Οι Παλαιστίνιοι αγωνίζονται να ξαναχτίσουν τις ζωές τους μετά τα πογκρόμ εποίκων στη Δυτική Όχθη. Η έξαρση βίας εκ μέρους των εποίκων, μετά την 7η Οκτωβρίου, έχει στερήσει από πολλές παλαιστινιακές κοινότητες τη γη και τα μέσα διαβίωσής τους. Τώρα δεν ξέρουν πού να πάνε.
Γιουβάλ Αβραάμ,18 Ιανουαρίου 2024
Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο +972magazine
Τα παιδιά της Naama Abiyat είναι το μόνο που της έχει απομείνει. Συναντώ την 29χρονη μητέρα πέντε παιδιών μέσα σε μια σκηνή με λεπτά τοιχώματα, όπου ζει στη νότια κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Η σκηνή είναι σχεδόν άδεια, εκτός από μια κουβέρτα που έλαβε από περαστικούς και μερικά ξύλινα κούτσουρα. Τα παιδιά της διακόπτουν κατά καιρούς τη συζήτησή μας, απαιτώντας την προσοχή της και κάνοντας την να καταλάβει ότι κρυώνουν.
Μέχρι πριν από δύο μήνες, η Abiyat είχε το δικό της δωμάτιο, ένα σπίτι, έναν κήπο και έναν ελαιώνα στο Al-Qanoub –ένα μικρό, οικογενειακό χωριό με 40 κατοίκους, που βρίσκεται βόρεια της Χεβρώνας. Μεταξύ 11ης Οκτωβρίου και 1ης Νοεμβρίου, ωστόσο, ολόκληρη η κοινότητα τράπηκε σε φυγή μετά από μια σειρά πογκρόμ από Ισραηλινούς εποίκους, που κατέβηκαν από τον κοντινό οικισμό Asfar και το παρακείμενο φυλάκιο του Pnei Kedem. Οι άποικοι έκαψαν σπίτια, έριξαν τα σκυλιά τους στα ζώα της φάρμας και, υπό την απειλή των όπλων, διέταξαν τους κατοίκους να φύγουν διαφορετικά θα τους σκότωναν.
Από τότε, η Abiyat και τα παιδιά της περιπλανιούνται, χωρίς γη και χωρίς σπίτι. Μαζί με άλλες τέσσερις οικογένειες, που εκτοπίστηκαν από το Al-Qanoub, έστησαν προσωρινές σκηνές στα περίχωρα της πόλης Shuyukh, πιο κοντά στη Χεβρώνα.
Την ημέρα της απέλασης, οι άποικοι αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν να πάρουν οτιδήποτε από το φλεγόμενο χωριό: την ταυτότητα του συζύγου της, οχήματα, στρώματα, κινητά τηλέφωνα, σακούλες με ελιές, κλειδιά –«και τα ρούχα μου», προσθέτει ένας από τους γιους της. Όλα έμειναν πίσω και πολλά από αυτά κλάπηκαν. Ο μεγαλύτερος γιος της Abiyat, ο οποίος είναι 11 ετών, δεν μπορεί πλέον να πάει στο σχολείο του κοντά στο χωριό, καθώς δεν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να οδηγήσει μέχρι εκεί.
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της απόφασης της οικογένειάς της να φύγει από το χωριό, η Abiyat κοιμόταν έξω με τα παιδιά της, φοβούμενη ότι οι άποικοι θα έβαζαν φωτιά στο σπίτι τους, ενώ κοιμούνταν, όπως είχε συμβεί σε έναν από τους γείτονές της. «Τη νύχτα, κλειδώναμε το σπίτι, σβήναμε τα φώτα και μετά κατεβαίναμε στις ελιές για να κοιμηθούμε κάτω από τον ουρανό», λέει.
