρά αποστολών, εμπειριών και μεθόδων.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο βασιλιάς Λεοπόλδος «ιδιοκτήτης» του Κογκό ευθύνεται για την δολοφονία περίπου δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων και τον βασανισμό ή τον ακρωτηριασμό όσων δεν θεωρούσε επαρκείς για τις δουλειές, που τους ήθελε και ειδικότερα στις εταιρείες για την εκμετάλλευση του καουτσούκ. Ο πρίγκιπας Λοράν του Βελγίου, μικρότερος αδερφός του βασιλιά Φιλίππου, δήλωσε ότι δεν βλέπει «πώς ο Λεοπόλδος θα μπορούσε να έχει βλάψει τους πολίτες του Κονγκό, γιατί ποτέ δεν πήγε στον Κονγκό του οποίου ήταν ιδιοκτήτης». Άξιος διάδοχος…
Πραγματικοί ιεραπόστολοι. Όμως χρειάζονταν βοήθεια. Και την είχαν. Αφού το πόπολο επεδείκνυε τόσο συχνά μια «παρατεταμένη νοσταλγία», που παρουσιαζόταν ολοένα και πιο έντονα σημαδεύοντας επικίνδυνα την λεγόμενη νεωτερικότητα, ήρθε η «μόδα-ρετρό» να απαλύνει αυτές τις ανησυχητικές κοινωνικές διεγέρσεις που οφείλονταν στον φόβο της απώλειας της συλλογικής μνήμης, ενώ το Χόλυγουντ έδωσε και δίνει πραγματικά τα ρέστα του. Μην φοβάστε, λοιπόν, δεν θα ξεχάσετε τίποτα όσο είστε διατεθειμένοι να καταναλώσετε «λίγο» παρελθόν. Η κατανάλωση σε κάθε περίπτωση παραμένει πάντα το πιο σίγουρο φάρμακο. Κατανάλωση, μιμητισμός, ψευδείς αναπαραστάσεις και παρόν παραμένει «ανεξήγητα» ακρωτηριασμένο.
Και ποια είναι η «καθαρή μνήμη»; Οι μεθοριακές γραμμές που δήθεν χωρίζουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον απλά δεν υπάρχουν, είναι κατασκευασμένες. Άλλο τόσο δεν υπάρχουν όρια σ’ έναν ελεύθερο ουρανό…
Και επειδή δεν υπάρχουν αυτονόητα, θα τα υπενθυμίσουμε. Πριν γκρεμίσουμε, οφείλουν να έχουμε ήδη αρχίσει να δημιουργούμε, να έχουμε αναζητήσει τις ρίζες, να έχουμε φροντίσει να μεγαλώσουν κι άλλο δίχως επιφυλάξεις, δίχως ενδοιασμούς.
Επειδή γνωρίζουμε ότι αλλοιώς δεν θα υπάρχουν καρποί, ούτε μέλλον, ούτε ουσιαστική σύγκρουση με την εξουσία…
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 206, Ιούλιος-Αύγουστος 2020
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com