Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Εξουσιαστικού Πολέμου

Τα σύνορα, ο πολιτισμός, η επιστήμη, η τεχνολογία, τα οπλικά συστήματα, η κοινωνιολογία, η πολιτική και η ψυχολογία (από τις ψυχώσεις κλπ) των κατοίκων της ευρώπης, αλλά και, σχεδόν, ολόκληρου του κόσμου, αναδιαμορφώνονται από τους δύο μεγάλους πολέμους που διεξάγονται το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και, οι οποίοι, στην ουσία αποτελούν ενιαίο πόλεμο, με ένα μεσοδιάστημα «ειρήνης» είκοσι ετών.
Πρώτος Μεγάλος Πόλεμος «λήγει» στις 11 Νοεμβρίου του 1918 με την υπογραφή ανακωχής ανάμεσα στον εκπρόσωπο της ηττημένης Γερμανίας Ματίας Ερτζμπέργκερ και τον στρατάρχη Φερντινάν Φος, στο δάσος της Κομπιέν (η οποία επικυρώνεται με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στις 28 Ιουνίου 1919). Η λεγόμενη ανακωχή είναι ουσιαστικά μία «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας και περιλαμβάνει τα εξής:
Εντός δεκαπενθημέρου απαιτείται παράδοση από τη Γερμανία της Αλσατίας και Λωραίνης, αποχώρηση από θέσεις που κατείχε σε Γαλλία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο και αντικατάσταση των γερμανικών στρατευμάτων σε όλο το μήκος της δεξιάς όχθης του Ρήνου από στρατεύματα της «Αντάντ» τα οποία θα συντηρούσε η Γερμανία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα οφείλει να αποσυρθεί από την Αυστροουγγαρία, Ρουμανία, Τουρκία, γενικότερα να επιστρέψει στις θέσεις που είχε πριν τον πόλεμο (1/8/1914) και να εγκαταλείψει τα εδάφη που κατείχε στην ανατολική Αφρική. Επίσης, απαιτείται η αποκήρυξη της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ με τη Ρωσία (Άνοιξη του 1918) και της συνθήκης του Βουκουρεστίου με τη Ρουμανία.
Τέλος, η Γερμανία, υποχρεούται να παραδώσει τον τεράστιο οπλισμό της (5 χιλιάδες πυροβόλα, 30 χιλιάδες πολυβόλα, 2 χιλιάδες αεροπλάνα, 3 χιλιάδες ολμοβόλα) και να παροπλίσει το στόλο της και να καταβάλει στους νικητές τεράστια αποζημίωση.
Οπλικά συστήματα – νέες τεχνολογίες
Ο Α΄ εξουσιαστικός πόλεμος υπήρξε η ευκαιρία να ενισχυθούν με τις νέες τεχνολογίες και εφευρέσεις τα αμυντικά και επιθετικά οπλικά συστήματα των αντιμαχόμενων. Νέα όπλα σχεδιάζονται, κατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά στον κόσμο και κάποια άλλα εξελίσσονται: πολυβόλα, χειροβομβίδες, άρματα μάχης (1916), αεροπλάνα, υποβρύχια, θωρηκτά πλοία και χημικά όπλα-δηλητηριώδη αέρια (1915). Όπλα μακράς βολής και τανκς ενισχύουν και, κάποιες φορές, αντικαθιστούν το πεζικό, ενώ τοποθετούνται πυροβόλα στο αεροπλάνο, για πρώτη φορά, το 1914, μετατρέποντάς το από αναγνωριστικό σε καταδιωκτικό. (Το 1917 ο εξοπλισμός του αεροπλάνου, επιτρέπει να εμπλακεί σε οργανωμένη αερομαχία, ενώ το 1918 ξεκινούν για πρώτη φορά από αέρος βομβαρδισμοί στρατευμάτων που βρίσκονται στο έδαφος καθώς και πόλεων, αποθηκών, αεροδρομίων κ.ά.)
Τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη αναγκαστικά διαθέτουν τεράστια ποσά για εξοπλισμό, δημιουργούν άρον-άρον υπουργεία Εξοπλισμών (Αγγλία), και κτίζουν νέα εργοστάσια κατασκευής όπλων –που από τότε γνωρίζουν τεράστια άνοδο– τα οποία πιέζονται ώστε να εργάζονται πυρετωδώς για να παραδίδουν συνεχώς νέα οπλικά συστήματα, με μεγαλύτερη εμβέλεια και «αποτελεσματικότητα» ανώτερη από αυτά των αντιπάλων.
