«Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» και του ρουφιανοχαφιεδισμού ΝΙΚΟΣ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
«Σαν αντικείμενο της σημερινής μου ομιλίας διάλεξα, να το πω έτσι, τη βλάβη που επιφέρει σ’ όλους τους ανθρώπους η χρήση του καπνού. Εγώ ο ίδιος καπνίζω, η γυναίκα μου όμως με πρόσταξε να σας ομιλήσω για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού. Έτσι, λοιπόν, δεν έχω τίποτα να σας πω»…
Πρόκειται για ένα απόσπασμα από τον κωμικοτραγικό μονόλογο του Ιβάν Ιβάνοβιτς Νιούχιν, ο οποίος δεν είναι παρά ο «άνδρας της γυναίκας του», όπως συστήνεται στο ακροατήριό του. Ενα ακροατήριο που κλήθηκε να παραβρεθεί σε μια διάλεξη κατά του καπνίσματος, αλλά βρέθηκε να παρακολουθεί το «παραμιλητό» ενός δυστυχισμένου ανθρώπου.
O Νιούχιν αν και τρέμει από το φόβο μήπως η γυναίκα του παραφυλάει και τον ακούει από τα παρασκήνια, εντούτοις κάνει την αποκοτιά να ανέβει στο βήμα. Κι αντί για το κάπνισμα αρχίζει να μιλάει για τα νιάτα του. Για τα απραγματοποίητα όνειρά του. Για τις σπουδές του. Και να εξιστορεί τη μοναξιά και την καταπίεση σε μια συμβίωση με μια γυναίκα που τον καταδυναστεύει για 33 χρόνια, ζώντας σε ένα σπίτι με εφτά κόρες, που όλες τους έχουν γεννηθεί στις 13 του μηνός, που το σπίτι του είναι στο νούμερο 13 και έχει 13 παράθυρα…
Ο Νιούχιν μας – σε αυτό το υπέροχο μονόπρακτο του Τσέχοφ «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού » – καταλήγει τη διάλεξή του, αναφωνώντας: «Μίλησα και ξαλάφρωσε η ψυχή μου».
Προφανώς, η «διάλεξη» του Τσέχοφ δεν βοήθησε ποτέ κανέναν να κόψει το κάπνισμα (σε αντίθεση – πιθανώς – με τα μέτρα του κ. Κικίλια…). Παραμένει, όμως, ένα διαμάντι της παγκόσμιας δραματουργίας, που περιγράφει, με άλλον τρόπο, όσα εννοούσε ο Καζαντζίδης στο «η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω». Καταστάσεις, δηλαδή, για τις οποίες ουδεμία ευθύνη φέρουν οι υπουργοί Υγείας (Παιδείας, Εργασίας, Οικονομικών κλπ.) και οι κυβερνήσεις. `Η, μήπως, φέρουν;…
Το τσιγάρο, το κάπνισμα – για να επιστρέψουμε στο θέμα μας – είναι μια συνήθεια κακή, ένα πάθος επιβλαβές, ένας εθισμός που μπορεί να οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα, μια εξάρτηση ανθυγιεινή. Ίσως και αντιαισθητική.
Μ’ αυτήν την έννοια, το μέλημα της πολιτείας, του κράτους και της κυβέρνησης να προφυλάξει την υγεία μας από το κάπνισμα (θα μπορούσε να) είναι συγκινητικό.
Αδυνατούμε, ωστόσο, να αντιληφθούμε το διχασμό προσωπικότητας που διέπει τους «άγγελους – φύλακές μας».
Πώς γίνεται, δηλαδή, οι ίδιοι άνθρωποι, που τρέμουν μην και πάθει τίποτα η υγεία μας από το κάπνισμα, να μη σκέφτονται τις συνέπειες που έχει για την υγεία μας να μας κόβουν τους μισθούς;
Πώς και δεν σκέφτονται την υγεία των ανθρώπων, όταν τους κόβουν τις συντάξεις, ή όταν εφαρμόζουν πολιτικές που επιτρέπουν στις Novartis να κερδοφορούν (εντίμως και νομίμως, φυσικά) πάνω στον πόνο και στην αρρώστια;
Αφού νοιάζονται για την υγεία του λαού, γιατί αφήνουν κενές 25.000 οργανικές θέσεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία;
Γιατί, τόσο υπέρμαχοι της δημόσιας υγείας που είναι, να παρακολουθούν με τόση στωικότητα το φαινόμενο οι βιομήχανοι να προκαλούν πολλαπλασιασμούς των καρκίνων στις περιοχές που ρυπαίνουν με τα απόβλητά τους;
Αφού επιθυμούν τον απεγκλωβισμό των ανθρώπων από τις «βλαβερές συνέπειες του καπνού », γιατί απαγορεύουν στα ασφαλιστικά ταμεία να καλύπτουν την αναγκαία φαρμακευτική αρωγή για τη διακοπή του καπνίσματος;
Γιατί αδιαφορούν παντελώς με ό,τι έχει σχέση με αυτό που λέγεται «Αγωγή Υγείας»;
Δεν ξεχνάμε από πού έλκει την καταγωγή της όλη αυτή η πολυδιαφημιζόμενη (και ζωγραφισμένη με τα χρώματα της φιλανθρωπίας) αντικαπνιστική «σταυροφορία».
Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι ο «θατσερισμός» με τις δικές του απαγορεύσεις κατά του καπνίσματος ή ο ναζισμός με την απαγόρευση του καπνίσματος να ξεκινά από τα γραφεία των ναζί, ουδέποτε κατεγράφησαν ως φιλάνθρωπος πολιτική…
Ομοίως, δυσπιστούμε τα μάλα απέναντι στις αντικαπνιστικές εκστρατείες που έχουν για θεωρητικό υπόβαθρο της υστερικές αμερικανιές του «Θείου Σαμ».
Ο «Θείος Σαμ», αμείλικτος ων απέναντι στο τσιγάρο, δεν φαίνεται να πολυβασανίστηκε ποτέ με το ερώτημα τι θα συμβεί στην υγεία των ανθρώπων (όσων δηλαδή ανθρώπων επιβιώνουν των «παράπλευρων απωλειών»), ούτε όταν ρίχνει βόμβες με απεμπλουτισμένο ουράνιο στα Βαλκάνια, ούτε όταν βομβαρδίζει με βόμβες φωσφόρου τη Φαλούτζα, ούτε όταν ελέγχει το 95% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου, μέσω του Αφγανιστάν…
Το τσιγάρο, το κάπνισμα είναι μια τραγική εξάρτηση. Ούτε “αντίσταση” είναι, ούτε “μαγκιά”. Είναι εξάρτηση που απειλεί, που σκοτώνει.
Ωστόσο η επικήρυξη αυτού του θανάσιμου εχθρού, του τσιγάρου, μοιάζει να αξιοποιείται ως «απενοχοποιημένη» φόρμουλα για την εμπέδωση των «επικηρύξεων» – και μάλιστα μαζικού τύπου – σαν μια πρακτική συμβατή με την δημοκρατία, την νομιμότητα και την ασφάλεια.
Αλλά δεν είναι μόνο η λογική της «επικήρυξης» που – για το καλό μας – τα επιτελεία του «σωφρονισμού» πάνε να μας την «κεράσουν» σαν αγαθή τακτική.
Τα «σωφρονιστήρια» με πρόσχημα το κάπνισμα, εθίζουν την κοινωνία στο χαφιεδισμό. Έφτασαν να διαφημίζουν στα ΜΜΕ τετραψήφιους αριθμούς για να καταδίδουν οι «νομοταγείς» τους «λάθρα καπνίζοντες»…
Μέχρι τώρα είχαμε ενεργητικούς και παθητικούς καπνιστές. Συμπαθητικούς ή αντιπαθητικούς καπνιστές. Συμπαθητικούς ή αντιπαθητικούς αντικαπνιστές. Αλλά τώρα πρέπει να αρχίσει η εξοικείωσή μας και με την έννοια του… συμπαθητικού νομοταγή καταδότη.
«Μα – θα μας πουν οι κυβερνώντες – όταν ζητούμε από έναν πολίτη να καλεί τις αρχές επειδή υπέπεσε στην αντίληψή του ένα έγκλημα, ένας φόνος, μια ληστεία, μια εγκατάλειψη σε τροχαίο κοκ είναι ρουφιανιά, είναι χαφιεδισμός;».
Απαντούμε: Όχι, αυτό δεν είναι ρουφιανιά. Ρουφιανοποίηση και χαφιεδοποίηση της κοινωνίας είναι να οδηγείται να μην μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι έγκλημα και τι δεν είναι «έγκλημα». Να διαμορφώνονται πολίτες που δεν θα έχουν ως αντίληψη τι αντικειμενικά είναι έγκλημα, αλλά να γίνονται τσιράκια και βαποράκια του «Μεγάλου Αδελφού» για ό,τι εκείνος βαφτίζει «έγκλημα» και ό,τι εκείνος νομοθετεί σαν «αξιόποινη παραβατικότητα». Να θεωρούν «εγκληματικό» ό,τι ο «Big Brother» θέτει στο στόχαστρο της «απαγόρευσης» και που για την τήρησή της τι πιο νομοταγές από το να κατασκευάζει καταδότες για να «καρφώνουν»: Από το ότι είσαι κομμουνιστής, παλιότερα, μέχρι το να μην κάθεσαι να τις τρως από τα ΜΑΤ στο άγαλμα του Τρούμαν ή ότι καπνίζεις, σήμερα.
