Πόσο σε θέλω; Ντίνα Δασκαλοπούλου

Ακουγόταν κάθε καλοκαίρι – ειδικά νύχτες με πανσέληνο, σίγουρα με κιθάρες και φωτιές στην ακρογιαλιά, ανυπερθέτως αν στην παρέα βρισκόταν το αντικείμενο του ανομολόγητου πόθου σου.
Τραγουδούσες «πόσο σε θέλωωωω / σου μοιάζει η σελήνη, πού να βρω γαλήνη» και το μήνυμα ήταν πεντακάθαρο. Σε εκείνον τον αναλογικό κόσμο δεν υπήρχαν έξυπνα κινητά και ψηφιακές καρδούλες, έπρεπε να εκτεθείς (με μεγάλη πιθανότητα να τσαλακωθείς) κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια.
Τώρα που, λόγω της πανδημίας, τα περιοριστικά μέτρα κανοναρχούν κάθε ικμάδα ζωής -πόσο μάλλον της ερωτικής μας ζωής- πόσο εύκολο είναι να μαζευτεί μια συντροφιά στην ακρογιαλιά, να γίνει ένα με αγνώστους, να φλερτάρουν οι άνθρωποι και να ανταλλάξουν φιλιά κάτω από το φεγγάρι; Κι ακόμα κι αν τους συμβούν, πώς να τα χαρούν όλα αυτά χωρίς δεύτερη σκέψη όταν ειδήσεις με καθημερινούς βιασμούς και κακοποιήσεις γυναικών μάς θέτουν σε διαρκή άμυνα;
Κάπως έτσι, το δοξαστικό «πόσο σε θέλω!» έχει γίνει ένα φοβισμένο, μαζεμένο και διαρκώς σε αμφισβήτηση «πόσο σε θέλω;». Κι αν για όλους μας είναι δύσκολο, φαντάσου λέει να είσαι νέος, αγόρι όμορφο και κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, και να σου απαγορεύονται σχεδόν η χαρά, το χάδι, ο αυθορμητισμός, η αποκοτιά. Πρώτα λόγω της πανδημίας και μετά για λόγους ασφάλειας. Πόση ζωή έχει η ζωή όταν φοράει πανοπλία;
Οι σύντροφοι από τη ζούγκλα της Λακαντόνα μάς στέλνουν χρόνια τώρα το σινιάλο: «Είναι αναγκαίο να επανεκπαιδεύσουμε την επιθυμία, να μάθουμε στην επιθυμία να επιθυμεί, να επιθυμεί καλύτερα, περισσότερο και, πάνω από όλα, αλλιώς».
ΠΗΓΗ: efsyn.gr