Τώρα, η Abiyat είναι απασχολημένη με το πώς θα βρει αρκετά χρήματα για να αγοράσει καυσόξυλα για το χειμώνα. «Σου μιλάω και όλο μου το σώμα εκρήγνυται», λέει. «Εδώ υπάρχουν μόνο σκορπιοί και φίδια. Τα παιδιά βρίσκονται σε δύσκολη ψυχική κατάσταση. Τίποτα δεν τους ενθουσιάζει πια στη ζωή».
Κάτω από τη μπότα του πολέμου, τουλάχιστον 16 παλαιστινιακά χωριά στη Δυτική Όχθη –στα οποία συνολικά κατοικούσαν από πάνω 1.000 άτομα – έχουν ερημωθεί πλήρως, ως αποτέλεσμα της έκρηξης της βίας και των πογκρόμ εκ μέρους των εποίκων κατά παλαιστινιακών κοινοτήτων που ζούσαν από την κτηνοτροφία. Χωρισμένες από τις κοινότητές τους και αναγκασμένες να ζουν σε σκηνές σε γη, που ανήκει σε άλλους Παλαιστίνιους, οι εκτοπισμένες οικογένειες απαιτούν όλες το ίδιο πράγμα: να μπορέσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
«Μας είπαν ότι είχαμε μια ώρα να φύγουμε»
Πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, στο χωριό Southern a-Nassariyah στην κοιλάδα του Ιορδάνη ζούσαν πέντε οικογένειες, που αριθμούσαν συνολικά 25 άτομα. Στις 13 Οκτωβρίου, όλοι τους εγκατέλειψαν τα σπίτια τους υπό την απειλή βίας από Ισραηλινούς εποίκους. Αυτή τη στιγμή ζουν σε σκηνές κοντά στο χωριό Fasayil, σε γη που ανήκει σε κάτοικο της περιοχής, ο οποίος τους επέτρεψε να μείνουν υπό τον όρο ότι θα φύγουν μέχρι τον Απρίλιο. Οι εκτοπισμένες οικογένειες δεν ξέρουν πού θα πάνε μετά.
«Μας μετέτρεψαν σε εργάτες. Προς Θεού, μας μετέτρεψαν σε εργάτες», λέει ο Musa Mleihat, βάζοντας ένα φλιτζάνι τσάι σε ένα σκαμπό έξω από τη σκηνή που έχει γίνει το σπίτι του. Την ημέρα της εκδίωξής του, έχασε τη γη του, πράγμα, που σήμαινε ότι έχασε τα προς το ζην: μη μπορώντας πλέον να βοσκήσει το κοπάδι του, αναγκάστηκε να πουλήσει τα περισσότερα από τα πρόβατα και τα κατσίκια της οικογένειάς του.
Κάποιοι από τους άλλους χωρικούς έχουν αρχίσει να εργάζονται ως εργάτες στη γεωργία σε κοντινούς οικισμούς. Ο οικισμός Τομέρ, για παράδειγμα, είναι γνωστός για τους χουρμάδες και τους ανανάδες του και προσλαμβάνει Παλαιστίνιους εργάτες, ενώ τους πληρώνει παράνομα με τον κατώτατο μισθό. Πολλοί από τους εκτοπισμένους χωρικούς λένε, ότι το να γίνουν εργάτες είναι μέρος του κόστους της αναγκαστικής εγκατάλειψης της γης τους.
Νοτιοανατολικά της Ραμάλα, οι 180 κάτοικοι του χωριού Wadi al-Siq εκτοπίστηκαν επίσης βίαια, ως αποτέλεσμα πογκρόμ εποίκων. Στις 12 Οκτωβρίου, έποικοι και στρατιώτες εισέβαλαν στο χωριό, πυροβόλησαν και έδιωξαν τις γυναίκες και τα παιδιά, προτού απαγάγουν τρεις άνδρες, στους οποίους πέρασαν χειροπέδες, τους γύμνωσαν, ούρησαν επάνω τους, τους ξυλοκόπησαν μέχρι να αιμορραγήσουν και τους κακοποίησαν σεξουαλικά.
