ΟΗΕ και Διεθνές Δικαστήριο: Ο φόβος του Ισραήλ απέναντι σε μια μη δεσμευτική γνωμοδότηση
του Ανδρέα Κοσιάρη
Τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τις νομικές συνέπειες της παράνομης κατοχής των Παλαιστινιακών περιοχών από το Ισραήλ ζήτησε η πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ σε ψηφοφορία που διεξήχθη στις 30 Δεκεμβρίου 2022. Πρόκειται για μια πολύ μικρή νότα αισιοδοξίας για τον αγώνα της Παλαιστίνης, την ίδια στιγμή που η νέα ακροδεξιότερη κυβέρνηση Νετανιάχου στο Ισραήλ δείχνει τα δόντια της.
Με 87 ψήφους υπέρ, 26 κατά και 53 αποχές, η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε στις 30 Δεκεμβρίου να ζητήσει τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου (International Court of Justice – ICJ) για τις νομικές συνέπειες της παράνομης κατοχής από το Ισραήλ των Παλαιστινιακών περιοχών.
Το ΔΔ εδρεύει κι αυτό στη Χάγη, όπως το γνωστότερο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (International Criminal Court – ICC). Όμως το ΔΠΔ κινείται εναντίον ατόμων για εγκλήματα όπως η γενοκτονία, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ενώ το ΔΔ -γνωστό και ως Παγκόσμιο Δικαστήριο- εκδικάζει υποθέσεις μεταξύ κρατών και γνωμοδοτεί πάνω σε ζητήματα διεθνούς δικαίου. Το σώμα του αποτελείται από 15 δικαστές που εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Μη δεσμευτικός χαρακτήρας
Το ΔΠΔ ήδη από τον Μάρτιο του 2021 ερευνά την πιθανότητα διάπραξης εγκλημάτων πολέμου στις κατεχόμενες Παλαιστινιακές περιοχές. Τώρα, παρά τις αρνητικές ψήφους του ίδιου του Ισραήλ και χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία, το ΔΔ πρόκειται να εξετάσει όσα συμβαίνουν εκεί — Ελλάδα και Κύπρος απείχαν, όπως και η Γαλλία, η Ισπανία και η Ολλανδία.
Συγκεκριμένα, η ΓΣ ζήτησε από το ΔΔ να γνωμοδοτήσει για τις νομικές συνέπειες της Ισραηλινής «κατοχής, του εποικισμού και της προσάρτησης (…) συμπεριλαμβανόμενων μέτρων που στοχεύουν στην αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης, του χαρακτήρα και του στάτους της Ιερής Πόλης της Ιερουσαλήμ, και της υιοθέτησης σχετικών νομοθεσιών και μέτρων που εισάγουν διακρίσεις». Ζητά ακόμα από το ΔΔ να συμβουλεύσει για το πώς αυτές οι πολιτικές και πρακτικές «επηρεάζουν το νομικό στάτους της κατοχής», αλλά και τι νομικές συνέπειες προκύπτουν για όλες τις άλλες χώρες και τον ίδιο τον ΟΗΕ από αυτό το στάτους.
Οι γνωμοδοτήσεις του ΔΔ έχουν μη δεσμευτικό χαρακτήρα — δεσμευτικές είναι οι αποφάσεις του μόνο όταν προσφεύγουν σε αυτό δύο ή περισσότερα κράτη για την επίλυση διαφορών και με τη σύμφωνη συμμετοχή όλων των διαφωνούντων πλευρών. Ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας της γνωμοδότησης, σημαίνει πως αυτή δεν πρόκειται εξ ορισμού να έχει άμεσα αποτελέσματα. Όμως, όπως και παρελθούσες αποφάσεις του ΔΔ, θα είναι ένας μοχλός πίεσης, την ώρα που η διεθνής (κυρίως η Δυτική) πολιτική σκηνή αρνείται πεισματικά να εφαρμόσει κριτική ή άλλου είδους πιέσεις στο Ισραήλ.
Την τελευταία φορά που το ΔΔ ασχολήθηκε με την κατοχή του Ισραήλ ήταν το 2004, όταν και γνωμοδότησε πως η κατασκευή τείχους από το Ισραήλ στη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ αποτελούσε ντε φάκτο προσάρτηση κατεχόμενων εδαφών και ήταν παράνομη. Οι δικαστές καλούσαν τότε το Ισραήλ να διαλύσει το τείχος και να παρέχει αποζημιώσεις στους Παλαιστίνιους. Το Ισραήλ είχε αγνοήσει τη γνωμοδότηση, κατηγορώντας την ως «πολιτικά υποκινούμενη».
