Όταν σπάνε τα αναχώματα… ΝΙΚΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
Ο Μισισιπής είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός της Βόρειας Αμερικής, με μήκος που ξεπερνά τα 3,5 χιλιάδες χιλιόμετρα και διατρέχει 10 πολιτείες των ΗΠΑ. Ιστορικά οι περιοχές δίπλα στη θάλασσα ή σε μεγάλους ποταμούς ανέπτυξαν ιδιαίτερο πολιτισμό, κυρίως λόγω της δυνατότητας για μετακίνηση, ανταλλαγή ιδεών και αγαθών.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1926-27 σημειώθηκε η μεγαλύτερη υπερχείλιση του ποταμού μέσα στον 20ο αιώνα, με τραγικές συνέπειες σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε περιουσίες. Οι πληγέντες, κυρίως φτωχοί αφροαμερικανοί, χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να ξεπεράσουν την καταστροφή, που ενισχύθηκε περαιτέρω από την οικονομική κρίση του ‘29. Εκτιμάται ότι εκείνο το χειμώνα περίπου 500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ περισσότεροι από 700.000 έμειναν άστεγοι.
Η στάθμη του Μισισιπή δεν ανέβηκε σε μία νύχτα. Το ύψος των υδάτων άρχισε να ανεβαίνει από τα τέλη του καλοκαιριού του ’26, ενώ ο κίνδυνος υποχώρησε μετά τον Μάιο του ’27. Ο φόβος από τον ξεχειλισμένο ποταμό και οι κακουχίες των φτωχών ανθρώπων έχουν αποτυπωθεί ανάγλυφα στη λαϊκή μουσική παράδοση. Οι διακρίσεις και η εκμετάλλευση εκφράζονται σε δεκάδες τραγούδια, πολλά από τα οποία έχουν διασκευαστεί και μετέπειτα από σύγχρονους μουσικούς. Ίσως η ιστορία μέσα από τα τραγούδια να λέει περισσότερα από τα βιβλία. Ο περίφημος Charley Patton, στο τραγούδι του “High Water Everywhere, Pt.1” , αναφέρει: Θα πήγαινα στους λόφους, αλλά με έχουν αποκλείσει/I would go to the hill country, but they got me barred. Σε αντίθεση με τους λευκούς που είχαν το δικαίωμα να μετακινούνται όπου ήθελαν, οι μαύροι δεν μπορούσαν πάντα να φύγουν, καθώς οι ιδιοκτήτες γης προσπαθούσαν να το αποτρέψουν επειδή αμφέβαλλαν ότι θα επέστρεφαν αργότερα πίσω για να εργαστούν ξανά στα χωράφια τους. Τραγούδια για τη μεγάλη πλημμύρα έχουν γράψει ή ερμηνεύσει και η Bessie Smith, ο Blind Lemon Jefferson, ο Lonnie Johnson κ.α.
Η καταστροφή αυτή για πολλούς κατοίκους θεωρήθηκε θεϊκή παρέμβαση που θα τους απάλλασσε από τα χρέη και από την εξοντωτική εργασία στα χωράφια οδηγώντας όμως σε ένα τεράστιο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τον βορρά. Βιομηχανικές πόλεις όπως το Σικάγο ή το Ντιτρόιτ δέχτηκαν χιλιάδες εργάτες από το Νότο. Ιδιαίτερα στο Σικάγο, η πολιτιστική επίδραση των μεταναστών ήταν πολύ σημαντική – όπως συμβαίνει συνήθως – καθώς ξεπήδησε ένα καινούργιο είδος μουσικής, το Chicago Blues. Η πιο ηλεκτρική εκδοχή της παραδοσιακής μουσικής του νότου προέκυψε ως το αποτέλεσμα της σύνθεσης της βιομηχανοποιημένης εργασίας, του αστικού ιστού και της μουσικής παράδοσης των μεταναστών από το Νότο. Το Chicago Blues υπήρξε ο λογικός πρόδρομος του Rock n Roll, μαζί βέβαια με την επίδραση και άλλων μουσικών ειδών όπως της Folk, της Country και της Soul.
