Παιδεία κατά παραγγελία
Την Τετάρτη 14/06 έληξε η δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο νόμου με τίτλο «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα και άλλες διατάξεις», η οποία διήρκησε συνολικά μόνο 12 ημέρες.
του Ηλία Κωνσταντινίδη
Το σχέδιο νόμου προβλέπεται να ψηφιστεί τις αμέσως επόμενες μέρες, κατά την προσφιλή συνήθεια όλων των κυβερνήσεων να περνούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις κατακαλόκαιρο, ευελπιστώντας ο καύσωνας να κάμψει τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Το νομοσχέδιο στο σύνολό του εφαρμόζει τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ για την παιδεία. Σε βασικές γραμμές: διοχέτευση των νέων σε μία βεντάλια μεταλυκειακής εκπαίδευσης πολλών ταχυτήτων, που κατακερματίζει τα επαγγελματικά-εργασιακά δικαιώματα των νέων εργαζομένων, στο μοτίβο κατάρτιση-υπερεξειδίκευση-ευελιξία-επανακατάρτιση, υποχώρηση της κρατικής χρηματοδότησης από τα ιδρύματα, ένταση της επιχειρηματικής λειτουργίας τους και ενίσχυση των οδών ιδιωτικής χρηματοδότησης, άμεση σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών και των ερευνητικών κατευθύνσεων με επιχειρηματικά συμφέροντα, όξυνση των ταξικών φραγμών.
Οι κύριες αιχμές του νομοσχεδίου Γαβρόγλου αφορούν σε:
Πρώτο, διοικητικές μεταρρυθμίσεις
Ίδρυση, κατάτμηση, κατάργηση, συγχώνευση σχολών και τμημάτων γίνεται έπειτα από υπουργική απόφαση και απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου. Καταργούνται τα Συμβούλια Διοίκησης του ν. Διαμαντοπούλου, που έτσι κι αλλιώς ήταν ανενεργά κι απονομιμοποιημένα από μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά ιδρύονται τα περιφερειακά συμβούλια με συμμετοχή των τοπικών επιχειρηματικών επιμελητηρίων.
Τα όργανα του Ιδρύματος είναι η Σύγκλητος, το Πρυτανικό Συμβούλιο-επανέρχεται ο θεσμός, ο Πρύτανης κι οι αντιπρυτάνεις, θα εκλέγονται πλέον με ξεχωριστό ψηφοδέλτιο. Ενισχύονται οι λειτουργίες των Κοσμητειών, απαγορεύεται η παράλληλη απασχόληση στα μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης και τέλος αλλάζει η σύσταση της Συγκλήτου.
Εδώ αξίζει να σταθούμε. Πλέον τα μέλη της Συγκλήτου αποτελούνται από τον Πρύτανη, τους Αντιπρυτάνεις, τους Κοσμήτορες των σχολών, τους Προέδρους των τμημάτων και τους εκπροσώπους των φοιτητών, συγκεκριμένα τέσσερις προπτυχιακοί και ένας μεταπτυχιακός ή υποψήφιος διδάκτορας. Η τελευταία αυτή μεταρρύθμιση θέλει να παρουσιαστεί από την κυβέρνηση ως ο «ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατικής λειτουργίας των ιδρυμάτων». Πρόκειται για καθαρή υποκρισία καθώς η φοιτητική συμμετοχή συνεχίζει να είναι εξαιρετικά περιορισμένη και στην πράξη δεν έχει καμία δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης. Το ξεχωριστό ψηφοδέλτιο Πρυτάνεων/Αντιπρυτάνεων δημιουργείται ώστε να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να εκλέξει κάποιους αντιπρυτάνεις και να έχει πρόσβαση στην εξουσία του Πανεπιστημίου, αφού πρακτικά δε μπορεί να εκλέξει κανένα Πρύτανη.