Παρόμοιες αντιδράσεις είχε και έπειτα από την τωρινή παραπομπή: ο εκπρόσωπός του στον ΟΗΕ, Γκιλάλ Ερντάν, είπε πως οι Παλαιστίνιοι χρησιμοποιούν το Δικαστήριο «σαν ένα όπλο μαζικής καταστροφής στον πόλεμό τους της τζιχάντ που δαιμονοποιεί το Ισραήλ», ενώ ο Μπενιαμίν Νετανιάχου αποκάλεσε την ψηφοφορία «ελεεινή». «Ο Εβραϊκός λαός δεν είναι κατακτητές στην ίδια τους τη γη ούτε κατακτητές στην αιώνια πρωτεύουσά μας Ιερουσαλήμ και κανένα πόρισμα του ΟΗΕ δεν μπορεί να διαστρέψει αυτή την ιστορική αλήθεια», είπε ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του.
Τα λόγια του Νετανιάχου επιβεβαίωσαν ουσιαστικά την ανάγκη να ερευνηθεί το Ισραήλ — η θέση του ισραηλινού κράτους δεν είναι να αρνείται τις πράξεις που του προσάπτονται. Επιβεβαιώνει ότι προσαρτά κατεχόμενες περιοχές, ότι θεωρεί όλες τις κατεχόμενες Παλαιστινιακές περιοχές εδάφη του και πως καταπατά τα δικαιώματα του υπό κατοχή πληθυσμού — όπως έγινε ξεκάθαρο και από επόμενη δήλωση του Νετανιάχου πως «Ο Εβραϊκός λαός έχει αποκλειστικό και αδιαμφισβήτητο δικαίωμα σε όλες τις περιοχές της Γης του Ισραήλ», για να συμπεριλάβει σε αυτήν «τη Γαλιλαία, τη Νεγκε΄β. το Γκολάν, την Ιουδαία και τη Σαμάρεια», δηλαδή ολόκληρα τα εδάφη της ιστορικής Παλαιστίνης. Με τη δήλωση αυτή, για πρώτη φορά πρωθυπουργός του Ισραήλ κάνει επίσημη πολιτική του κράτους την Εβραϊκή υπεροχή σε ολόκληρη την Παλαιστίνη, υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις της πιο ακροδεξιάς πτέρυγας της ισραηλινής πολιτικής, με την οποία πλέον συγκυβερνά.
Υποκρισία και διεθνής νομιμότητα
Το Ισραήλ διατείνεται υπερήφανα πως αγνοεί τη διεθνή νομιμότητα και θα την αγνοήσει και στο μέλλον. Αυτή του τη θέση την επιτρέπουν μέσω της υποκριτικής τους στάσης οι μεγάλες χώρες της Δύσης, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Γερμανία.
Η ρητορική της Δύσης είναι πως αντιτίθεται στη γνωμοδότηση του ΔΔ διότι «είναι ανάρμοστο χωρίς τη συγκατάθεση και των δύο μερών να ζητηθεί από το δικαστήριο να δώσει συμβουλευτική γνώμη σε ό,τι είναι ουσιαστικά μια διμερής διαφορά», όπως δήλωσε ο Βρετανός διπλωμάτης Τόμας Φιπς.
Το επιχείρημα αυτό είναι σταθερό εδώ και πολλά χρόνια και δεν είναι κατασκευασμένο για να προστατέψει μονάχα το Ισραήλ. Χρησιμοποιήθηκε ενάντια στη γνωμοδότηση για το τείχος το 2004, αλλά και πιο πρόσφατα το 2019 σε μια προσπάθεια να προστατευτεί η Μεγάλη Βρετανία όταν ζητήθηκε η γνωμοδότηση του ΔΔ για τις συνέπειες της κατοχής των νήσων Τσάγκος στον Ινδικό Ωκεανό — τις οποίες η Βρετανία απέσπασε από τον Μαυρίκιο προτού του αποδώσει ανεξαρτησία το 1968.
Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα απορρίψει τέτοιου είδους αιτιάσεις, όπως αναμένεται να κάνει και αυτή τη φορά. Άλλωστε εκεί έγκειται και ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας των γνωμοδοτήσεών του.
Το έτερο επιχείρημα των Δυτικών κυβερνήσεων που στηρίζουν το Ισραήλ είναι πως οι παραπομπές στο ΔΔ (και στο ΔΠΔ) κάνουν ζημιά στις προοπτικές επανέναρξης διμερούς διαλόγου και συμφωνίας για λύση δύο κρατών. Το επιχείρημα ίσως να είχε ένα ίχνος ισχύος, εάν αυτές οι προοπτικές δεν ήταν ήδη ανύπαρκτες. Καμία Δυτική κυβέρνηση δεν πιέζει το Ισραήλ για επανέναρξη διαλόγου — οι ΗΠΑ έχουν μετακινήσει τη στάση τους ακόμα περισσότερο προς το Ισραήλ, αναγνωρίζοντας επί Τραμπ την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά του, κάτι που η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει αναιρέσει. Και όλες τους κάνουν τα στραβά μάτια στις συνεχιζόμενες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πραγματοποιεί το Ισραήλ, επιλέγοντας αντ’ αυτού να ποινικοποιήσουν τον πολιτικό λόγο των υπερασπιστών των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων.
