Σκέψεις για μια Εργατική Δημοκρατία, του Παναγιώτη Θέμελη.
Ο σκοπός μιας συζήτησης για την αστική και την εργατική δημοκρατία από μαρξιστική σκοπιά δεν μπορεί να είναι άλλος από την αναζήτηση των θεμελιωδών αρχών που θα διέπουν την δημοκρατία που θα πραγματοποιήσει τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Υπάρχει σοβαρή ανάγκη για μια προγραμματικού χαρακτήρα συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό.
Όχι για να δοθεί απάντηση στην Αστική προπαγάνδα που επιθυμεί να εμφανίζει ότι κάθε Σοσιαλιστική διαδικασία προϋποθέτει κατάργηση δημοκρατικών διαδικασιών. Ούτε για να απαντηθούν ειλικρινή ερωτήματα των εργαζομένων για τον τρόπο που θα εκφράζονται και θα ικανοποιούνται οι ανάγκες της εργασίας σε πολιτικό επίπεδο. Κυρίως αυτό που πρέπει να απαντηθεί είναι πως η εργατική τάξη θα είναι το υποκείμενο του ιστορικού μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής, της κατάργησης της υπεραξίας και της χειραφέτησης της εργασίας προς μια Κομμουνιστική κοινωνία. Γιατί το υποκείμενο που πραγματοποιεί μια Σοσιαλιστική διαδικασία δεν μπορεί να είναι άλλο από την ίδια την εργατική τάξη. Κανένας άλλος κοινωνικός σχηματισμός δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την διαδικασία αυτή στο όνομα της εργατικής τάξης. Η ιστορία των επαναστάσεων είναι αμείλικτη στο θέμα αυτό.
Για να υπηρετήσουμε τον σκοπό αυτό η συζήτηση δεν πρέπει να γίνει με έννοιες που αναφέρονται στις πολιτικές μορφές έκφρασης της αστικής και εργατικής δημοκρατίας αλλά με έννοιες που αναφέρονται στην ουσία των διεργασιών που διεξάγονται στους κόλπους της κάθε μιας. Η Αστική δημοκρατία έχοντας χρονικά μεγαλύτερη ιστορία από την εργατική έχει να παρουσιάσει και πολύ περισσότερες μορφές έκφρασης. Βασιλευόμενη, Προεδρική, Προεδρευόμενη, με αναλογική εκλογή, με ενισχυμένη, με περιορισμούς στην συμμετοχή κομμάτων η και απαγόρευση των κομμουνιστικών κομμάτων, με κοινοβούλια που άλλοτε είχαν συμβουλευτικό χαρακτήρα και άλλοτε αποφασιστικό νομοθετικό, κλπ.
Αντίθετα η εργατική δημοκρατία έχει εμφανιστεί στην ιστορία μόνο σαν Κομμούνα (Παρίσι 1871), Σοβιετική δημοκρατία και Λαϊκές Δημοκρατίες. Επομένως μια προσπάθεια αναζήτησης των χαρακτηριστικών της εργατικής δημοκρατίας από την σκοπιά διαμόρφωσης ενός Σοσιαλιστικού προγράμματος, θα πρέπει συνοδεύεται από προσπάθεια αφαίρεσης των εξωτερικών μορφών εμφάνισης τόσο της Αστικής όσο και της Εργατικής δημοκρατίας και αναζήτησης της βαθύτερης ουσίας τους. Και εννοείται πως η αναζήτηση αυτή μπορεί να νοηθεί μόνο σαν διαδικασία συνεχούς συζήτησης, προβληματισμού και χωρίς προκαταλήψεις ανταλλαγής ιδεών όλων των Μαρξιστικά σκεπτόμενων, ανεξάρτητα από την οργάνωση στην οποία μπορεί να είναι ενταγμένοι σήμερα. Και επομένως και η παρούσα προσπάθεια εννοείται πως έχει χαρακτήρα συμβολής σε προβληματισμό.