Κοινωνικές συνέπειες
Στην αρχή του πολέμου, παρασυρμένοι από την γοητεία του εθνικισμού, του μιλιταρισμού και την πλανερή αντίληψη της ανωτερότητας της φυλής[1] οι ευρωπαίοι (γάλλοι, γερμανοί, άγγλοι, ιταλοί κλπ) τρέχουν στο μέτωπο σίγουροι –όλοι(!)– ότι θα νικήσει το «χαρισματικό» έθνος τους και ότι ο πόλεμος θα κρατήσει το πολύ 6 μήνες.
Όμως, όσο ο καιρός προχωρά, –οι νεκροί πολλαπλασιάζονται[2] και αυξάνονται οι καταστροφές–, το πολύχρωμο φλάμπουρο του πολέμου ξεθωριάζει.
Στα χαρακώματα οι στρατιώτες για τέσσερα ολόκληρα χρόνια υποφέρουν και αφανίζονται. Πολλοί λιποτακτούν και αρκετοί εκτελούνται προς παραδειγματισμό από τους αξιωματικούς. (Η Αγγλία επιβάλει για πρώτη φορά τον Μάιο του 1916 υποχρεωτική στράτευση όταν, φαίνεται, ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι προσκλήσεως εθελοντών, της πειθούς και του εκφοβισμού, αποδεικνύονται ανεπαρκείς).
Η οικονομική κατάσταση των αμάχων είναι οικτρή. Αγροτικές περιοχές και πόλεις βομβαρδίζονται δημιουργώντας άστεγους και πρόσφυγες, οι φόροι υπέρ του πολέμου αυξάνονται διαρκώς, η ανεργία αυξάνεται επίσης και, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ζει με δελτία διανομής τροφίμων. Μόνο ο τομέας των επικοινωνιών και οι πολεμικές βιομηχανίες βρίσκονται σε άνοδο. Οι γυναίκες βγαίνουν από τα σπίτια και εξαναγκάζονται να δουλέψουν στη θέση των ανδρών που είναι στο μέτωπο. Επίσης, μετά το τέλος του πολέμου, η μετατόπιση των συνόρων δημιουργεί 25.000.000 μειονότητες σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη.
Από την άλλη, όπως συμβαίνει πάντοτε, τα κέρδη των πλουσίων αυξάνονται λόγω του πολέμου (π.χ. τα κέρδη των αγγλικών πολεμικών και λοιπών επιχειρήσεων αυξάνονται κατά 4 δισεκατομμύρια λίρες στερλίνες κατά τη διάρκεια του πολέμου).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες εξαθλίωσης οι άνθρωποι κατεβαίνουν στο δρόμο παίρνοντας μέρος σε μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο, την πείνα και τα δεινά που αυτός επιφέρει και ενάντια σε όσους θεωρούν υπεύθυνους γι’ αυτόν.
Ειδικά στη Ρωσία, λόγω του πολέμου, η αγροτική παραγωγή εξ αιτίας ελλείψεως χεριών καταρρέει, τα εργοστάσια κλείνουν, οι άνθρωποι λιμοκτονούν και κατεβαίνουν στο δρόμο, όπου αντιμετωπίζουν τη βία του τσαρικού στρατού. Αποτέλεσμα αυτής της εξαθλίωσης και της οργής αποτελεί η επανάσταση το 1917 (όπου στην Αγία Πετρούπολη οι στρατιώτες ενώνονται με τους εξεγερμένους) και η κατάργηση του Τσαρισμού. Η επανάσταση αυτή, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και προπαγάνδας από τους μπολσεβίκους, οι οποίοι, λίγους μήνες αργότερα, καταλαμβάνουν την εξουσία από τα σοβιέτ και τον Κερένσκυ και επιβάλλουν κομμουνιστικό καθεστώς.).
Για τα επόμενα χρόνια, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, δημιουργούνται κινήματα (φεμινιστικά, αντιαποικιοκρατικά), οργανώνονται απεργίες με διάρκεια, και δυναμικές εξεγέρσεις. Παρ’ ότι συντρίβονται όλες οι αυτοκρατορίες (Αυστροουγγαρία, Τουρκία, Γερμανία πλην της Αγγλικής) η αλλαγή δεν συνεπάγεται αλλαγή στις σχέσεις επιβολής. Τα καθεστώτα που προκύπτουν συνεχίζουν να καταστέλλουν και να επιβάλουν την κυριαρχία τους. Η λήξη του Α΄ παγκοσμίου εξουσιαστικού πολέμου και το διάστημα του λεγόμενου μεσοπολέμου, που ακολουθεί, δεν συνεπάγεται άνθιση της ελευθερίας αλλά την μετατόπιση του σκοταδισμού στα χέρια μιας διάδοχης τάξης πραγμάτων, που φιλοδοξεί να αντικατάσταση την προηγούμενη.