«Αφού έδεσαν τα μάτια στους ανθρώπους, μας είπαν ότι είχαμε μια ώρα να φύγουμε από το χωριό και μετά από αυτήν όποιος έμενε θα σκοτωνόταν», αφηγείται ο Abd el-Rahman Kaabna, ο επικεφαλής του χωριού. Τρεις μήνες μετά την απέλαση, εξακολουθεί να παλεύει να αντιμετωπίσει αυτή την εμπειρία, η οποία επηρέασε βαθιά τα παιδιά του –έκτοτε «βρέχουν» το κρεβάτι.
Ο Kaabna εξηγεί ότι όλη του η ζωή άλλαξε ως αποτέλεσμα της απέλασης. Η κοινότητα του Wadi al-Siq διαλύθηκε πλήρως: οι περισσότεροι από τους χωρικούς, συμπεριλαμβανομένου του Kaabna, είναι διασκορπισμένοι σε σκηνές ανατολικά και νότια της πόλης Ramun, ενώ άλλοι βρίσκονται κοντά στην πόλη Taybeh, κοντά στη Ramallah. Όλοι αυτοί ζουν στη γη άλλων ανθρώπων.
«Νιώθουμε ξένοι εδώ», λέει. «Δεν έχουμε τα σπίτια που ζούσαμε, με ανοιχτά χωράφια και βοσκοτόπια. Σήμερα ζω σε έναν ελαιώνα και ο ιδιοκτήτης της γης με ρωτάει συνέχεια πόσο θα μείνουμε».
Οι γιοι του Kaabna, ηλικίας 6 και 8 ετών, δεν πηγαίνουν σχολείο μετά την απέλαση. Στο Wadi al-Siq, υπήρχε ένα σχολείο για μαθητές μέχρι την 8η τάξη, αλλά μετά την αποχώρηση των κατοίκων, «οι άποικοι έκλεψαν τα πάντα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των παιδικών βιβλίων. Πριν από ένα μήνα, έφεραν ένα τρακτέρ και γκρέμισαν όλα τα σπίτια μας».
«Το χωριό γέμισε αναμνήσεις»
Οι έποικοι έχουν καταστρέψει ή κάψει σπίτια σε πολλά από τα χωριά, τα οποία οι Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους τελευταίους μήνες, καθιστώντας αδύνατη την επιστροφή των πρώην κατοίκων τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι έποικοι τελειώνουν τη δουλειά της ισραηλινής κυβερνητικής πολιτικής, που για χρόνια προσπαθούσε να αναγκάσει τους Παλαιστίνιους να φύγουν από την Περιοχή C: αρνούμενοι να αναγνωρίσουν τα χωριά τους, εμποδίζοντάς τους να έχουν πρόσβαση σε νερό και ηλεκτρισμό και κατεδαφίζοντας τα σπίτια τους.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρείχε η Πολιτική Διοίκηση – το γραφειοκρατικό σκέλος της κατοχής – στην ισραηλινή ΜΚΟ για τα δικαιώματα σχεδιασμού Bimkom, μεταξύ 2016 και 2020, εξέδωσε 348 φορές περισσότερες οικοδομικές άδειες σε Ισραηλινούς εποίκους από ό,τι σε Παλαιστίνιους που ζούσαν στην περιοχή C.
Το χωριό Zanuta στους λόφους της Νότιας Χεβρώνας, στο οποίο ζούσαν 250 κάτοικοι πριν από την έναρξη του πολέμου, είναι το μεγαλύτερο χωριό που έχει εκκαθαριστεί εθνοτικά από εποίκους τους τελευταίους μήνες. Οι άποικοι στη συνέχεια κατέστρεψαν το σχολείο του χωριού, μαζί με 10 κτίρια κατοικιών. Όταν οι κάτοικοι της Ζανούτα προσπάθησαν να επιστρέψουν, ένας επιθεωρητής της Πολιτικής Διοίκησης τους είπε, ότι αν στήσουν μια ενιαία σκηνή, ο στρατός θα τη θεωρούσε «νέα κατασκευή» –και θα την κατεδάφιζε.