Ξεκινώντας λοιπόν από την αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας των αστικών δημοκρατικών λειτουργιών μπορούμε να επισημάνουμε τις εξής αρχές:
1. Οι διαδικασίες με τις οποίες παράγεται η αστική πολιτική πρέπει να διεξάγονται μακριά από την συλλογική συνείδηση της εργατικής τάξης. Οι λειτουργίες της αστικής δημοκρατίας με τις οποίες παράγεται η πολιτική αναπαραγωγής του κεφαλαίου, διεξάγονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείουν την εμφάνιση οποιασδήποτε συλλογικής έκφρασης των εργαζομένων στο εσωτερικό τους. Η πολιτική παράγεται από τις ηγεσίες των αστικών κομμάτων σε πλήρη αλληλεπίδραση με την κεφαλαιοκρατία. Η πρόσβαση των εργαζομένων στην διαμόρφωση πολιτικής, σαν άτομα, είναι πολύ δύσκολη και προϋποθέτει από τον εργαζόμενο να «ξεχάσει» την ταξική του προέλευση. Μόνο έτσι η πολιτική που θα παραχθεί θα είναι ενταγμένη σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο αναγκών του κεφαλαίου εντός του οποίου η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και γενικά οι ανάγκες της εργασίας είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, απλά μία πολύ δευτερεύουσα παράμετρος από τις πολλές που πρέπει να συνυπολογιστούν.
Στα πλαίσια της κομματικής βάσης μπορεί να συμμετέχουν εργαζόμενοι αλλά ο τρόπος λειτουργίας των κομμάτων δεν επιτρέπει συνθήκες εμφάνισης συλλογικής εργατικής συνείδησης. Στις ατομικές συνειδήσεις μπορούν εύκολα να παρεμβαίνουν τα αστικά ΜΜΕ και να επιβάλλουν σαν τρόπο σκέψης την συνάρτηση και εξάρτηση των εργατικών δικαιωμάτων από την ευχέρεια κινήσεων και κερδών του κεφαλαίου.
Στις διαδικασίες της αστικής δημοκρατίας πολλοί εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν καθόλου, η μεγάλη μάζα συμμετέχει μόνο στις εκλογές ψηφίζοντας μία από τις κομματικές πολιτικές που παρήχθησαν χωρίς τη συμμετοχή του στα πλαίσια των αναγκών του κεφαλαίου και μερικοί ελάχιστοι συμμετέχουν σε κόμματα ατομικά και έχοντας αφήσει έξω από το κόμμα την ταξική τους συνείδηση.
Η ύπαρξη αριστερών κομμάτων δεν ξεφεύγει από το παραπάνω πλαίσιο με τη διαφορά ότι συνήθως παράγουν πολιτική σε διαλεκτική σχέση με ανάγκες μικροαστικών στρωμάτων και διανόησης στις εκάστοτε δοσμένες καπιταλιστικές συνθήκες. Ακόμα και η ύπαρξη Μαρξιστικών κομμάτων δεν είναι ικανή να τροποποιήσει την ουσία των αστικοδημοκρατικών θεσμών γιατί η μαρξιστική θεωρία όταν απευθύνεται σε ατομικές συνειδήσεις που έχουν αποδεχτεί την εργασία σαν εμπόρευμα και τις ανάγκες της σαν παράμετρο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, φαντάζει σαν διδασκαλία «ανέφικτων», «ανεφάρμοστων» «δογμάτων» «μακριά από την πραγματικότητα που ζει ο εργαζόμενος» κλπ. Έτσι τα μαρξιστικά κόμματα όταν περιορίζουν την σκέψη και την λειτουργία τους στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, διαμορφώνουν την πολιτική τους χωρίς αλληλεπίδραση με την ταξική συλλογική συνείδηση.
Το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ο μόνος θεσμός στα πλαίσια του οποίου υπάρχει η δυνατότητα εμφάνισης συλλογικής ταξικής βούλησης αλλά ο περιορισμός των διεκδικήσεων σε οικονομικό και μόνο επίπεδο δεν επιτρέπει την παραγωγή πολιτικών θέσεων που θα προεκτείνουν τα οικονομικά εργατικά αιτήματα σε πολιτικό επίπεδο. Άλλωστε και η θεσμική θέση των συνδικάτων στην πιο δημοκρατική της εκδοχή περιέχει μόνο δικαιώματα μορφών διεκδίκησης (δικαίωμα απεργίας, διαδήλωσης κλπ).
Συμπερασματικά λοιπόν θεμελιώδης ουσία της αστικής δημοκρατίας είναι ο αποκλεισμός της συλλογικής έκφρασης της εργατικής τάξης από την πολιτική.
2. Η πολιτική στο σύνολο της (τόσο στην παραγωγή της όσο και στην εκτέλεσή της ) ανατίθεται σε κόμματα και βουλευτές – αντιπροσώπους που είναι «ελεύθεροι» και «αδέσμευτοι» από την εκλογική τους βάση. Οι ηγεσίες των κομμάτων πρέπει να έχουν την δυνατότητα να μεταβάλλουν την πολιτική του κόμματος όποτε παρίσταται ανάγκη ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου. Θεσμικά δεν δεσμεύονται όχι μόνο από την εκλογική τους βάση, αλλά ούτε καν από την κομματική τους βάση και πολλές φορές δεν ρωτούν ούτε τους βουλευτές τους. Η κεφαλαιοκρατία πρέπει να έχει την «ελευθερία» να ελέγχει κατά το δοκούν την ηγεσία των κομμάτων και να επιβάλλει «ελεύθερα» τις αναγκαίες μεταβολές στην πολιτική τους.
