«Πιάστ’κανι στ’ν Αθήνα…» του Γιώργου Αλεξάτου
Ήμασταν έξω απ’ τη Βόνιτσα και το μάθαμε απ’ τον Μιαούλη, που μας μάζεψε το βράδυ εκείνης της πρώτης Κυριακής του Δεκέμβρη.
Και βέβαια δεν χώραγε δεύτερη σκέψη: Εκεί θα πηγαίναμε κι εμείς. Αυτό μας είπε να κάνουμε και το Αρχηγείο του 2/39, που επιβεβαίωσε την είδηση το μεσημέρι της επόμενης μέρας.
Φυσικά, δεν θα επιχειρούσαμε να πάμε μέσα απ’ τα βουνά της Ρούμελης. Ο πιο σύντομος και εύκολος δρόμος ήταν η βόρεια Πελοπόννησος.
Μας πήρε δυο μερόνυχτα να φτάσουμε στ’ Αντίρριο. Άυπνοι και με σύντομες στάσεις, όταν τα πόδια μας δεν μας υπάκουαν. Και περνώντας το Μεσολόγγι, αφοπλίσαμε, κοντά στο Μποχώρι, ένα τάγμα Ινδών. Χωρίς να ’χουμε καμιά διαταγή για κάτι τέτοιο. Απλώς βρέθηκαν μπροστά μας και εκτός απ’ τον ταγματάρχη και μερικούς άλλους Άγγλους αξιωματικούς, δεν καταλάβαιναν γιατί τους παίρναμε τα όπλα. Αλλά βλέποντας την ξυπολησιά μας, κατάλαβαν το γιατί από κάμποσους πήραμε και τα σακάκια, τα άρβυλα, ακόμα και τις κάλτσες. Μαζί και τα μουλάρια με τις κονσέρβες, τη γαλέτα, τις σταφίδες, τις σοκολάτες και τα σαπούνια.
Μόνο που στο Αντίρριο δεν υπήρχε ούτε βάρκα και συνεχίσαμε για Ναύπακτο. Όπου φτάσαμε μετά τα μεσάνυχτα και δεν συναντήσαμε ψυχή στους δρόμους. Αλλά βρήκαμε αραγμένα τρία-τέσσερα καΐκια και χωρίς καθυστέρηση βάλαμε πλώρη γι’ απέναντι.
Δεν προλάβαμε να βγούμε στ’ ανοιχτά. Πριν ακόμα βρεθούμε στη μικρή έξοδο, ανάμεσα στους δυο πυργίσκους του τείχους που περικλείει το λιμάνι, φάνηκε στην αποβάθρα ένας παπάς, που με το ένα χέρι κράταγε ένα κλεφτοφάναρο και με το άλλο, με τα φαρδιά μανίκια του ράσου ν’ ανεμίζουν, μας έκανε νόημα να γυρίσουμε πίσω.
Τα καΐκια σταμάτησαν κι από το τελευταίο οι συναγωνιστές άκουσαν καθαρά τις φωνές του:
«Πού πάτι, μουρέ πιδιά; Είνι γιουμάτ’ νάρκις η θάλασσα! Πού πάτι; Θα σκουτουθείτι!»
Μέχρι να γυρίσουμε πίσω, είχαν μαζευτεί κάμποσοι ντόπιοι γύρω του, που ξύπνησαν ακούγοντάς τον. Ανάμεσά τους και κάποιοι δικοί μας. Και μάθαμε ότι, πράγματι, απ’ την αρχή της Κατοχής η θάλασσα μπροστά απ’ το λιμάνι ήταν ναρκοθετημένη απ’ τους Γερμανούς.
Με το που χάραξε, κινήσαμε για τη Φωκίδα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος πέρα απ’ τον παραλιακό στους πρόποδες της Γκιώνας. Μόνο που κοντά να περάσουμε τον κάμπο της Άμφισσας και να πιάσουμε την ανηφόρα για τον Παρνασσό, πήραμε εντολή να σταματήσουμε.
