Όλοι «ευχαριστημένοι» με την απεργία
Αναγκαίο να οικοδομηθεί η απαραίτητη κοινωνική ισχύς για να ανατραπούν τα μέτρα για τα εργασιακά…
Κείμενα: Ιάσονας Κωστόπουλος
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις της προηγούμενης Πέμπτης, ήταν κατά πολλούς, οι μαζικότερες των τελευταίων ετών. Ωστόσο, παρά την αυξημένη προσέλευση του κόσμου οι κινητοποιήσεις συνολικά, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τα συνηθισμένα προβλήματα και στεγανά. Έτσι για μια ακόμη φορά είδαμε τις κλασικές πλέον εικόνες που έχουν καθιερωθεί από τις κομματικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες. Χωριστές και ανταγωνιστικές μεταξύ τους συγκεντρώσεις και προσυγκεντρώσεις σε όλες τις πόλεις. Οι γνωστοί λόγοι μεγαλοσυνδικαλιστών για το νομοσχέδιο που για μια ακόμη φορά «θα μείνει στα χαρτιά» αλλά και την αντιπολίτευση που θα το πάρει πίσω όταν έρθει στα πράγματα (!). Οι κομματικές συγκεντρώσεις που θέλουν να εκφράσουν έναν συσχετισμό εντός της πιάτσας της Αριστεράς (εσχάτως και εκείνης της Κεντροαριστέρας) και γενικώς όλα εκείνα που όχι μόνο δεν εκφράζουν τον κόσμο αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν έναν από τους λόγους για να μην πάει κάποιος στην πορεία. Ακόμη και μερικά πιο ζωντανά στοιχεία που έδωσαν το παρόν π.χ. το μπλοκ των απεργών από τα λιπάσματα Καβάλας, δεν κατάφεραν να δώσουν τον τόνο. Ενώ, η ελαφρώς αυξημένη μαζικότητα δεν ήταν αρκετή για να ξεπεράσει τα παραπάνω και γίνει μπορετό να εκφραστούν τόσο μια πλατιά απονομιμοποίηση του νομοσχεδίου, όσο και οι ευρύτερες λαϊκές ανησυχίες και δυσαρέσκεια. Ωστόσο όλοι οι «αρμόδιοι» μοιάζουν ευχαριστημένοι, η απεργία χαιρετίστηκε με πύρινες ανακοινώσεις, είτε για τη μάχη που δόθηκε είτε για την «κλιμάκωση» που έπεται. Το ΠΑΜΕ έδωσε τη «γνήσια» εργατική απάντηση, η ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ έριξαν μια «πιστολιά» πριν την καλοκαιρινή λήξη, ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα πάρει πίσω μόλις μπορέσει και οι υπόλοιποι είναι χαρούμενοι με μια απεργία με παραπάνω κόσμο σε σχέση με τις προηγούμενες απεργίες-φαντάσματα. Κανείς όμως δεν φαίνεται να αγχώνεται με το γεγονός ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει ανενόχλητη στην ψήφιση του νομοσχεδίου, ούτε για την αναντιστοιχία της έντασης και του όγκου των κινητοποιήσεων σε σχέση με τις πολεμικές ιαχές για τη «μητέρα των μαχών». Για μια ακόμη φορά, όλα τα σχέδια επιβεβαιώθηκαν και χώρεσαν με ευκολία στην ηρεμία που παρέχει η πεπατημένη, οπότε δεν υπάρχει λόγος για προβληματισμό.
Οι διάφορες αντιπολιτεύσεις επέλεξαν να πολιτευτούν με τρόπο που όλα να αθροίζονται στην οργανωτική ενίσχυση των παρατάξεών τους, στην επιβίωση κάποιων συνδικαλιστικών ηγεσιών και βέβαια σε θεσμικές ή ακόμη και κυβερνητικές λύσεις
Βέβαια η μαζικότητα μιας κινητοποίησης δεν είναι απλά ένα οργανωτικό ζήτημα, ούτε μπορεί να αποδίδεται κάθε φορά στην κακή υποκειμενική κατάσταση, στις ήττες του παρελθόντος και τις παθογένειες που έχουν κληροδοτηθεί. Εν προκειμένω, σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο νομοσχέδιο η κυβέρνηση πορεύτηκε με τον καθιερωμένο πολιτικό ρεαλισμό των τελευταίων χρόνων. Ορθά κοφτά όρισε, ότι η εργασιακή ζούγκλα που κληροδότησαν από τα μνημονιακά χρόνια είναι παγιωμένη και αναπότρεπτη, οπότε το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι μια κάποια ρύθμισή της. Μαζί με αυτή προωθήθηκε και το ξερίζωμα του συνδικαλισμού που έχει σαπίσει και απονομιμοποιηθεί στα μάτια της κοινωνίας εδώ και αρκετά χρόνια. Κι όλα αυτά στα πλαίσια της απαραίτητης ψηφιακής μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού που προτάσσεται διεθνώς, παίζοντας με το πολύπλευρα δουλεμένο αφήγημα του εργαζόμενου-επιχειρηματία του εαυτού του.
