«Respect»: η πολιτική μεταμόρφωση ενός τραγουδιού
«Ο,τι θες, γλυκιά μου, θα το έχεις / και ό,τι χρειάζεσαι, μωρό μου, θα το έχεις / Το μόνο που ζητάω είναι λίγο σεβασμό όταν γυρίζω σπίτι».
Ο Οτις Ρέντινγκ παρουσιάζει το 1965 ένα τραγούδι, που σήμερα θα βαφτιζόταν επιεικώς πατερναλιστικό, αν όχι σοβινιστικό. Ο άντρας επιστρέφει στο σπίτι από τη σκληρή δουλειά και ζητά τον σεβασμό της γυναίκας του, τον οποίο είναι έτοιμος να εξαγοράσει με τα χρήματα που κέρδισε.
Θα χρειαστεί να περάσουν δύο χρόνια έως ότου η Αρίθα Φράνκλιν «πειράξει» τους στίχους του τραγουδιού αντιστρέφοντας τους ρόλους του παιχνιδιού. Τον σεβασμό τον ζητά τώρα η ίδια και αυτό που αποτελούσε παράκληση του ανδρός μετατρέπεται σε απαίτηση και αναφαίρετο δικαίωμα της γυναίκας. Και αν δεν το κατάλαβες, να σου το συλλαβίσω: R-E-S-P-E-C-T.
Προσθέτοντας μερικά ακόμη στοιχεία, όπως τη φράση sock it to me (σε ελεύθερη απόδοση «δείξε μου τι αξίζεις») το τραγούδι αποκτά εντελώς νέα χαρακτηριστικά, τα οποία θα χαρίσουν στην Αρίθα Φράνκλιν δυο βραβεία Γκράμι και θα το οδηγήσουν στην πέμπτη θέση της λίστας με τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών του περιοδικού Rolling Stone.
Η διασκευή του «Respect» θα κυκλοφορήσει μόλις μία ημέρα αφότου η Ομοσπονδία Πυγμαχίας των ΗΠΑ, υπακούοντας στις εντολές του αμερικανικού κατεστημένου, αφαιρέσει από τον Μοχάμεντ Αλι τον τίτλο του πρωταθλητή, λόγω της άρνησής του να καταταγεί στις ένοπλες δυνάμεις για να πολεμήσει στο Βιετνάμ και να σκοτώνει ανθρώπους, όπως έλεγε, που δεν τον αποκάλεσαν ποτέ νέγρο. Η αμερικανική κοινωνία αναζητά μια σπίθα να της βάλει φωτιά.
Το φεμινιστικό κίνημα, το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων αλλά ακόμη και το αντιπολεμικό κίνημα έχουν μόλις ανακαλύψει τον νέο τους ύμνο.
Θα ήταν φυσικά άδικο να διαγράψει κανείς το έργο του Οτις Ρέντινγκ απλώς σαν απολίτικο ή ακόμη και σοβινιστικό.
Μέχρι τη στιγμή που θα πεθάνει σε αεροπορικό δυστύχημα, σε ηλικία μόλις 26 χρόνων, ο Ρέντινγκ παρακολουθούσε από την πρώτη γραμμή το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων, το οποίο συνόδευε τραγουδώντας κομμάτια όπως το «A Change is Gonna Come» του Σαμ Κουκ. Η Αρίθα Φράνκλιν, όμως, ήταν αυτή που βρέθηκε ακριβώς στη «ρωγμή του χρόνου».
Όταν δεν έχεις ειρήνη πρέπει να μπορείς να τη διαταράξεις – Αρίθα Φράνκλιν
H «βασίλισσα της σόουλ» είχε πλήρη επίγνωση ότι η εποχή της έβρισκε πολιτικά μηνύματα ακόμη και εκεί που δεν υπήρχαν και δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να βλέπει τα τραγούδια της να μετατρέπονται σε ύμνους για κάθε λογής κινήματα.
Μετά το «Respect» ήρθε η σειρά του «Chain of Fools» (αλυσίδα ηλιθίων) να συνδεθεί με τον πόλεμο του Βιετνάμ καθώς χιλιάδες μαύροι στρατιώτες το τραγουδούσαν στους ανωτέρους τους στη στρατιωτική ιεραρχία (chain of command).
Η Αρίθα Φράνκλιν δεν θέλησε ποτέ να εμφανιστεί σαν πασιονάρια του εξεγερτικού κλίματος της δεκαετίας του ’60. Οταν η Νίνα Σιμόν φώναζε στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ «εγώ δεν είμαι μη βίαιη» καταδικάζοντας τα πιο μετριοπαθή χαρακτηριστικά του μαύρου αγωνιστή, η Αρίθα Φράνκλιν κινούνταν σε πολύ ηπιότερους τόνους.
Παρ’ όλα αυτά οι δημοσιογράφοι, που τη συνάντησαν στο σπίτι της στις αρχές της δεκαετίας του ’70, θυμούνται ακόμη να χαζεύουν στη βιβλιοθήκη της βιβλία του μαρξιστή επαναστάτη Φραντς Φανόν και του «πατέρα της Νέας Αριστεράς» Χέρμπερτ Μαρκούζε.
To 1970 μάλιστα προσφέρθηκε να πληρώσει την εγγύηση για την απελευθέρωση της Αντζελα Ντέιβις, η οποία αντιμετώπιζε βαρύτατες κατηγορίες απαγωγής, ανθρωποκτονίας και συνωμοσίας, λόγω των διασυνδέσεών της με το ένοπλο επαναστατικό κίνημα των Μαύρων Πανθήρων.
«Ξέρω ότι ο μπαμπάς μου (ο αιδεσιμότατος Κλάρενς) διαφωνεί- έλεγε στους δημοσιογράφους η Αρίθα- αλλά θα μείνω πιστή στις αρχές μου. Η Αντζελα Ντέιβις πρέπει να αφεθεί ελεύθερη. Οι μαύροι άνθρωποι θα απελευθερωθούν. Με έχουν φυλακίσει και εμένα (στο Ντιτρόιτ για διατάραξη της κοινής ειρήνης) και ξέρω πως όταν δεν έχεις ειρήνη πρέπει να μπορείς να τη διαταράξεις».
Δυστυχώς ο ριζοσπαστικός λόγος που άρθρωνε η Αρίθα Φράνκλιν τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 θα ακολουθήσει το εκκρεμές της πολιτικής συντήρησης του ’80 και του ’90.
Η βασίλισσα της σόουλ εμφανίζεται πλέον στις τελετές ορκωμοσίας των (Δημοκρατικών) Αμερικανών προέδρων – θα ξεκινήσει από τον Τζίμι Κάρτερ για να φτάσει στον Μπαράκ Ομπάμα.
Οπως συμβαίνει όμως με πολλούς καλλιτέχνες της δεκαετίας του ’60, τα τραγούδια τους έχουν πλέον «ανεξαρτητοποιηθεί» από τους δημιουργούς τους και μπορούν να διατηρήσουν τα επαναστατικά χαρακτηριστικά της νιότης τους.