Περί εκτροπών της αναρχίας
Όταν ο αναρχικός λόγος «χωρίζει» με την αναρχική πρακτική και αντίστροφα
«Εάν συμπεριφερόμαστε όπως οι αντίπαλοί μας, τότε είμαστε σαν αυτούς. Αντί να αλλάξουμε τον κόσμο, θα επιτύχουμε απλώς μια αντανάκλαση αυτού που θέλουμε να καταστρέψουμε».
Η ιστορία των κοινωνικών αγώνων από τα χρόνια της αρχαιότητας, με τον ομηρικό Θερσίτη και τον ρωμαϊκό Σπάρτακο μέχρι τις μέρες μας και τις εξεγέρσεις όπου γης, συνοδεύεται με τη χρήση βίας, ενάντια στους εκάστοτε εξουσιαστές, τους προστάτες και συνοδοιπόρους τους. Η βία αυτή, όταν χρησιμοποιείται από τους εξεγερμένους, αφ’ ενός δείχνει έμπρακτα και άμεσα την εναντίωση στην εξουσία, αφ’ ετέρου, μέσω της αντιπαράθεσης με το κράτος και τους μηχανισμούς του, είναι δυνατόν να ανοίξει τον δρόμο της απελευθερωτικής διεργασίας. Τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται από τους καταπιεσμένους, διαφέρουν κατά καιρούς. Έχει αποδειχθεί όμως, πως όταν δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, συντίθενται μέσα στην πολυμορφία τους και γίνονται ακόμα πιο επικίνδυνα για την εξουσία, προκαλώντας κλυδωνισμούς στο κρατικό οικοδόμημα.
Τα τελευταία χρόνια, στον ελλαδικό χώρο, η ανάπτυξη των βίαιων μέσων πάλης, κορυφώθηκε, ειδικά τα χρόνια, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, στις 6 Δεκεμβρίου του 2008. Η οργή των νεολαίων και ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών, μεταφράστηκε πρακτικά, στην εξέγερση που επακολούθησε. Τα χαρακτηριστικά της, ήταν αναμφισβήτητα αντικρατικά και ασχέτως της προσπάθειας οικειοποίησης της από μερίδα αριστερών εξουσιαστών, στη μνήμη των αγωνιζομένων, είναι χαραγμένη βαθειά, ως μια εξέγερση κυρίως ενάντια στους ανθρωποκτόνους μηχανισμούς του κράτους. Στα επόμενα χρόνια, εντατικοποιούνται πρακτικές από πλευράς αναρχικών. Αναρχικές δημόσιες παρεμβάσεις, πορείες αναρχικών, σπασίματα σε κρατικούς στόχους γενικότερα, εμπρησμοί τραπεζών, συνθέτουν μια πολύμορφη δράση. Παράλληλα με τη δράση αυτή, την εμφάνισή τους κάνουν νέες οργανώσεις πολιτικής βίας. Κομβικό σημείο, αποτελεί το έτος 2010, με την είσοδο της κοινωνίας του ελλαδικού χώρου στη μνημονιακή εποχή. Οι πρωτοφανείς σε όγκο και μαχητικότητα απεργιακές κινητοποιήσεις, οι καταλήψεις, οι συνοικιακές πορείες, οι σφοδρές και πολύωρες συγκρούσεις στο Σύνταγμα, το κέντρο της Αθήνας και άλλων πόλεων, ο φόνος του Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά και ό,τι ακολούθησε, αποτελούν μια σειρά σημαντικών γεγονότων των τελευταίων ετών στον ελλαδικό χώρο.
Οι θεωρήσεις και οι πρακτικές οι οποίες αναπτύχθηκαν από μεριάς αναρχικών, η πολυμορφία τους, όπως και η αποτελεσματικότητά τους, αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Στο κείμενο αυτό, θα ασχοληθούμε κυρίως με τις εκτροπές που προκύπτουν, όταν τα παραπάνω διαχωρίζονται ή υποτιμούνται συγκριτικά, στη μεταξύ τους σχέση, όπως και τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει μια τέτοια κατάσταση.