Αφού εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, οι κάτοικοι της Zanuta διασκορπίστηκαν σε έξι διαφορετικές τοποθεσίες: ορισμένοι ζουν αυτή τη στιγμή κοντά στο σημείο ελέγχου Meitar στο νότιο άκρο της Δυτικής Όχθης, κάποιοι κοντά στον οικισμό Tene Omarim και άλλοι έχουν νοικιάσει γη, όπου μπόρεσαν να βρουν. «Έχουμε χάσει τους δικούς μας ανθρώπους», μου λέει ο Fayez al-Tal, πρώην κάτοικος του χωριού. «Από την ημέρα που φύγαμε από τη Zanuta, δεν έχουμε δει ο ένας τον άλλον».
Οι κάτοικοι, όχι μόνο έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των βοσκοτόπων τους, αλλά αναγκάστηκαν, επίσης, να πουλήσουν τα περισσότερα από τα κοπάδια τους λόγω των τεράστιων τελών –70.000 NIS (περίπου 18.500 δολάρια) ανά οικογένεια– που απαιτούνταν για τη μεταφορά όλης της περιουσίας τους από το κατεστραμμένο χωριό, αγοράζοντας νέες σκηνές και παράγκες και αγοράζοντας τροφή για τα εναπομείναντα πρόβατα και τα κατσίκια τους, τα οποία δεν μπορούν πλέον να βοσκήσουν.
Οι 85 κάτοικοι του Ein al-Rashash, ενός κτηνοτροφικού χωριού κοντά στη Ραμάλα, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και τράπηκαν σε φυγή τις πρώτες μέρες του πολέμου. «Το χωριό γέμισε αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια», λέει ένας από τους κατοίκους. Σήμερα, οι κάτοικοι του χωριού ζουν σε σκηνές και παράγκες αλουμινίου, που κατασκεύασαν στην κορυφή βραχώδους περιοχής, δίπλα στην πόλη Ντούμα. Δεν ξέρουν τι θα κάνουν μετά.
«Δεν υπάρχουν έποικοι εδώ, αλλά υπάρχουν άλλα προβλήματα: η Πολιτική Διοίκηση», εξηγεί ο Awdai, ο οποίος ζούσε στο Ein Rashash. Αφού αυτός και άλλοι άρχισαν να στήνουν τις σκηνές τους, ήρθε ένα drone της Πολιτικής Διοίκησης και τους φωτογράφισε. Σύντομα ενδέχεται να ακολουθήσει εντολή κατεδάφισης.
«Η κυβέρνηση στηρίζει τους εποίκους»
Τα τελευταία χρόνια, δεκάδες φυλάκια κτηνοτροφίας έχουν δημιουργηθεί σε όλη την περιοχή C της Δυτικής Όχθης και έχουν γίνει η κινητήρια δύναμη πίσω από την αύξηση της βίας κατά των Παλαιστινίων. Για πολλούς πρώην κατοίκους ερημωμένων χωριών, ωστόσο, ο φόβος των «κακοποιών» εποίκων δεν είναι ο μόνος λόγος για τον εκτοπισμό τους, ούτε αυτό που τους εμποδίζει να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Το βαθύτερο πρόβλημα είναι η υποστήριξη, που έχουν οι έποικοι από τον ισραηλινό στρατό και την αστυνομία.
«Ξέρουμε πώς να προστατεύσουμε τον εαυτό μας», λέει ο al-Tal, από τη Zanuta. «Αλλά αν το κάνουμε αυτό, οι στρατιώτες θα μας πυροβολήσουν ή θα καταλήξουμε στη φυλακή. Η κυβέρνηση στηρίζει τους εποίκους». Στο παρελθόν, αφηγείται, όταν στρατιώτες ή αστυνομικοί έφταναν στο χωριό κατά τη διάρκεια επιδρομής εποίκων, συνέλαβαν Παλαιστίνιους. Οι κάτοικοι καθενός από τα εκτοπισμένα χωριά λένε το ίδιο: ο στρατός προστατεύει τους επιτιθέμενους και συλλαμβάνει αυτούς που δέχονται επίθεση.
