Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας η πιο κερδοφόρα επιχείρηση

Σημαντικά οικονομικά και πολιτικά οφέλη αποκόμισε ο Τραμπ από την περιοδεία του σε Μ. Ανατολή και Ευρώπη
του Lupo di mare
Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ολοκλήρωσε σε μια διόλου τυχαία χρονική στιγμή την περιοδεία του σε Σαουδική Αραβία, Ισραήλ και Βρυξέλλες .
Για τον κάθε οξυδερκή παρατηρητή της γεωστρατηγικής το κυριότερο γεωπολιτικό ζήτημα των καιρών μας είναι ένα: Το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ – ΕΕ (δηλαδή την υπό Γαλλογερμανική διοίκηση της Ευρώπης) και Ρωσίας – ΕΕ.
Θα είναι ανταγωνιστικές, συγκλίνουσες ή συμμαχικές;
Και ποια από τις δύο υπερδυνάμεις θα αναδειχθεί σε μοναδικό πρωτεύοντα πολίτικο, οικονομικό και στρατιωτικό παράγοντα;
Η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις είναι καίρια για την κατανόηση των τελευταίων αποφάσεων των ΗΠΑ καθότι η κύρια μέριμνα της Ουάσιγκτον είναι μια και συνοψίζεται στο ότι καμιά περιφερειακή δύναμη δεν θα πρέπει να καταστεί υπολογίσιμος ανταγωνιστής της.
Καθαρή εικόνα για τις καταιγιστικές στρατηγικές εξελίξεις μπορεί κανείς να έχει μόνο αν μελετήσει τις διαχρονικές τάσεις, τους προσανατολισμούς των πραγμάτων και κυρίως των στρατηγικών των μεγάλων δυνάμεων, κατά την παρούσα ανακατανομή ισχύος και των τρόπων που επηρεάζουν την διεθνή πολιτική σκηνή.
Έχει τονιστεί στο πρόσφατο παρελθόν από τον γράφοντα ότι Ρωσία και ΗΠΑ διεκδικούν για τον εαυτόν τους τον ρόλο του αποκλειστικού ενεργειακού τροφοδότη της βιομηχανίας και της οικιακής θέρμανσης της ΕΕ με φυσικό αέριο και πετρέλαιο.
Σε αυτό το πλαίσιο ο ερευνητής των εξελίξεων είναι υποχρεωμένος να αντιλαμβάνεται, να συνδέει και να ερμηνεύει ως συμπεριφορές συγκοινωνούντων δοχείων την αστάθεια στη Μ. Ανατολή, στην Ουκρανία καθώς και τα φαινόμενα (των τρομοκρατικών επιθέσεων) στην Ευρώπη.
Ας εξετάσουμε λοιπόν βήμα προς βήμα την περιοδεία του αμερικανού πρόεδρου, την ρητορική των εξαγγελιών του και τα διαφαινόμενα οφέλη που αποκόμισε.
Ο Ντόναλντ Τραμπ μιλώντας στις 21-05-2017 στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας (Σουνίτες), ενώπιον πολλών αρχηγών κρατών από τον Αραβικό κόσμο, έδειξε με το δάχτυλο το Ιράν (Σιίτες) δηλαδή την ανερχόμενη δύναμη της περιοχής καθορίζοντας την ως αντίπαλο.
Με αυτόν τον τρόπο εξίσωσε το Ιράν με τους σουνίτες εξτρεμιστές της Αλ Κάιντα και της οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους.
Πρόκειται για μια δραστική αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής.
Ο Μπαράκ Ομπάμα με την συμφωνία του Ιούλιου του 2015, πίστευε ότι οδηγούσε το Ιράν σε πιο λογικές θέσεις για τα προβλήματα της περιοχής και ειδικά της Συρίας.
Κατά τον πρόεδρο Τράμπ αυτό δεν συνέβη. Έτσι, κατά τον πρόεδρο, το Ιράν έγινε ο προστάτης του Συριακού καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ, ο νονός του σιιτικού κινήματος της Χεζμπολάχ στο Λίβανο καθώς και η δύναμη που πλαισιώνει τις ισχυρές παραστρατιωτικές δυνάμεις των σιιτών του Ιράκ όπου δρουν αμερικανικές δυνάμεις.
Πέρα δε όλων αυτών, το Ιράν συνεχίζει να αναπτύσσει βαλλιστικούς πυραύλους και να ασκεί επεκτατική πολιτική στη Μέση Ανατολή.
Έτσι, η παρένθεση Ομπάμα έκλεισε με τίτλους τέλους στην προσπάθεια προσέγγισης μεταξύ Ουάσινγκτον και Ιράν που είχε δρομολογηθεί.
Οι ΗΠΑ επιστρέφουν στο παραδοσιακό σχήμα συμμαχίας όπου το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας τίθεται επικεφαλής του αραβικού σουνιτικού κόσμου υπό αμερικανική ηγετική επίβλεψη.