Και μείναμε εκεί, χωρίς να κάνουμε τίποτα. Μαθαίνοντας κάθε μέρα, με τον ασύρματο που χειριζόταν ο Λεπενιώτης, τα νέα απ’ την Αθήνα. Όπου οι δικοί μας πολεμάγανε, έχοντας απέναντί τους τους Εγγλέζους, τους μοναρχοφασίστες της Μέσης Ανατολής, τους ταγματαλήτες, τους χίτες και τους μπασκίνες. Και μας είχε φέρει ο συναγωνιστής δάσκαλος του κοντινού χωριού ένα χάρτη, από μια παλιά προπολεμική εφημερίδα και πάνω του είχε σημειώσει με μολύβι τις συνοικίες όπου γίνονταν μάχες: Σκομπία, Παγκράτι, Δουργούτι, Κατσιπόδι, Καλλιθέα, Γκύζη, Γουδή, Κουπόνια, Κοπανάς, Καισαριανή. Κι ο χάρτης πέρναγε από χέρι σε χέρι και μας εξηγούσε ο Έκτορας, ο πολιτικός επίτροπος, τα γεγονότα. Αγρινιώτης γεωπόνος, είχε σπουδάσει Αθήνα και ήξερε κι αυτός τα μέρη εκεί πέρα.
Κι εμείς τον ακούγαμε και σχολιάζαμε. Και κανένας δεν είχε το δικαίωμα να απαγορέψει στον οποιοδήποτε συναγωνιστή να πει τη γνώμη του. Κι έτσι ήμασταν κάμποσοι αυτοί που δεν βλέπαμε με καλό μάτι το ότι ο αγώνας γινότανε με μόνες τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Αθήνας και του Πειραιά. Και το λέγαμε και κουβεντιαζόταν απ’ όλους.
Κι επειδή δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε, μετράγαμε και ξαναμετράγαμε τις δεσμίδες με τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες. Και κάθε μέρα λύναμε και ξαναδέναμε τα όπλα μας. Που ήταν τόσο φροντισμένα κι αστράφτανε κάτω από το φως του χειμωνιάτικου ήλιου.
Και πάρτι οργάνωσε η τοπική ΕΠΟΝ ένα βράδυ. Με κρασί που φέρανε οι καλόγεροι του Προφήτη Ηλία. Και για μεζέ ελιές, που μας πρόσφερε ο κόσμος απ’ τα γύρω χωριά. Χρόνια είχαμε να δούμε τόσες πολλές ελιές! Κι ήρθαν από Άμφισσα κάτι παλικάρια με κιθάρες κι ακορντεόν και παίζανε ταγκό και βαλς, και χορεύαμε με τις επονίτισσες κι άλλες χωριατοπούλες. Για να το ρίξουμε μετά στα τσάμικα και να κλείσει η βραδιά με αντάρτικα.
Σε καμιά δεκαριά μέρες θα ’χαμε Χριστούγεννα, όταν ήρθε η διαταγή να φύγουμε. Όχι, όμως, για την Αθήνα. Στην Ήπειρο μας στείλανε, μαζί με τον Άρη και τον Σαράφη, να κυνηγήσουμε τον Ζέρβα.
Και τον είχαμε ρίξει στη θάλασσα, όταν μάθαμε απ’ τον Λεπενιώτη ότι ο ΕΛΑΣ εγκατέλειψε την Αθήνα. Και ακολουθούμενος από χιλιάδες δικούς μας άμαχους, έπαιρνε το δρόμο για τα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας. Που κι αυτή δεν θα έμενε για πολύ ελεύθερη, γιατί τον επόμενο μήνα μάθαμε κι άλλο ένα μέρος που βρισκόταν κοντά στην πρωτεύουσα. Τη Βάρκιζα.
Κατάλαβες τώρα, κατέληξε ο Εκδικητής, γιατί έχω αυτό τον κόμπο στο λαιμό, όταν λέω εκείνο το τραγούδι, «στα σπίτια μας θα πάμε μαζί, όλοι μαζί, αφού δεν θα ’χουμε, πλέον, κατακτητή»;
ΠΗΓΗ: kommon.gr