Απέναντι σε αυτήν την πολιτική, οι διάφορες αντιπολιτεύσεις επέλεξαν –υποκριτικά– να τοποθετηθούν λες και δεν υπάρχει η «εργασιακή ζούγκλα», οπότε το νομοσχέδιο είναι αυτό που θα την επιφέρει και –για μια ακόμη φορά– θα μας πάρει πίσω κατακτήσεις «ολόκληρου αιώνα». Όλα αθροίστηκαν στην οργανωτική ενίσχυση ορισμένων παρατάξεων, στην επιβίωση κάποιων συνδικαλιστικών ηγεσιών και βέβαια σε θεσμικές ή ακόμη και κυβερνητικές λύσεις. Έτσι, αφού τα πράγματα δεν αλλάζουν, τι έμεινε; Η σιωπηλή παραδοχή ότι μοναδική λύση είναι να μην αποτυπωθεί ο αρνητικός συσχετισμός των τελευταίων 15 ετών –τουλάχιστον–, σε νομικό και θεσμικό πλαίσιο. Πράγμα που χωρίς προοπτική για αλλαγή του ίδιου του συσχετισμού και υπέρβαση των υπαρκτών προβλημάτων, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες, δεν είναι καν μάχη οπισθοφυλακών, περισσότερο μοιάζει με παράταση για το αναπόφευκτο…
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΙ;
Ηαπεργία τέλειωσε, η λίγο μαζικότερη συμμετοχή σε σχέση με τις κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων, αντί να προβληματίζει σχετικά με τα επόμενα βήματα τους οργανωτές και τους φορείς που συμμετείχαν σε αυτή, έγινε ευκαιρία για αυτοαναφορικούς πανηγυρισμούς. Με τον τρόπο αυτό η απόστασή τους από την κατάσταση πνευμάτων της κοινωνίας και του κόσμου της εργασίας όλο και μεγαλώνει.
Με τις ανακοινώσεις τους μετά την απεργία της Πέμπτης, το ΠΑΜΕ, καλεί σε κλιμάκωση, και νέα απεργία για τις 16 Ιουνίου, ενώ η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ δηλώνουν πως τα αρμόδια όργανα θα συζητήσουν για τα επόμενα βήματα. Βέβαια κανένας δεν δείχνει διατεθειμένος να υπερβεί μοτίβα και περιεχόμενα του υπαρκτού συνδικαλισμού, να συμβάλει στην οργάνωση στους εργασιακούς χώρους, να συγκινήσει και να δώσει φωνή στους άμεσα ενδιαφερόμενους, που ήδη βιώνουν το παρόν της εργασιακής επισφάλειας που θα επιδεινωθεί με τον νέο νόμο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δια στόματος Αλ. Τσίπρα, καλεί τον κόσμο της εργασίας «να δώσει ρεπό στην κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη», ποντάροντας τα πάντα στη δικομματική εναλλαγή, επαναλαμβάνοντας μονότονα και πλέον χωρίς κανείς να τον πιστεύει, πως θα ακυρώσει τα όποια αντιλαϊκά νομοθετήματα. Το ΚΚΕ σωστά εκτιμά πως «το νομοσχέδιο είναι καταδικασμένο στην συνείδηση του κόσμου», το κάλεσμα του όμως προς τους εργαζόμενους και τους νέους «να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη τους και να το αχρηστεύσουν στην πράξη» δεν κάνει τίποτα για να αναγνωρίσει και να ανατρέψει τον αρνητικό συσχετισμό, να εμπνεύσει και να εκφράσει όσους πλήττονται αλλά δεν εκφράζονται από τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων.
Βέβαια, το πραγματικό ερώτημα πολλών εργαζόμενων «γιατί να απεργήσω», αν δεν υπάρχει προοπτική ανατροπής του νόμου και συνολικότερης εναλλακτικής, δεν βρίσκει απάντηση στις φραστικές εξαγγελίες κλιμάκωσης του αγώνα. Προς τα εκεί αξίζει να επενδυθούν δυνάμεις. Χωρίς να υπάρχουν έτοιμες και εύκολες απαντήσεις, αυτό που απαιτείται είναι να ανοίξει με πραγματικούς όρους η συζήτηση μιας συνολικά εναλλακτικής πορείας για τη χώρα μας, που θα αμφισβητεί συνολικά το μοντέλο ανάπτυξης που επιβάλλεται. Η πράσινη και ψηφιακή ανάπτυξη, η μετατροπή της χώρας σε χώρο γεωπολιτικών πειραματισμών, η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, η εργασιακή ζούγκλα, σίγουρα δεν είναι μονόδρομος.
Η επιμονή αντιθέτως στα ίδια αδιέξοδα μοτίβα, όσο και αν σε στιγμές μπορεί να παράγει και κάποια σχετικά μαζικά γεγονότα, αδυνατεί να απαντήσει στις αγωνίες της κοινωνικής πλειοψηφίας, είναι εύκολα διαχειρίσιμη και ως εκ τούτου αποτελεί τον «αντίπαλο» που επιθυμεί η κυβέρνηση και η ελίτ της χώρας.
