Πίσω από σφαλιστές πόρτες.Του Μανόλη Κωνσταντάκη
Την πρώτη μου επαφή με όπλα την είχα τέτοιες μέρες πριν 43 χρόνια σε ηλικία 8 χρονών, στην Ικαρία.
Η άμυνα του νησιού ήταν οι έφεδροι. Ο μπακάλης, ο μανάβης ο φούρναρης, οι γείτονες, οι πατεράδες μας. Τους μάζευαν στο προαύλιο του σχολείου και τους έκαναν εκπαίδευση οι λίγοι καραβανάδες που είχε φρουρά το νησί. Μαζευόμαστε κι εμείς η μαρίδα από πίσω και βλέπαμε με γουρλωμένα μάτια. Μετά μας άφηναν, αφού τελείωνε το «μάθημα,» να περιεργαστούμε με δέος τα όπλα. Κάποιοι μας έδειχναν κιόλας.
Τα όπλα ήταν ασφαλή.
Τελείως!
Βλέπετε δεν τους είχαν δώσει σφαίρες.
Άδεια ήταν.
Έτσι έμαθα το αυτόματο Sten, το Lee Enfield το τουφέκι, το Bren το οπλοπολυβόλο, μέχρι και δύο 60άρηδες όλμους είχαν κι ένα μπαζούκα που το είχαν δώσει στο Νικηφόρο το ταξιτζή.
Το βράδυ συσκότιση, τη μέρα στο φούρνο ουρά για ψωμί.
Ο κόσμος μαγκωμένος, δεν μίλαγε, ειδικά μπροστά στους χωροφύλακες και τους καραβανάδες καθώς και στους ελάχιστους που είχαν πάρε δώσε μαζί τους. Ήταν χούντα βλέπετε, αυτό το ήξερα κι εγώ, όλα τα παιδιά το ήξεραν.
Το ήξεραν κι οι άλλοι.
Γι αυτό μας άφηναν να παίζουμε με τα άδεια όπλα.
Από τα μεσαία στο ραδιόφωνο άκουγαν οι μεγάλοι για την Κύπρο, με σκυμμένο κεφάλι, βουβοί.
Μόνο τα μάτια μιλάγανε στα καφενεία.
Κάθονταν κι οι χωροφύλακες εκεί.
Ακούγαμε κι εμείς.
Μόνο τα μάτια, που κλαίγανε στα κρυφά.
Πίσω από σφαλιστές πόρτες.
Για τη Κύπρο που μάτωνε πουλημένη, για τη χούντα που μας μάτωνε 7 χρόνια.
Οι φωτογραφίες ασπρόμαυρες, ο σπαραγμός των προσώπων όμως ακόμα με στοιχειώνει.
Τόσα χρόνια μετά σαν σήμερα, 20 Ιούλη του 1974.