Στις 3 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε ακρόαση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ σχετικά με αίτημα που υποβλήθηκε για λογαριασμό των κατοίκων της Zanuta και άλλων χωριών, τα οποία είχαν ερημωθεί πλήρως ή μερικώς. Το αίτημα ζητούσε από το κράτος να διευκρινίσει, τις ενέργειες του αναφορικά με την προστασία αυτών των κοινοτήτων από τους εποίκους και ζητούσε από τις αρχές να δημιουργήσουν συνθήκες, που θα επιτρέψουν στις εκτοπισμένες κοινότητες να επιστρέψουν στα εδάφη τους.
Ο Qamar Mashraki-Assad και η Netta Amar-Shiff, που εκπροσωπούσαν τους Παλαιστίνιους, ανέφεραν στους δικαστές, ότι η αστυνομία αγνοεί συστηματικά τις καταγγελίες για τη βία των εποίκων και αρνείται συστηματικά να συλλέξει στοιχεία. Επιπλέον, ο στρατός δεν ενεργεί σύμφωνα με την υποχρέωσή του, βάσει του διεθνούς δικαίου, να προστατεύει τον κατεχόμενο πληθυσμό.
Στην ακρόαση, ο Roey Zweig, αξιωματικός στην Κεντρική Διοίκηση του IDF –η οποία είναι υπεύθυνη για μονάδες στρατού που επιχειρούν στη Δυτική Όχθη και για την κατασκευή στην Περιοχή C– ισχυρίστηκε, παράλογα, ότι η βία των εποίκων έχει πράγματι μειωθεί τελευταία λόγω μέτρων, που ο στρατός έχει αρχίσει να εφαρμόζει.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των παρατηρήσεών του, ο Zweig –ο οποίος το 2022, ενώ υπηρετούσε ως διοικητής της Ταξιαρχίας Σαμαριάς, δήλωσε ότι «ο εποικισμός [έργο] και ο στρατός είναι ένα»– αναφερόταν στα ερημωμένα χωριά ως «παλαιστινιακά φυλάκια», μιλώντας για ισραηλινές κοινότητες στην κορυφή λόφων στη Δυτική Όχθη, που είναι φαινομενικά παράνομες ακόμη και σύμφωνα με τον ισραηλινό νόμο.
Οι κάτοικοι σε κάθε ένα από τα ερημωμένα χωριά γνωρίζουν τα ονόματα των εποίκων, που τους τρομοκρατούσαν και τους οικισμούς ή τα φυλάκια από τα οποία κατέβηκαν. Για μήνες, αν όχι χρόνια, αυτοί οι άποικοι εργάζονταν συστηματικά για να τους εκδιώξουν, να καταλάβουν τη γη τους και να τους απειλούν με βία.
Ωστόσο, σύμφωνα με έναν αξιωματούχο ασφαλείας, που μίλησε στο +972 Magazine and Local Call, η αντιμετώπιση της βίας των εποίκων και της απέλασης των παλαιστινιακών κοινοτήτων «δεν εμπίπτει στην εντολή» της Πολιτικής Διοίκησης. Οι ισχυρισμοί για διακρίσεις στις οικοδομικές άδειες ή στην επιβολή, είπε ο αξιωματούχος, θα πρέπει να «κατευθύνονται αλλού», επειδή η Πολιτική Διοίκηση είναι «μόνο εκτελεστικό όργανο», όχι «πολιτικό». Ο Yuval Abraham είναι δημοσιογράφος και ακτιβιστής με έδρα την Ιερουσαλήμ.
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com