Τα όποια επαναστατικά κινήματα και οι όποιες εξεγέρσεις προκύπτουν, σαν αποτέλεσμα μιας ριζοσπαστικοποίησης του κόσμου, καταπνίγονται στο σύνολό τους.
Παγκοσμιότητα της κυριαρχίας
Παρότι, οι οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών κάτω από το τεράστιο κόστος του πολέμου εξασθενούν και υποχρεώνονται να ζητήσουν υπέρογκα δάνεια από την Αμερική, (η οποία, προάγεται σε πρώτη δύναμη στον κόσμο) και παρ’ ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά εσωτερικά-κοινωνικά προβλήματα, η παγκοσμιότητα της κυριαρχίας, για τους νικητές, σταθεροποιείται αφού δεν αμφισβητούνται οι ζώνες της αποικιοκρατίας τους.
Αυτή η ισορροπία της παγκοσμιότητας της κυριαρχίας, βεβαίως, αποδεικνύεται βραχυπρόθεσμη και εύθραυστη, λόγω των άλυτων –μεταξύ τους– προβλημάτων (π.χ. η Αντάντ δεν έδωσε στην Ιταλία όσα της υποσχέθηκε, η Γερμανία –λόγω των σκληρών όρων και των μεγάλων αποζημιώσεων– θεωρεί εαυτήν αδικηθείσα κλπ.) και γίνεται φανερό ότι πρέπει να αποκατασταθεί με ένα μονιμότερο τρόπο.
Είναι βέβαιο, ότι η συνέχεια του πολέμου (Β΄ παγκόσμιος εξουσιαστικός πόλεμος) δεν είναι απαραίτητη για τους εξουσιαστές μόνον λόγω των κρατικών ανταγωνισμών, αλλά και εξ αιτίας της ανάγκης αντιμετωπίσεως του «εσωτερικού εχθρού», που έχει πλέον εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 114, Δεκέμβριος 2014
[1] Η ψευδαίσθηση της ανωτερότητας της φυλής φαίνεται να είναι απαραίτητη στις κυβερνήσεις των αποικιοκρατικών ευρωπαϊκών χωρών αφού δικαιολογούν με αυτόν τον τρόπο την αιμοσταγή, στυγνή εκμετάλλευση των «απολίτιστων και κατώτερων φυλετικά» γηγενών των αποικιών, τους οποίους κατακλέβουν και μεταχειρίζονται σαν δούλους. Έτσι στην αρχή του 19ου αιώνα οι μπολιασμένοι (δεχόμενοι πλύση εγκεφάλου, μέσω των ΜΜΕ της εποχής, που κατευθύνονται από τις κυβερνήσεις) με αυτήν την αντίληψη ευρωπαίοι, φτάνουν στην παρανοϊκή κατάσταση να θεωρούν το έθνος τους ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο. Με αυτήν την «πεποίθηση» σέρνουν τον πολεμικό χορό αδίστακτα και εναντίον «ομοφύλων», χωρίς γενικευμένες αντιδράσεις, αφού διακατέχονται από τη ψευδαίσθηση της εύκολης νίκης και τη «λαχτάρα» να πολεμήσουν για το Έθνος τους και την «Μητέρα-Πατρίδα». Ο Α΄ παγκόσμιος εξουσιαστικός πόλεμος δεν καταφέρνει να σταματήσει αυτές τις αντιλήψεις οι οποίες βρίσκουν γόνιμο έδαφος στο Γ΄ Ράιχ και εφαρμογή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα εργαστήρια ευγονικής.
[2] Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος προκαλεί τεράστιες καταστροφές. Συμμετέχουν σ’ αυτόν 38 χώρες με, περίπου, 1,5 δισεκατομμύριο πληθυσμό. Οι πολεμικές δαπάνες φτάνουν τα 208 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι επιστρατευθέντες είναι 74 εκατομμύρια. Από αυτούς, 10 εκατομμύρια σκοτώνονται, 20 εκατομμύρια τραυματίζονται και εκατοντάδες χιλιάδες είναι αυτοί που μένουν ανάπηροι σωματικά ή ψυχικά. Πιο αναλυτικά: Η Ρωσία έχει 2 εκατομμύρια 300 χιλιάδες νεκρούς στα πεδία των μαχών, η Γερμανία 2 εκατομμύρια νεκρούς, η Αυστροουγγαρία 1 εκατομμύριο 440 χιλιάδες, η Γαλλία 1 εκατομμύριο 383 χιλιάδες, η Αγγλία 747 χιλιάδες, η Ιταλία 700 περίπου χιλιάδες και οι ΗΠΑ 53 χιλιάδες.