Σαν σήμερα γεννήθηκε Ο Μάρκος Βαμβακάρης 10 Μαΐου 1905
Ο Μάρκος Βαμβακάρης (Δανακός Σύρου, 10 Μαΐου 1905 – Νίκαια Αττικής, 8 Φεβρουαρίου 1972) ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και οργανοπαίκτης, ιδιαίτερα σημαντικός μουσικός του ρεμπέτικου τραγουδιού. Θεωρείται ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, καθώς έκανε γνωστό το είδος λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχαν τα δισκογραφημένα τραγούδια του.
Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ από μικρή ηλικία ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία, κ.ά.
Το 1920 σε ηλικία 15 ετών έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.
Στα 18 του έκανε τον πρώτο του γάμο. Παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρουδή, τη «Ζιγκοάλα» όπως την αποκαλούσε.[1]
Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, άκουσε κατά τύχη τον Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του. Έτσι άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια.
Επιτυχίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα στο τεκέ μας») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η επιτυχία αυτής της ηχογράφισης σημάδεψε την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, αφού έκτοτε ξεκίνησαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικου όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Παναγιώτης Τούντας να κάνουν ηχογραφήσεις συνοδεία λαϊκής ορχήστρας με μπουζούκια.
Το καλοκαίρι του 1934 συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό -για την εποχή- μουσικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» στο μαγαζί του Σαραντόπουλου στον Πειραιά. Καθιέρωσε για πρώτη φορά την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη επιτυχημένη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών που εμφανιζόταν στην ταβέρνα.
Η περίοδος λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση). Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:
Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
- Μία φούντωση, μια φλόγα
- έχω μέσα στην καρδιά
- Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
- Φραγκοσυριανή γλυκιά…
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.
ΠΗΓΗ ΒΙΝΤΕΟ: youtube.com
Γάμοι και επιρροή τους στην καριέρα του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχτηκε ατυχέστατος στο γάμο του με την Ελένη Μαυρουδή, με το διαζύγιο να μην αργεί να εκδοθεί. Όμως και μετά το διαζύγιο, η «Ζιγκοάλα» εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις. Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης που είχε ξεκινήσει, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του «Ρόκος», ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν καταχωρηθεί σε ονόματα φίλων του, όπως του Σπύρου Περιστέρη, του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη, του Μίνωα Μάτσα και άλλων. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να μειώσει στο ελάχιστο το προσωπικό τεκμαρτό (κι όχι πραγματικό) εισόδημά του και η πρώτη σύζυγός του να μη λάβει καθόλου λεφτά (για αυτήν την ιστορία ο Μάρκος έγραψε αυτοβιογραφικά τραγούδια όπως «Το διαζύγιο», «Κάποτε ήμουνα κι εγώ», κ.ά.).
Περίοδος Μεταξά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του αφαιρώντας το βαρύ χασικλίδικο ύφος, κάτι που έπειτα από χρόνια αναγνωρίζει ο ίδιος πως ήταν μια δημιουργική μεταστροφή.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης εκείνη την περίοδο ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε 50.000 κόσμος για να τον ακούσει στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Στο τραγούδι «Το 1912» υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως έως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη όπου ζούσε και δημιουργούσε. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ερμηνεύει δικά του τραγούδια, αλλά και του Σπύρου Περιστέρη, με στίχους προσαρμοσμένους στο Ελληνοϊταλικό Έπος («Γειά σας φανταράκια μας», «Το όνειρο του Μπενίτο» κ.ά.).
Κατοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν αρκετές προσωπικότητες της ελληνικής λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής (Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς, κ.ά.). Ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφού κατάφερε να επιβιώσει, παντρεύτηκε το 1942 για δεύτερη φορά την Ευαγγελία Βεργίου, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά (δύο εκ των οποίων πέθαναν και, από τ’ άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί).
Μετά τον πόλεμο, η «δεύτερη καριέρα»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο θάνατος των ανωτέρω μουσικών δεν έμελλε να αφήσει ανεπηρέαστη την πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη. Έτσι, μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνούν σε χέρια ανθρώπων που ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν, φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται πια «ξεπερασμένος». Γίνεται προσπάθεια να αλλάξει ο χαρακτήρας της ελληνικής λαϊκής μουσικής εισάγοντας ρυθμούς από την Ινδία και τις χώρες της Ανατολής. Οι δισκογραφικές εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία. Περνά σοβαρές περιπέτειες με την υγεία (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία γιατί παντρεύτηκε τη δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο (ο αφορισμός αυτός ωστόσο ήρθη το 1966).
Ο Μάρκος Βαμβακάρης καταφέρνει να επιβιώσει αλλά και να αποκαταστήσει το πρόβλημα υγείας του πηγαίνοντας στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας. Το 1954 επισκέφθηκε τη Σύρο όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και παρέμεινε για έναν χρόνο.
Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Το τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μάρκος Βαμβακάρης απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 67 ετών, στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε στη Νίκαια, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης. Την επόμενη μέρα του θανάτου του, κηδεύτηκε στο Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών στη Νίκαια[2]. Όπως δήλωσε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Μάρκου Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.
Δισκογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200. Η πλειοψηφία ηχογραφήθηκε σε δίσκους 78 στροφών μεταξύ των ετών 1933 και 1956. Από το 1932 μέχρι το 1960 ηχογράφησε 149 τραγούδια δικής του συνθέσεως και 220 ως ερμηνευτής (131 δικά του και 89 άλλων δημιουργών), μεταξύ των οποίων συνθέσεις του Σπύρου Περιστέρη (30 τραγούδια), του Βασίλη Τσιτσάνη (24 τραγούδια), του Αποστόλου Χατζηχρήστου (7 τραγούδια) και άλλων.
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Μάρκος Βαμβακάρης Αρχειοθετήθηκε 2015-02-04 στο Wayback Machine., Syrosmap Αρχειοθετήθηκε 2015-03-26 στο Wayback Machine.
- ↑ [1]Ή ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
- ΠΗΓΗ: el.wikipedia.org