Σημαντικό καινούριο στοιχείο είναι η συγκρότηση του θεσμού των περιφερειακών Ακαδημαϊκών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (Α.Σ.Α.Ε.Ε), που θα στοχεύουν στην πρόσδεση των ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων με τους τοπικούς παράγοντες και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιφέρεια. Σύνδεση δηλαδή των ιδρυμάτων, των επιστημονικών πεδίων, των ερευνών, των προγραμμάτων σπουδών, του συνόλου της εκπαιδευτικής διαδικασίας με τους εκάστοτε εμπορικούς και βιομηχανικούς κύκλους μέσω ιδιωτικής χρηματοδότησης, ακόμα και «αξιοποίηση των υποδομών των σχολών για εξοικονόμηση πόρων», με άλλα λόγια ξεπούλημα της περιουσίας των ιδρυμάτων. Γιατί όχι κι αξιοποίηση της εργασίας των ίδιων των φοιτητών στο πλαίσιο της «εκπαιδευτικής πρακτικής», τίποτα δεν αποκλείεται.
Στα ΑΣΑΕΕ τυπικά μέλη είναι μόνο καθηγητές, ωστόσο μπορούν να συμμετέχουν και τα επαγγελματικά επιμελητήρια της περιοχής.
Επόμενο ζήτημα που τα κυβερνητικά στελέχη προσπαθούν να πλασάρουν ως «μεγάλη ριζοσπαστική, δημοκρατική τομή» είναι αυτό του ασύλου. Επαναφέρεται λοιπόν ο όρος «ακαδημαϊκό άσυλο» κατά την αντίστοιχη διάσημη πλέον διάταξη του Νόμου Γιαννάκου, που είχε παγώσει μετά το μεγαλειώδες φοιτητικό κίνημα του 2006/2007. Αρκεί εδώ το σχόλιο του «Δικτύου για το Πανεπιστημιακό Κίνημα», στην ανακοίνωση του για το νομοσχέδιο, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Η όποια ακαδημαϊκή “ελευθερία” στην έρευνα και τη διδασκαλία προσδιορίζεται από το συσχετισμό δύναμης σε κάθε τμήμα και, ειδικότερα για την έρευνα, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κυρίαρχη αντίληψη και την πολιτική της χρηματοδότησης. Στη σύγχρονη εποχή του νεοφιλελευθερισμού ο πραγματικός και άμεσος εχθρός της ακαδημαϊκής ελευθερίας βρίσκεται κυρίως “εντός των τειχών” και είναι η εμπορευματοποίηση της γνώσης και της έρευνας. Το “ακαδημαϊκό άσυλο” (διαχωρίζοντας “ακαδημαϊκές” και “μη ακαδημαϊκές” δραστηριότητες) δεν είναι παρά μια ισχυρή θωράκιση απέναντι στο “πολιτικό άσυλο”, δηλαδή τους αγώνες του μαχόμενου πανεπιστημιακού και λαϊκού κινήματος». Επίσης, η διατύπωση περί «προστασίας της εργασίας» στην πράξη συνιστά απαγόρευση των καταλήψεων, με το πρόσχημα ότι αμφισβητείται κάτι σημαντικά ανώτερο από τα φοιτητικά δικαιώματα που είναι η εργασία…
Δεύτερο, κύκλοι σπουδών
Αναγνωρίζονται καταρχάς τα πενταετή προγράμματα σπουδών ως τίτλοι master κι ορίζεται η σύσταση των επιτροπών που θα καθορίσει τα επαγγελματικά δικαιώματα αποφοίτων ΤΕΙ, που δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη.
Επόμενα στοιχεία στο νομοσχέδιο που οφείλουν να φωτιστούν είναι τα εξής: Συγκροτούνται κέντρα Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης σε κάθε ΑΕΙ, η χρηματοδότηση των οποίων αφορά είτε επιχειρησιακά προγράμματα της ΕΕ, ιδιωτικούς φορείς-επιχειρήσεις είτε έγκειται σε δίδακτρα. Δίνεται η δυνατότητα δημιουργίας διετών δομών στα ΑΕΙ που θα παρέχουν πιστοποιημένα διπλώματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με βάση το ευρωπαϊκό πλαίσιο προσόντων. Αυτό το βήμα είναι ενδεικτικό της προσπάθειας που επιβάλλεται από την πλευρά του κεφαλαίου, και εφαρμόζεται ήδη στην ΕΕ, να απομαζικοποιήσει τα πανεπιστήμια και μέσω των πολλών μεταλυκειακών κύκλων σπουδών (ΣΕΚ, διετή, ΙΕΚ κλπ), να κομματιάσει τα γνωστικά αντικείμενα και να παράξει μία νέα εργατική τάξη, καταρτισμένη μεν, εξειδικευμένη αλλά όχι ολικά μορφωμένη, ευέλικτη, αναλώσιμη, πολυκατακερματισμένη και διασπασμένη.