Ο πολύμορφος αγώνας τον αναρχικών, θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελείται, ή ακόμη καλύτερα, είναι θεμιτό να αποτελείται, από δύο αλληλένδετα και αναπόσπαστα συστατικά του αγώνα για την αναρχία. Αυτά του αναρχικού λόγου και της αναρχικής πρακτικής. Σαν εργαλεία αγώνα, όταν αλληλοσυμπληρώνονται, η δημιουργικότητα των αναρχικών και η αποτελεσματικότητα των δράσεών τους, είναι εμφανής. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που η πλάστιγγα γέρνει περισσότερο σε ένα από τα δύο; Ας δούμε πρώτα την περίπτωση, που ο αναρχικός λόγος υπερισχύει αποκλειστικά της δράσης.
Η γνώση μέσω της αυτομόρφωσης, το διάβασμα, οι συζητήσεις και η διαρκής αναζήτηση της αλήθειας από μεριάς αναρχικών, θεωρούμε πως είναι αναγκαία και χρήσιμη για την προώθηση της αναρχικής ιδέας, όσο και της αναρχικής πρακτικής. Η εμβάθυνση σε κοινωνικά ζητήματα, η ανάλυσή τους από αναρχική σκοπιά, η ιστορική τους σημασία και τα τυχόν λάθη δε θα ερμηνεύονταν, αν δεν χρησιμοποιούταν το εργαλείο τη γνώσης. Εμείς οι ίδιοι για να κατανοήσουμε καλύτερα την αναρχία, ξεφυλλίσαμε για αρχή, ένα δύο βιβλία, μόνο και μόνο για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας ήρθαμε σε επαφή με άλλους συντρόφους, ανταλλάξαμε απόψεις, συμμετείχαμε σε εγχειρήματα. Δεν αρκεστήκαμε αποκλειστικά στο θεωρητικό κομμάτι της αναρχίας. Στα χρόνια που πέρασαν, αρκετοί άνθρωποι που ασχολούνταν ενεργά με το ζήτημα της αναρχίας, σιγά σιγά αποστασιοποιήθηκαν ή εγκατέλειψαν την αναρχική στάση ζωής. Θεωρούμε πως δεν αρκεί αποκλειστικά η θεωρητική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Η απαξίωση των βασικών και ισάξιων αναρχικών πρακτικών για την προώθηση της αναρχίας, (όπως οι αφισοκολλήσεις, η έκδοση εντύπων, οι αναρχικές πορείες, συγκεντρώσεις και παρεμβάσεις, οι οποίες συναποτελούν βίαιες πολύμορφες ενέργειες εναντίον του κράτους και των μηχανισμών του) και η μη ενεργός σχἐση με τα κοινωνικά δρώμενα οδηγούν σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Οι αναρχικές θεωρήσεις, αν δεν συναντηθούν με τον κοινωνικό χώρο, οδηγούν τους ανθρώπους σε ένα είδος στείρου ακαδημαϊσμού, εσωστρέφειας και απραξίας.
Η διάχυση της αναρχίας είναι συνυφασμένη και με τη φυσική παρουσία των αναρχικών. Η προσκόλληση στο θεωρητικό κομμάτι, οι ατελείωτες αναλύσεις για τις αναλύσεις με πομπώδη λόγο, «ψαγμένες» ορολογίες και μπόλικο ποιητικό λυρισμό χάνουν το νόημά τους αφού δεν αφορούν το σύνολο των καταπιεσμένων, αλλά μια μερίδα ανθρώπων που ελιτίζουν. Στον απόηχο των παραπάνω, φαινόμενο των καιρών μας είναι και ο αναρχίστικος διανοουμενισμός του διαδικτύου. Στην περίπτωση αυτή, ενώ έχουμε να κάνουμε με αξιόλογες προσπάθειες και αναλύσεις ενίοτε, τις περισσότερες φορές, καταλήγουμε να διαβάζουμε φιλοσοφικές, ατομικιστικές ρητορείες, οι οποίες, όχι απλά δεν έχουν επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά δεν προωθούν καν το ζήτημα της αναρχικής απελευθερωτικής διεργασίας. Η «αναρχία», αρκετές φορές, παρουσιάζεται σαν κάτι αποκρυφιστικό και ενίοτε σκοτεινό, προσιτή μόνο για λίγους και εκλεκτούς μύστες. Αποκόπτεται και αποστρέφεται στην ουσία, την αναρχική θεώρηση και πρακτική, περιχαρακώνεται γύρω από αφηρημένες έννοιες, εγκλωβίζεται τελικά στο διανοουμενισμό, χωρίς να απεμπλέκεται από αυτό το οποίο πολεμά ή φαντάζεται πως πολέμα. Την εξουσία και κάθε έκφανσή της. Η περιχαράκωση των απόψεων και ο δογματισμός εγκλωβίζουν τους όποιους ορίζοντες όχι μόνο σε πρακτικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο ιδεών. Η εξελικτική διεργασία της αναρχικής ιδέας φρενάρεται από την αγκύλωση σε δόγματα και «αλήθειες» ενώ η πρακτική, αν υπάρχει, οδηγείται σε μια μονολιθική πολεμική εναντίον οποιουδήποτε ξεφεύγει από αυτήν. Η αναρχία δε θα μπορούσε παρά να είναι λιτή, απέριττη, προσιτή και εξελίξιμη για τον καθέναν.
Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία ανθρώπων οι οποίοι περιφέρονται αναλόγως εποχής. Άνθρωποι, που έτυχε να περάσουν ενεργά για ένα διάστημα από τον περιβόητο «χώρο», να μάθουν δύο τρία γενικά και να αρκεστούν σε αυτά. Είναι οι ίδιοι που προσκολλώνται σε διάφορα πρόσωπα και «τάσεις». Αναπαράγουν κάθε φορά διαφορετικό λόγο, επιτίθενται πολλές φορές ακόμα και σε αυτά που οι ίδιοι αναπαρήγαν παλιότερα. Έχουν άποψη επί παντός επιστητού, ακόμα και αν δεν γνωρίζουν τίποτα. Έχουν την ανάγκη να μαθαίνουν τα πάντα, διασπείρουν πληροφορίες, πάντα προς όφελος κάποιων άλλων, κινούνται στις παρυφές του λεγόμενου «χώρου» και κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά ούτε τις προθέσεις τους, πολύ περισσότερο τις πραγματικές τους απόψεις. Χρησιμοποιούν την αναρχική ιδέα, την ηλικία, την «εμπειρία» τους και τα «κονέ» τους για να αυτοπαρουσιάζονται ως κάτι σημαντικό. Είναι χρήσιμοι χωροχρονικά, για τους «ηγετίσκους» κάθε είδους, δεν κινδυνεύουν πραγματικά, αφού «προστατεύονται», ενώ το έργο τους διαιωνίζει και αναπαράγει τη σαπίλα των εξουσιαστικών σχέσεων.
Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια, αναπτύχθηκε μια λανθασμένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία για να είναι κάποιος αναρχικός, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο βίαιος, «σκληρός» και επιθετικά τυφλός. Δεν έχει σημασία η απουσία λόγου, το ποιόν των ανθρώπων, τα τυχόν σφάλματα, ο εγκληματικός αμοραλισμός και οι τραγικές συνέπειες των πράξεών τους, αρκεί τον πρώτο λόγο να έχει η «δράση». Θεμελιακές αναρχικές θεωρήσεις και πρακτικές καταπατήθηκαν, λοιδορήθηκαν, εξευτελίστηκαν, παραχαράχτηκαν. Στον βωμό της βίαιης δράσης, θυσιάστηκαν τόσο οι θεωρήσεις, όσο και αναρχικές αξίες, όπως αυτές, της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, του αναρχικού ήθους, της ανάληψης ευθύνης και της αυτοκριτικής. Η λογική του «πάμε παρακάτω, ότι έγινε… έγινε», διαπότισε αρχικά αρκετούς ανθρώπους, διατυπώθηκε εν συνεχεία από περισσότερους, ακόμα και για τραγικά γεγονότα όπως αυτό του εμπρησμού της Marfin την 5η Μάη 2010 και του θανάτου 3 υπαλλήλων. Είναι ακόμα αναπάντητα και πολλά τα ερωτήματα, του τι συνέβη και γιατί. Το «πάγωμα» αναρχικών ανατρεπτικών διεργασιών φυσικά, λίγους απασχόλησε και απασχολεί πραγματικά. Αρκεί να «ξεχαστούμε» και να συνεχιστεί η λεγόμενη «δράση». Αναρίθμητα είναι τα περιστατικά βίας χωρίς νόημα, απλώς γιατί «κάτι πρέπει να γίνει». Χωρίς στόχευση, χωρίς άποψη, χωρίς ενημέρωση ή τυπική συνεννόηση.
