ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΓΕΛΩΤΟΣ…Του Μανόλη Κωνσταντάκη
Αφορμή για αυτό το κείμενο στάθηκε μία ανάρτηση που έκανα στα social media και ότι διαβάσετε παρακάτω είναι η ανάπτυξη ενός σχολίου μου στην αρχική ερώτηση:
«Αλήθεια πόσοι και πόσες από εσάς έχετε δει ανθρώπους να ξεψυχάνε; Να είστε δίπλα ή να τους κρατάτε στην αγκαλιά σας;»
Η ανάρτηση έγινε στη καθημερινή μου προσπάθεια να σκορπίσω το φόβο που μου προκαλεί η ιδέα του θανάτου. Κάτι σαν αυτοψυχοθεραπεία δηλαδή. Θα πείτε, ο μόνος είσαι; Όχι, δεν είμαι ο μόνος, λίγο ή περισσότερο όλοι μας έχουμε βιώσει θανάτους κοντινών κι αγαπημένων προσώπων.
Ο καθένας το αντιμετωπίζει με το δικό του τρόπο. Έχω ζήσει από κοντά πολλούς θανάτους, ανθρώπων δικών μου, φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων. Δεν μπόρεσα ποτέ να εξοικειωθώ με την ιδέα, με την αναπόφευκτη πραγματικότητα και βεβαιότητα του θανάτου, πάντα με στεναχωρεί, πάντα με κάνει να κλαίω, πάντα τον φοβάμαι, ο μόνος τρόπος να το αντιμετωπίζω, είναι να προσπαθώ να γελάσω με αυτόν μου το φόβο, να κάνω χιούμορ, αυτό βέβαια λειτουργεί ίσως για εμένα και πιθανώς όχι σε άλλους, ίσως όπως γράφω κάπου πιο πάνω να είναι το χιούμορ η μόνη ελευθερία και πολυτέλεια που μας επιτρέπεται να αντιτάξουμε απέναντι του. Προσπαθώ από τους ανθρώπους που έχασα να θυμάμαι αστείες στιγμές, περιστατικά με γέλιο, με βοηθάει αυτό, να τους θυμάμαι με το γέλιο. Για κάποια καθάρματα χαίρομαι που πρόλαβα και τα είδα να φεύγουν πρώτα.
Ο θάνατος δεν είναι ούτε δίκαιος ούτε άδικος, όπως ακριβώς και η ζωή. Είναι απελπιστικά αδιάφορος κι ακατανόητος. Δεν ξέρω τι και αν υπάρχει κάτι μετά. Κανείς δεν ξέρει. Ούτε θρησκείες, ούτε η φιλοσοφία, ούτε η επιστήμη. Όλοι πιθανολογούν και εικάζουν. Ο φόβος του θανάτου γέννησε τις θρησκείες αλλά και τη φιλοσοφία. Πιστεύω πως γέννησε και την κωμωδία. Έχουμε ανάγκη μαζί με το δάκρυ και το γέλιο μπροστά του. Το δάκρυ είναι λυτρωτικό, βγάζει το σπαραγμό για την απώλεια των ζωντανών του αγαπημένου τους προσώπου. Ξεσπάς, αποφορτίζεσαι. Το γέλιο πάλι είναι ζωτικό, μ’ αυτό συνεχίζεις, ξορκίζεις το κακό, ξαναπιάνεις τη ζωή από το χέρι, προχωράς, διστακτικά στην αρχή, πιο σταθερά όσο περνάει ο καιρός. Όλους μας φοβίζει η στιγμή που θα έρθει η δική μας σειρά. Γιατί θα έρθει, είναι και η μόνη βεβαιότητα που έχουμε. Κυρίως μας φοβίζει το «πώς» παρά το «πότε». Αρκετούς και το «μετά». Είπαμε όμως πως το μετά είναι το Απίθανο Άγνωστο. Τουλάχιστον για μένα. Και τις τρεις φορές που σταμάτησε η καρδιά μου εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Έφτασα στο κατώφλι, αλλά το φως μάλλον ήταν σβησμένο και δεν πρόλαβα να δω τίποτα.
Δεν υπάρχει μέρα, (πολλές φορές την μέρα) που να μη φέρνω στο μυαλό μου ανθρώπους αγαπημένους.
Για την ακρίβεια δεν θέλω να φύγουν από εκεί. Με ένα δικό μου τρόπο ζουν μέσα από τις αναμνήσεις μου. Από τις πρώτες σκέψεις κάθε πρωί είναι αν θα με βρει το βράδυ και κάθε βράδυ αν θα με βρει το πρωί.
Αν λοιπόν δεν κάνω γέλιο το φόβο μου θα τρελαθώ.
Αν είμαι δειλός ;
Ναι, φυσικά και είμαι.
Αλλά εγώ προσπαθώ να γελάω με το φόβο μου κι όχι ο φόβος μου με μένα.