Τέλος θεσμοθετούνται τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών. «Σώζονται» οι πολλοί φτωχοί φοιτητές, αυτοί που το εισόδημά τους δε ξεπερνά το 70% του εθνικού εισοδήματος. Προκύπτουν όμως τα εξής ερωτήματα: ανοίγει μ’ αυτή την διάταξη ο δρόμος γενικά για επιβολή διδάκτρων και σε άλλους κύκλους σπουδών; Πόσο εύκολα, μέσα στη λαίλαπα της κρίσης και των μνημονίων, μπορεί να συρρικνωθεί ή ακόμα και να καταργηθεί αυτή η «παροχή»; Κι άλλωστε μέσα στην ένταση συνολικά των ταξικών φραγμών στην παιδεία, πόσοι νέοι εργατικών-λαϊκών οικογενειών τελικά θα καταφέρουν να φτάσουν στο μεταπτυχιακό για να «επωφεληθούν» αυτής της τροποποίησης;
Τρίτο, Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας
Οι ΕΛΚΕ λειτουργούν από δω και στο εξής ως ένα σχετικά αυτόνομο όργανο επιχειρηματικής διαχείρισης, με ξεχωριστό ΑΦΜ, με κατάλληλη δομή, διοίκηση και διοικητική υποστήριξη, ενώ συγχρόνως αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάργησης των ΕΛΚΕ και αντικατάστασής τους από την Ανώνυμη Εταιρεία, το ΝΠΙΔ του νόμου Διαμαντοπούλου. Θυμίζει κάτι από τον μάνατζερ του ιδρύματος που ήθελε να επιβάλλει η Διαμαντοπούλου, στο πλαίσιο της μετατροπής των ιδρυμάτων σε ζωτικούς τροφοδότες της καπιταλιστικής αγοράς.
Το ειρωνικό της υπόθεσης είναι ότι η κυβέρνηση παρουσιάζει το νομοσχέδιο ως νέο «δημοκρατικό κεκτημένο», μετά τις «έντιμες συμφωνίες με τους δανειστές», ενώ επί της ουσίας προσπαθεί να κρύψει τις πλευρές αυτές που οδηγούν στην επιχειρηματικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αναφέρεται συχνά πυκνά πως πηγή χρηματοδότησης είναι ο δημόσιος τομέας, πως τα δίδακτρα, τα προγράμματα της ΕΕ, η χρηματοδότηση από επιχειρήσεις αποτελούν απλώς «επιλογές» των ιδρυμάτων, στα πλαίσια της αυτόνομης λειτουργίας τους και σε περιπτώσεις όπου η κάλυψη των λειτουργικών εξόδων είναι αδύνατη. Σε καιρούς, όμως, μνημονιακής ασφυξίας, τραγικού περιορισμού των κρατικών δαπανών και οικονομικού στραγγαλισμού των ιδρυμάτων είναι επόμενο να μην καλύπτονται τα έξοδα, όπως ήδη συμβαίνει. Ο πυρήνας του νομοσχεδίου είναι ξεκάθαρος και κανένα «φιλολαϊκό τερτίπι» της κυβέρνησης δε μπορεί να τον κρύψει. Η πόρτα των ιδρυμάτων προς τις επιχειρήσεις είναι ανοιχτή. Αυτές δε χρειάζεται να πάρουν κανένα ρίσκο, η ακαδημαϊκή έρευνα, ο πανεπιστημιακός εξοπλισμός κι οι υποδομές, οι φοιτητές μας, η εκπαίδευση τους, ακόμα κι οι πρακτικές τους, όλα δουλεύουν γι’ αυτούς και την ανάπτυξη τους!
Ένα τελευταίο στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έχει προκαλέσει αντιδράσεις από ακαδημαϊκούς κύκλους που δε συνήθιζαν να βρίσκονται στην πλευρά της «αντιπολίτευσης». Βέβαια δεν αντιπολιτεύονται επί του συνόλου, καθώς το αντιδραστικό νεοφιλελεύθερο λόμπι των ακαδημαϊκών βρίσκεται στην ίδια πλευρά με την κυβέρνηση, σύμμαχοι στη ίδια πολιτική. Οι διενέξεις τους αφορούν περισσότερο καυγάδες για καρέκλες και την δικομματική αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε άλλωστε, γιατί κατά τ’ άλλα κι οι δύο είναι πιστοί εφαρμοστές των κατευθύνσεων του κεφαλαίου στην παιδεία και την εργασία.
Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη αρθρογραφία διαφόρων καθηγητών κι οι ανακοινώσεις τμημάτων που κάνουν λόγο για «αναξιοκρατία, κομματική ευνοιοκρατία, περιφρόνηση λαϊκού αισθήματος δικαίου και κατάλυση δημοκρατικών δομών» (Συμβούλιο Ιδρύματος του Αλεξάνδρειου ΤΕΙ Θεσσαλονίκης), πραξικοπηματική κατάργηση των κατ’ άλλα «δημοκρατικότατων και πλήρως ακαδημαϊκών» Συμβουλίων Διοίκησης.
Τέλος η απόφαση της τελευταίας Συνόδου Πρυτάνεων πρότεινε τη θεσμοθέτηση ενός νέου πλαισίου λειτουργίας των ΕΛΚΕ, ευέλικτου και αποτελεσματικού, που θα επιτρέπει τη δραστηριότητά τους εκτός φορέων γενικής κυβέρνησης, άρα πλήρη ιδιωτικοποίηση του φορέα, τα δίδακτρα εφόσον υπάρχουν να καθορίζονται με βάση την αρχή της ανταποδοτικότητας, δηλαδή της αγοράς, ή ακόμα και να λειτουργήσει ο θεσμός της ανταποδοτικής εργασίας των φοιτητών, ένεκα και της υποστελέχωσης. Γιατί άλλωστε να ζητήσουν μόνιμες προσλήψεις;
Η Τρόικα επίσης, όπως ανέφερε αρθρογραφία της Καθημερινής, δε συμφωνεί με το νομοσχέδιο, το οποίο θεωρεί ότι επιδέχεται περαιτέρω συντηρητικών αλλαγών και ζητά την απόσυρσή του! Δηλαδή, πλήρης υποτέλεια της Ελλάδας ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες.
Επίσης το νομοσχέδιο δε θίγει την λειτουργία των δύο Πανεπιστημίων που δεν έχουν εκλεγμένες διοικήσεις, αλλά αυτές διορίζονται από το Υπουργείο Παιδείας: του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και του Διεθνούς Πανεπιστημίου. Τα δύο αυτά Ιδρύματα αποτελούν τον προπομπό κάθε αντιδραστικής κατεύθυνσης (δίδακτρα, επιχειρηματικοποίηση, ελαστικές σχέσεις εργασίας…) και όχι μόνο δεν έχουν εκδημοκρατιστεί τα δύο τελευταία χρόνια, αλλά έχουν «καταληφθεί» από το ΣΥΡΙΖΑ (και μάλιστα σε συνθήκες ακραίας βαρβαρότητας) ώστε να προωθηθούν τα κομματικά συμφέροντά του.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι συμβαίνει στο άλλο στρατόπεδο!
Γιατί το φοιτητικό κίνημα παραμένει βουβό; Γιατί οι μαχόμενες δυνάμεις του ακαδημαϊκού χώρου στέκουν ακόμα αμήχανες; Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην τριτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση-έρχεται κι άλλο νομοσχέδιο μέσα στο χρόνο, θα επιδράσουν μακροπρόθεσμα και καταλυτικά στη τωρινή νέα γενιά και τις επόμενες, στην κατάλυση των μορφωτικών, κοινωνικών και εργασιακών τους δικαιωμάτων. Είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα στη μνημονιακή αντεργατική επίθεση από το κεφάλαιο, την ΕΕ, τις κυβερνήσεις.
Πλέον δεν χωρούν αυταπάτες, τα όποια «δημοκρατικά», «αριστερά» φύλλα συκής όχι απλά έχουν πέσει, έχουν σαπίσει κιόλας. Γι’ αυτό κι οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις Γαβρόγλου δε μπορούν να μείνουν αναπάντητες, οφείλουν να αποκρουστούν από το νεολαιίστικο και ευρύτερα το εργατικό-λαϊκό κίνημα, από το αγωνιστικό ανατρεπτικό μέτωπο των δυνάμεων της εργασίας.