Οι «δράσεις για τις δράσεις», όντας αποκομμένες και εχθρικές απέναντι στις αναρχικές θεωρήσεις οδηγούν σε τραγικά αποτελέσματα. Ο εφησυχασμός νέων ανθρώπων ότι είναι αναρχικοί, μόνο και μόνο επειδή «δρουν» ή τα «χώνουν» σε οποιοδήποτε επίπεδο και με οποιοδήποτε μέσο, δημιουργεί μια ανταγωνιστική συνθήκη όσον αφορά τις συνολικότερες αναρχικές αντικρατικές διεργασίες. Ο αφορισμός των αναρχικών θεωρήσεων, η «βαρεμάρα», η επιπολαιότητα και η αδιαφορία για την κατανόηση της αναρχίας σε βάθος, η έλλειψη και η απαξία της αναρχικής συνείδησης, ο αυτοεγκλωβισμός στη λεγόμενη «δράση», οδηγεί αργά ή γρήγορα, σε αναγωγή του μέσου ως σκοπού. Η αναρχία περνά σε δεύτερη μοίρα ή και στην αφάνεια αρκετές φορές, εφόσον η δράση αρκεί, μπαίνοντας σε πρώτο ρόλο. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, πώς εντοπίζεται η ανάπτυξη εξουσίας. Η αντίληψη του «πρέπει να δράσω» με οποιοδήποτε τίμημα και κόστος, φυσικά και είναι βαθειά εξουσιαστική. Αναπτύσσει μια σχέση καταναγκασμού και επιτακτικής ανάγκης για «δράση», ενώ ταυτόχρονα επιβάλλεται ακόμα και σε δράσεις άλλων, μιας και δεν έχει δείξει επ’ ουδενί την επιθυμία σύνθεσης του ευρύτερου αντικρατικού αγώνα. Τέτοιες αντιλήψεις, αποδείχτηκαν στην πράξη πως είναι βαθειά προβληματικές, ανταγωνιστικές, καταστροφικές μα προπάντων αντιαναρχικές.
Ο αγώνας για την αναρχία, δεν αποτελεί ένα προσωπικό στοίχημα, ούτε χόμπι εβδομαδιαίο για να περνάμε την ώρα μας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε στα ίσα και με ειλικρίνεια, δεν αποτελεί ούτε την «γκάβλα» ούτε την ανάγκη «αυτοπραγμάτωσης» κανενός. Η φανφαρολογία, το εφέ, το μπλα μπλα και η επιδειξιομανία δεν καθιστούν και δεν κάνουν κανέναν αναρχικό. Με μεγάλη ευκολία κάποιοι μιλάνε και διατυμπανίζουν ένοπλες ενέργειες χωρίς να ενεργούν οι ίδιοι και με μεγάλες δόσεις βλακείας κάποιοι άλλοι φωτογραφίζονται με fullface και μπουκάλια στα χέρια(sic!) για να καμαρώνουν εν συνεχεία. Η αναρχία είναι αγώνας ουσίας, αγώνας γνώσης, κατανόησης, καταστροφής και δημιουργικότητας συνάμα. Αφορά τους πάντες, συμφωνούντες ή διαφωνούντες και οφείλει να είναι διάχυτος – πολυσύνθετος αν θέλει να είναι πραγματικά επικίνδυνος και ανατρεπτικός για το κράτος και τους μηχανισμούς του.
Εν κατακλείδι, η συνέπεια, ο κόπος, η σύνθεση και η διατήρηση των ισορροπιών λόγου-πράξης, έχει αποδειχθεί ιστορικά πως προωθεί με τον καλύτερο τρόπο τον ανατρεπτικό αγώνα για την αναρχία. Από τον λόγο (γραπτό και προφορικό) τις πορείες μέχρι την πολύμορφη δράση η κύρια επιδίωξη ας είναι η προώθηση της αναρχίας. Κανένα μέσο αγώνα δεν είναι υποδεέστερο έναντι κάποιου άλλου και κανένα μέσο δεν πρέπει να μετατρέπεται σε αυτοσκοπό. Η επιστροφή στις θεμελιακές αναρχικές θεωρήσεις και πρακτικές θεωρούμε πως είναι η λύση πολλών προβλημάτων, που έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια. Η ουσιώδης αυτοκριτική για τυχόν λάθη αποτελεί άλλον έναν σημαντικό παράγοντα ο οποίος δυστυχώς τείνει να εξαφανιστεί. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν θεωρούμε πως έχει χαθεί και τίποτα δεν πάει χαμένο από πλευράς μας…
Πυρήνας «Αναρχία Ξανά»
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 166, Δεκέμβριος 2016