Ίσως το πλέον χαρακτηριστικό τραγούδι για τις μεγάλες πλημμύρες ήταν το περίφημο “When the Levee Breaks” των Memphis “Minnie” McCoy και του Kansas Joe McCoy, που διασκευάστηκε από τους Led Zeppelin τη δεκαετία του ’70, αν και αρχικά δεν πιστώθηκε στους δημιουργούς. Αξιοσημείωτη είναι η διασκευή του John Campbell, που σε αντίθεση με τους Zeppelin, έπαιζε το τραγούδι και στις ζωντανές εμφανίσεις του.
Η Νέα Ορλεάνη χτυπήθηκε έντονα και μετά από 87 χρόνια από τον τυφώνα Κατρίνα. Για άλλη μια φορά η τραγωδία έδωσε έμπνευση στην τέχνη. Αυτή τη φορά τα τραγούδια που γράφτηκαν για την καταστροφή ήταν περισσότερο πολιτικά και δεν εξιστορούσαν μόνο τα γεγονότα. Τραγούδια για την Κατρίνα γράφτηκαν και από λευκούς , που δεν τους έπληξε απαραίτητα ο τυφώνας καθώς η εικόνα της τηλεόρασης μπορούσε πια να ταξιδέψει τη φρίκη και την απόγνωση σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Οι μουσικοί αυτοί έχουν ξεχωρίσει, τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και εκτός για τις ανησυχίες που εκφράζουν, είτε μέσα από τα τραγούδια τους, είτε σε συνεντεύξεις τους.
Σημαντική είναι η δουλειά του συνθέτη της τζαζ Terence Blanchard, με το άλμπουμ A Tale Of God’s Will: Requiem For Katrina, που συνδέει τις δύο καταστροφές, που είχαν στον κοινό παρονομαστή τους φτωχούς και αδύναμους. Ο Blanchard που έγινε γνωστός για τη μουσική του σε πολιτικές ταινίες του Spike Lee (Malcom X, Jungle Fever κ.α.), κέρδισε βραβείο Grammy το 2008 για το άλμπουμ αυτό.
Οι REM σε δύο τραγούδια τους (Houston και Oh My Heart) ασκούν κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς μετά την καταστροφή: “Αν δεν με σκοτώσει η καταιγίδα, θα το κάνει η κυβέρνηση / If the storm doesn’t kill me, The government will.”, εξιστορώντας τη δοκιμασία στην οποία θέτει την πίστη του κάποιος που έχει βιώσει την καταστροφή, αλλά και τους διαχείριση της κυβέρνησης. Εκείνη την εποχή, ο τραγουδιστής των REM, Michael Stipe διέκοπτε τις συναυλίες τους κάνοντας μακροσκελείς ομιλίες, τους κατηγορώντας την κυβέρνηση Μπους.
Ο Bob Brozman προχώρησε ένα βήμα παραπέρα με το λιγότερο γνωστό, Look at New Orleans. Η κριτική του στο κράτος και στις διακρίσεις που προέκυψαν είναι σκληρή: “Στην πιο πλούσια χώρα του κόσμου, οι άνθρωποι πεθαίνουν στη Νέα Ορλεάνη/ In the world richest country, people die down in N.Orleans”. O Brozman ήταν επίσης αυστηρός επικριτής της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ, αν και αντικειμενικά απευθυνόταν σε περιορισμένο – και συνήθως ήδη ευαισθητοποιημένο – κοινό.
Οι Audioslave με το Wide Awake κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος: Οι φτωχοί και ανυπεράσπιστοι έμειναν πίσω, ενώ είσαστε κάπου και ανταλλάσσετε ζωές με πετρέλαιο, λες και ο κόσμος είναι τυφλός…/ The poor and undefended left behind. While you’re somewhere trading lives for oil. As if the whole world were blind.
Όπως κάθε μέσο έκφρασης, η μουσική οφείλει να καταγγείλει τη δυστυχία και την εκμετάλλευση. Οι φυσικές καταστροφές πλήττουν συνήθως τα πιο ευπαθή κοινωνικά στρώματα και εντείνουν τις έμφυτες ανισότητες του κοινωνικού ιστού. Στο βαθμό που η τέχνη και ειδικότερα η μουσική αποτελούν μέρος του πνευματικού κόσμου, η φωνή τους έχει σημασία.