ΕΠΙΔΕΙΞΕΙΣ ΣΥΡΙΖΑ
Στην πρόσφατη απεργία ο βασικός όγκος των διαδηλωτών ούτε που σκέφτηκε να πάει να στηρίξει κομματικά πανό. Πήγε με σωματεία, με συντονιστικές πρωτοβουλίες, με ομοσπονδίες. Όχι δεν υπάρχουν ούτε ισχύουν απαγορεύσεις. Μιλάμε όμως για τη νοοτροπία και τη συναίσθηση κάποιων διαδικασιών και πραγμάτων.
Σε αυτήν την απεργία ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να κατέβει με τα κομματικά του πανό και τις σημαίες του κόμματος, γιατί εμφορείται από την «αυτονομία των μαζικών χώρων και των κινημάτων». Έτσι θέλησε σε όλες τις πόλεις που έγιναν συγκεντρώσεις και πορείες να είναι παρόν με τα σήματά του, την υπογραφή του, τις σημαίες και τους βουλευτές πρώτο τραπέζι πίστα.
Πρόκειται για ασχήμια αισθητική και πολιτική γιατί δεν διέφερε από το να βλέπεις πανό της Ν.Δ., του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ σε μια απεργιακή συγκέντρωση. Το πιο άσχημο είναι ότι όσοι περιφέρονταν με σημαίες και αυτοκόλλητα δεν είχαν καμία συναίσθηση του τι ευθύνες έχουν για όσα διαχειρίστηκαν και για τη σημερινή κατάσταση. Βέβαια υπάρχει μια ανοχή από έτερες αριστερές δυνάμεις και ίσως άλλους «δικαιωματιστές», ότι όλοι ανήκουμε σε μία οικογένεια, ή το «με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είμαστε πιο χαλαροί για τους ακτιβισμούς πάσης φύσεως».
Στα Γιάννενα συνάντησαν οι του ΣΥΡΙΖΑ αντιδράσεις από τους διαδηλωτές. Οι τελευταίοι τους ζήτησαν να φύγει το πανό όπως και οι δύο βουλευτές που ήθελαν να δείξουν το «φιλεργατικό» τους πόνο – όταν ψήφιζαν μαζί με όλους τους άλλους το τρίτο μνημόνιο ούτε που τους πέρασε από το νου η γιούχα. Άλλωστε συνήθισαν και στη γιούχα όπως γίνεται μερικά χρόνια στην πορεία του Πολυτεχνείου…
ΤΑΞΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ
ΟΘανάσης Παφίλης μέσα στη Βουλή απευθυνόμενος προς τους εκπροσώπους του καπιταλισμού: «Απολίθωμα είστε εσείς και το σύστημά σας, εμείς είμαστε το μέλλον» για να συμπληρώσει: «Θα φάτε τα μούτρα σας και θα τα φάτε πολύ άσχημα, το ΚΚΕ θα είναι στην πρώτη γραμμή μαζί με τους εργαζόμενους»
Το ρεπορτάζ του 902.gr έδωσε κι αυτό έμφαση στην υπερβολή: «Το απεργιακό ποτάμι ξεχείλισε – Στα σκουπίδια το τερατούργημα». «Από άκρη σε άκρη όλη η χώρα “παρέλυσε” καθώς χιλιάδες εργαζόμενοι συμμετείχαν στη μεγαλύτερη απεργία των τελευταίων ετών και στις συγκεντρώσεις Συνδικάτων, Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων, στέλνοντας μήνυμα ότι με τον αγώνα τους οι εργαζόμενοι μπορούν να αχρηστεύσουν το αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, πετώντας το νομοθετικό σκουπίδι της κυβέρνησης στον κάλαθο των αχρήστων».
Και για να καταλάβετε την υπερβολή και την αντικειμενικότητα συνεχίζουμε: «Απεργιακή πλημμύρα στη συγκέντρωση των Συνδικάτων. Ένα απεργιακό ποτάμι σχηματίστηκε από νωρίς το πρωί στην Αθήνα, με χιλιάδες διαδηλωτές να καταφτάνουν στις προσυγκεντρώσεις για να συμμετάσχουν στην απεργιακή συγκέντρωση στα Προπύλαια… Τα μηνύματα ότι η απεργιακή συγκέντρωση θα ήταν συγκλονιστική, είχαν φτάσει από τα ξημερώματα…»
Και Γ. Πέρρος, γραμματέας ΠΑΜΕ: «Ο λαός έγραψε σήμερα ακόμα μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία του».
Κι όλα αυτά μόνο για τη συγκέντρωση του ΠΑΜΕ. Γιατί τίποτα άλλο δεν υπήρξε αυτήν την ημέρα. Τόσο αντικειμενική υπερβολή… Μια μόνο απεργιακή συγκέντρωση στα Προπύλαια…
ΠΗΓΗ: edromos.gr