Ρουφιανοποίηση και χαφιεδισμός είναι – στη θέση της αγωγής, της ευπρέπειας, της ευγένειας, της φιλικής ατομικής παρατήρησης ή της ηχηρής συλλογικής επιταγής «σβήστο σε παρακαλώ» προς τον μαλάκα που καπνίζει χωρίς να σέβεται τον διπλανό του που ενοχλείται – εσείς να βάζετε το «παρακαλώ περιμένετε» του ρουφιανοτηλέφωνου (που το χρεώνεται κιόλας)…
Ρουφιανοποίηση και χαφιεδισμός – αντί της Παιδείας, της πλατιάς, επίμονης και διαρκούς καμπάνιας που καλλιεργεί ατομική και κοινωνική συνείδηση ενάντια στο τσιγάρο – είναι η «απαγόρευση» που το κράτος χρησιμοποιεί πίσω από το γλυκόπιοτο «σου κόβω το κάπνισμα» για να εμπεδώσει την αποδοχή κλίματος «σου κόβω το βήχα».
Ρουφιανοποίηση και χαφιεδισμός είναι να ξέρεις ότι στο Μετρό, ή στα λεωφορεία, ή στην εντατική, ή στο ασανσέρ δεν καπνίζει ποτέ κανείς, κι αυτό χωρίς να χρειάζεται κανένα ρουφιανοτηλέφωνο και κανένα μπαξίσι προς τον «χωροφύλακα». Αλλά εσείς δεν θέλετε ως δύναμη επιβολής του «απαγορεύεται» την κοινωνική – ούτε καν την υπηρεσιακή σας – εγρήγορση. Θέλετε την διάχυση – σαν τον καπνό – μιας αντίληψης που εισάγει τον νομιμόφρονα χαφιεδισμό και το ρουφιανιλίκι σαν αρμό κοινωνικής συμβίωσης και σεπτής συμπεριφοράς.
Ο εθισμός στο κάπνισμα σκοτώνει. Το τσιγάρο βλάπτει την υγεία.
Όχι στο τσιγάρο, λοιπόν. Που σημαίνει ότι ο αγώνας και η απόφαση για την απαλλαγή από αυτόν τον βραχνά δεν μπορεί παρά να είναι (και πρέπει να είναι) μια συλλογική και ατομική επιλογή, που αντανακλά τη συνειδητή χειραφέτηση από επιβλαβή πάθη και εξαρτήσεις. Μια προσπάθεια που δίπλα της η οργανωμένη πολιτεία στέκεται αρωγός – με όλα τα μέσα – της απεξάρτησης. Οχι «δεσμοφύλακας».
Αντιθέτως, αυτοί που είτε στην Ελλάδα, είτε διεθνώς, ηγούνται του «αντικαπνιστικού ιππικού», χρησιμοποιούν το τσιγάρο ως προπέτασμα καπνού για να ξεδιπλώσουν όχι πολιτικές Υγείας, αλλά πολιτικές που, όπως η νικοτίνη επεμβαίνει στο νευρικό σύστημα, έτσι κι αυτές στοχεύουν να εθίσουν στο «στρατωνισμό», στην «άνωθεν επιβαλλόμενη πειθαρχία», στον καταναγκασμό της «αποστειρωμένης ορθότητας».
Οι καπνιστές – όσοι έχουν σώας τας φρένας – αισθάνονται (αισθανόμαστε) ως μέγιστη υποχρέωση να απαλλάξουν τους εαυτούς τους και τους διπλανούς τους από αυτή την άχρηστη και επιβλαβή συνήθεια.
Στην προσπάθειά τους αυτή οι καπνιστές, σε αγαστή συναντίληψη με τους μη καπνιστές, θα ήταν εξίσου ανθυγιεινό με το κάπνισμα αν σταματούσαν να θεωρούν και να υπενθυμίζουν ότι επιβλαβές για την κοινωνία, εκτός του τσιγάρου, είναι το να υφίστανται οι άνθρωποι και την υποκρισία.
Επιβλαβές για την υγεία των ανθρώπων είναι το να «φουμάρουν» και το φαρισαϊσμό εκείνων που κόπτονται για την υγεία του λαού.
Ενός λαού που – οι ίδιοι οι οποίοι ενδιαφέρονται για την υγεία του – τον έχουν ρίξει στη «γόπα», στην «τράκα» και τον γύρισαν στην εποχή που τα περίπτερα, λόγω της φτώχειας, πούλαγαν τα τσιγάρα χύμα…
ΠΗΓΗ:https://www.imerodromos.gr