Σχεδιάζουν δε να μετατρέψουν το βασίλειο σε στρατιωτικό γίγαντα, με μοναδικό ωφελημένο την αμερικανική πολεμική βιομηχανία, η οποία θα βάλει στην τσέπη τα επόμενα δέκα χρόνια το ιλιγγιώδες περίπου ποσό των 350 δισ. ευρώ από τα υπογεγραμμένα εξοπλιστικά συμβόλαια με την Σαουδική Αραβία.
Αλλά ο αμερικανός πρόεδρος, λίγες ώρες μετά την αναχώρηση του από την Σαουδική Αραβία και την άφιξη του στο Ισραήλ ξεκίνησε την επίσκεψή του μιλώντας δίπλα στον πρόεδρο της χώρας, Ρόιβεν Ρίβλιν και τον πρωθυπουργό Μπένιαμιν Νετανιάχου, φροντίζοντας να καθησυχάσει το Ισραήλ. Επίσης, προειδοποιώντας την διεθνή κοινότητα για την απειλή που θα αποτελέσει το Ιράν εάν αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Μεταξύ άλλων είπε: «Για το πρώτο ταξίδι μου στο εξωτερικό ως προέδρου, ήρθα σε αυτή την αρχαία και ιερή γη για να επαναβεβαιώσω τους ακατάλυτους δεσμούς ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο κράτος του Ισραήλ… Δε θα πρέπει να επιτραπεί ποτέ στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικό όπλο… Έχουμε ενώπιων μας μια σπάνια ευκαιρία να φέρουμε την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την ειρήνη σε αυτή την περιοχή και στους ανθρώπους της, νικώντας την τρομοκρατία και δημιουργώντας ένα μέλλον ειρήνης, αρμονίας και ευημερίας, όμως μόνο δουλεύοντας από κοινού μπορούμε να φθάσουμε εκεί. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος», είπε. Καταλήγοντας δε ,δήλωσε με έμφαση ότι «το Ιράν πρέπει να σταματήσει αμέσως την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη που παρέχει σε τρομοκράτες και μαχητές».
Ο πρόεδρος Τραμπ, σκιαγραφώντας με αυτό τον συνοπτικό τρόπο το Ιράν ως υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ, αναδεικνύει και δημιουργεί όπως στη περίοδο του ψυχρού πόλεμου δυο συνασπισμούς: Από τη μια πλευρά τους σουνίτες Άραβες, Ισραηλινούς με τους Αμερικανούς και από την άλλη πλευρά τους σιίτες Ιρανούς και Συρίους με τους Ρώσους.
Αυτό, κατά την εκτίμηση μου, μπορεί να είναι ο πρόλογος για μια γενική διαπραγμάτευση για την διαφιλονικούμενη περιοχή διέλευσης των ενεργειακών αγωγών αλλά μπορεί να σημαίνει και μια ατελείωτη συνέχιση των τοπικών πολέμων.
Τέλος, σε αντίθεση με τη θερμή υποδοχή που είχε σε Ριάντ και Τελ Αβίβ, οι ευρωπαίοι ηγέτες υποδέχτηκαν τον αμερικανό πρόεδρο στην έδρα της ΕΕ με καχυποψία, αναγνωρίζοντας δημοσίως τις διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών στα μείζονα ζητήματα της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, τη ροπή προς τον προστατευτισμό και την αντιμετώπιση της Ρωσίας.
Σε ότι αφορά την σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ αυτή πραγματοποιήθηκε υπό το βάρος της είδησης μιας πολύνεκρης επίθεσης από έναν 22χρονο τζιχαντιστή στο Μάντσεστερ λίγα 24ωρα πριν, που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 22 άνθρωποι και να τραυματιστεί μεγάλος αριθμός.
Στη σύνοδο οι αμερικανικές πιέσεις προς τους Νατοϊκούς συμμάχους τους είχαν δυο στόχους:
Πρώτο, την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ της κάθε χώρας μέλους.
Δεύτερο, το ΝΑΤΟ να ενταχθεί στον υπό αμερικανική ηγεσία διεθνή συνασπισμό καταπολέμησης των τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους.
Από τις επίσημες δηλώσεις του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ φαίνεται ότι το πρώτο αίτημα έγινε αποδεκτό.
Για το δεύτερο είπε ότι το ΝΑΤΟ θα ενταχθεί στον διεθνή συνασπισμό εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, θέλοντας να «στείλει ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα ενότητας στη μάχη κατά της τρομοκρατίας… Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το ΝΑΤΟ θα συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις», τόνισε επίσης με νόημα.
Αυτό υποδηλώνει ότι Γερμανία και Γαλλία οι ισχυρότερες δυνάμεις στην ΕΕ που πριν την σύνοδο είχαν διακηρύξει με επιφυλάξεις την αντίθεση τους στα αμερικανικά σχέδια αντιλαμβάνονται σήμερα την συμμετοχή του ΝΑΤΟ στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας ως μια μόνο συμβολική χειρονομία προς τις ΗΠΑ.
Ως τελικό συμπέρασμα μπορεί εύκολα να ειπωθεί ότι η τρομοκρατία έχει αναχθεί η πιο …κερδοφόρα επιχείρηση. Με διαφορετικά βεβαίως διαχειριστικά οφέλη στην Ευρώπη από αυτά της Ασίας και της Αφρικής.