Οίκοι μεταβαλλόμενης ανοχής. Του Άρη Χατζηστεφάνου
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την παταγώδη αποτυχία των αμερικανικών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης
να προβλέψουν την παρ’ ολίγον ολοκληρωτική κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μια δεκαετία που αποδείχτηκε αρκετή ώστε οι επικριτές να μετατραπούν σε υμνητές τους.
Με τα δεδομένα ενός υγιούς καπιταλισμού (με την επιφύλαξη ο όρος να αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις) oι Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch θα έπρεπε να είχαν κατεβάσει ρολά στις 13 Σεπτεμβρίου του 2008 – την ημέρα που έγινε γνωστή η επερχόμενη κατάρρευση της Lehman Brothers.
Λίγα 24ωρα νωρίτερα οι τρεις μεγαλύτεροι οίκοι αξιολόγησης βαθμολογούσαν τη συγκεκριμένη εταιρεία με «Α», «Α2» και «Α+», όπως έκαναν και για τα περισσότερα σκουπίδια που κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο στη φούσκα της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ. Το πρόβλημα δεν ήταν απλώς ότι απέτυχαν στις προβλέψεις τους, αλλά ότι το μοντέλο λειτουργίας τους (να πληρώνονται από τις εταιρείες τις οποίες καλούνται να αξιολογήσουν) αποδείχτηκε επικίνδυνο για τη συνέχιση λειτουργίας του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος.
Παρ’ όλα αυτά, η κριτική ή τα εύσημα που δέχονται οι τρεις μεγάλοι οίκοι από πολιτικούς και δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο εξακολουθούν να στηρίζονται περισσότερο σε πολιτικά κριτήρια παρά στην ανάγνωση των πραγματικών δεδομένων. Τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, παραδείγματος χάριν, θυμήθηκαν πόσο σαθρό ήταν το μοντέλο λειτουργίας των Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch μόνο όταν η κρίση του 2008 έκανε «μετάσταση» στην Ευρώπη και οι τρεις οίκοι άρχισαν να υποβαθμίζουν τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας αλλά και τη Γαλλία.
Η κριτική έλαβε μάλιστα χαρακτηριστικά οργισμένης επίθεσης όταν η Ε.Ε. (βλ. Βερολίνο) θέλησε να δημιουργήσει τον δικό της οίκο αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και έπρεπε να τεκμηριώσει την ανάγκη απαγκίστρωσης από τους τρεις αμερικανικούς γίγαντες. Οταν όμως η κατάσταση στην ευρωζώνη φάνηκε προς στιγμήν να σταθεροποιείται –καθώς το οικοδόμημα έκατσε πάνω στα «πτώματα» μισθωτών και συνταξιούχων– η κριτική καταλάγιασε.
Είχε έρθει βέβαια η σειρά των αμερικανικών ΜΜΕ να απαξιώσουν (πάντα με πολιτικά και όχι επιστημονικά κριτήρια) τον κινεζικό οίκο αξιολόγησης Dagong. Στα μέσα Ιανουαρίου του 2018, όταν ο Dagong υποβάθμισε το αξιόχρεο των ΗΠΑ σε BBB+ από Α-, με αρνητική προοπτική, κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ δεκάδες άρθρα για την «αφερεγγυότητα» του συγκεκριμένου οίκου.
«Ποιος είχε ξανακούσει τον Dagong;» ήταν το επαναλαμβανόμενο μοτίβο αρκετών αναλυτών που προσπαθούσαν να «ξεχάσουν» ότι ο πιο διακεκριμένος οίκος αξιολόγησης στην Κίνα, δηλαδή τη χώρα που κατέχει το σημαντικότερο τμήμα του εξωτερικού χρέους των ΗΠΑ, ίσως να γνωρίζει κάτι περισσότερο για την πραγματική κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας.
Ήταν προφανές ότι η διαμάχη εντασσόταν στην κλιμακούμενη αντιπαράθεση των δύο γιγαντιαίων οικονομιών του πλανήτη, αλλά για ακόμη μια φορά κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει το μοντέλο λειτουργίας του συστήματος αξιολόγησης.
Θεέ μου ευλόγησε τη γ*****η απάτη μας – E-mail στελέχους της Standard & Poor’s πριν από την κρίση του 2008
O κόσμος θα έπρεπε να είχε καταλάβει τον ρόλο των οίκων αξιολόγησης όχι από το 2008 αλλά από το 1869, όταν έσκασε στις ΗΠΑ η φούσκα των αμερικανικών σιδηροδρόμων. Ενας νεαρός δικηγόρος, που άκουγε στο όνομα Χένρι Πουρ, εξέδιδε ένα βιβλιαράκι στο οποίο αξιολογούσε όλες τις εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον χώρο των σιδηροδρόμων.
Και, όπως μπορείτε να μαντέψετε, όχι μόνο δεν προειδοποίησε για την επερχόμενη «Μαύρη Παρασκευή» του 1869, αλλά είχε το θράσος να αξιολογεί ακόμη και την οικογενειακή επιχείρηση του αδερφού του, Τζον Πουρ.
O οίκος αξιολόγησης των Πουρ ήταν τόσο «επιτυχημένος» ώστε κατάφερε να «χάσει» ακόμη και το μεγάλο κραχ του 1929 –για την ακρίβεια συνέβαλε στην εκδήλωσή του, αφού διαφήμιζε την ποιότητα των σκουπιδιών που ανταλλάσσονταν τότε στην αμερικανική χρηματαγορά. Χρειάστηκε τελικά η συγχώνευση με την εταιρεία Standard Statistics Bureau ώστε η οικογένεια των Πουρ να γλιτώσει τη δική της χρεοκοπία και να χαρίσει στην ανθρωπότητα τον κολοσσό που ονομάζεται Standard & Poor’s.
Ανάλογες ήταν και οι ιστορίες που είχαν να διηγηθούν οι ιδρυτές των δύο άλλων οίκων αξιολόγησης. Ενώ όμως οδηγούσαν για δεκαετίες τους επενδυτές στην καταστροφή, κατάφεραν να μετατραπούν σε κλειδοκράτορες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
«Ας φτιάξουμε έναν οίκο αξιολόγησης που θα ελέγχεται από τον ΟΗΕ και θα χρηματοδοτείται από δανειστές και δανειζόμενους… Ας μετατρέψουμε το καρτέλ που ελέγχει τους εκλεγμένους πολιτικούς σε πραγματικό εργαλείο της οικονομίας» πρότεινε πριν από μερικά χρόνια ο βασικός οικονομικός αναλυτής του Guardian, Αντίτια Τσακραμπόρτι.
Η φωνή του όμως χάθηκε ανάμεσα στις κραυγές όσων ασκούσαν κριτική στους τρεις οίκους, μόνο όταν διαφωνούσαν με τις αξιολογήσεις τους, και στη συνέχεια τους επευφημούσαν από τα έδρανα κάποιου Κοινοβουλίου, όταν οι εκθέσεις τους «δικαίωναν» την αντιλαϊκή πολιτική τους.
*Πηγή: efsyn.gr