ΗΠΑ: «Ελευθερία της έκφρασης», αλλά όχι για το πολιτικό μποϊκοτάζ
Άλλωστε, και μόνη της η άποψη πως οι γνωμοδοτήσεις του ΔΔ «βλάπτουν τον διάλογο» έχει ισχυρά στοιχεία εναντίον της. Έπειτα από τη γνωμοδότηση κατά του ισραηλινού τείχους το 2004, οι δύο πλευρές ξεκίνησαν νέες συνομιλίες — η μετέπειτα κατάρρευσή τους δεν συνδέεται με τη γνωμοδότηση του ΔΔ. Και στην προαναφερθείσα περίπτωση των νήσων Τσάγκος, η Βρετανία βρίσκεται πλέον σε συνομιλίες με τον Μαυρίκιο για την υπόθεση — η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου καταδικάστηκε μεν από τη Βρετανία, αλλά δεν απομάκρυνε την πιθανότητα διαλόγου.
Ποια θα είναι η γνωμοδότηση;
Το ενδιαφέρον είναι ότι τουλάχιστον δύο από τους 15 δικαστές έχουν συμφωνήσει με αυτά τα έωλα επιχειρήματα. Η δικαστής Τζοάν Ντόνοχιου, εκπρόσωπος των ΗΠΑ και σημερινή πρόεδρος του δικαστηρίου, είχε εκφράσει το πρώτο (περί μη συμφωνίας του αντιβαλλόμενου κράτους) στη μοναχική μειοψηφούσα της άποψη για την υπόθεση των νήσων Τσάγκος. Και ο Γάλλος δικαστής Ρόνι Άμπραχαμ, που προήδρευε μέχρι το 2018, είχε εκφράσει το δεύτερο (περί της μη ευνοϊκότητας για διάλογο) όχι ως δικαστής αλλά ως σύμβουλος της γαλλικής κυβέρνησης στη δήλωση της τελευταίας για την απόφαση του 2004.
Η παρουσία σήμερα αυτών των δύο δικαστών, και η ισχυρή πιθανότητα να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην άποψη των υπόλοιπων, θα χρησιμοποιηθεί σίγουρα από το Ισραήλ για να αμφισβητήσει τη γνωμοδότηση.
Όμως η τελευταία δεν μπορεί παρά να είναι καταδικαστική για το Ισραήλ — μπορεί να μην περιέχει όλα όσα θα ήθελαν οι Παλαιστίνιοι, αλλά δεδομένων των παρελθουσών αποφάσεών του, το ΔΔ αναμένεται να κινηθεί παρομοίως και αυτή τη φορά. Παράδειγμα αυτών των αποφάσεων δεν είναι μονάχα η γνωμοδότηση εναντίον του ισραηλινού τείχους το 2004 και της Βρετανίας το 2019, αλλά και αυτή εναντίον της Νοτίου Αφρικής το 1971 — τότε το Δικαστήριο είχε καταδικάσει ως παράνομη την παρουσία της στη Ναμίμπια, όπου η ΝΑ είχε αναπαράξει το καθεστώς απαρτχάιντ.
Εκείνη η γνωμοδότηση του 1971, προσφέρει και μία εικόνα του τι μπορεί να περιμένει η Παλαιστίνη έπειτα από την τωρινή — πήρε σχεδόν 20 χρόνια για να έρθει το τέλος του ρατσιστικού καθεστώτος στη Νότια Αφρική. Όμως η γνωμοδότηση εκείνη ήταν ένα ισχυρό πλήγμα στις νοτιοαφρικανικές διεκδικήσεις — σήμανε μια επίσημη νομική αντίθεση την οποία μπορούσαν να κραδαίνουν οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων των μαύρων Νοτιοαφρικανών απέναντι στις δήθεν επικλήσεις νομιμότητας του παρανομούντος καθεστώτος και των φίλων του.
Παρόμοια θα χρησιμοποιηθεί και αυτή η γνωμοδότηση από την Παλαιστίνη — ως όπλο απέναντι στη Δυτική υποκρισία, που παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της διεθνούς νομιμότητας ενώ κλείνει τα μάτια στις παρανομίες των καλών της συμμάχων.
ΠΗΓΗ: info-war.gr