Οι αντιπρόσωποι – βουλευτές η υποψήφιοι βουλευτές προτείνονται από την ηγεσία των κομμάτων και με κριτήριο τις ανάγκες του κόμματος. Απαραίτητο συστατικό για την λειτουργία της αστικής δημοκρατίας είναι ότι πρέπει να είναι εντελώς «ελεύθεροι» από δεσμεύσεις με την εκλογική βάση που τους ψήφισε, ακόμα και από την κομματική βάση. Πρέπει να έχουν την «ελευθερία» να μεταπηδούν σε άλλο κόμμα χωρίς περιορισμό και χωρίς να χάνουν την έδρα τους έτσι ώστε να δίνεται η ευχέρεια στην κεφαλαιοκρατία να δημιουργεί κατά το δοκούν νέα πολιτικά σχήματα για την εξυπηρέτηση των αναγκών της.
Υποτίθεται ότι όλα αυτά κρίνονται σε εθνικές εκλογές στο τέλος κάποιας τετραετίας, αλλά στο μεταξύ η νέα κατάσταση που έχει δημιουργήσει η πολιτική κατά την διάρκεια της τετραετίας την οποία οι εργαζόμενοι δεν είχαν καμία δυνατότητα να επηρεάσουν να τροποποιήσουν η να εμποδίσουν, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα και έχει βάλει τους εργαζόμενους σε νέα διλήμματα τα οποία καλλιεργούνται και εισάγονται στην ατομική συνείδηση του εργαζόμενου με αποτελεσματικότατο «δημοκρατικό», «πολυφωνικό» και «πλουραλιστικό» τρόπο από τα αστικά ΜΜΕ, έτσι ώστε ο εργαζόμενος – πολίτης πηγαίνει στο εκλογικό τμήμα και ψηφίζει αυτό που συμφέρει την αστική ολιγαρχία πιστεύοντας ότι έχει επιλέξει δημοκρατικά και ελεύθερα.
Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε την δυνατότητα της αστικής ολιγαρχίας να καταλύει όποτε κρίνει σκόπιμο τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας επιβάλλοντας καθεστώτα φασισμού.
Τα παραπάνω αποτελούν μια προσπάθεια εισχώρησης στην ουσία της λειτουργίας των αστικοδημοκρατικών θεσμών ανεξάρτητα από τα σχήματα με τα οποία τα διάφορα αστικά κράτη υπηρετούν την ουσία. Η αναζήτηση αυτής της ουσίας είναι πολύ σημαντική προκειμένου να μπορέσουμε σε αντίθεση να αναδείξουμε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας εργατικής δημοκρατίας που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την αναπαραγωγή της αστικής ιδεολογίας στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής διαδικασίας κοινωνικοποίησης.
Και αναδείχνοντας τα να μπορέσουμε αφ ενός να κριτικάρουμε από την άποψη αυτή τα πολιτικά σχήματα με τα οποία ιστορικά έγιναν προσπάθειες σοσιαλιστικού μετασχηματισμού (Σοβιέτ, Λαϊκές δημοκρατίες, Μέτωπα κλπ), αφ ετέρου να μπορέσουμε κατά το δυνατόν περιγράψουμε τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης πολιτικής έκφρασης αυτής της ουσίας παίρνοντας βέβαια υπ όψιν και τα ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά κάθε λαού.
Εργατική Δημοκρατία.
Το πρώτο και απαραίτητο συστατικό της εργατικής δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι άλλο από την δυνατότητα απρόσκοπτης και ανεμπόδιστης από κάθε άποψη έκφρασης της συλλογικής συνείδησης της εργατικής τάξης. Οι θεσμοί της εργατικής δημοκρατίας πρέπει όχι μόνο να έχουν σαν βασικό τους περιεχόμενο τις συλλογικές εργατικές και λαϊκές διαδικασίες αλλά πρέπει ταυτόχρονα να παρέχουν σ αυτές την δυνατότητα εφαρμογής των αποφάσεων τους είτε άμεσα είτε με αντιπροσώπους όταν πρόκειται για εφαρμογή πολιτικών αποφάσεων σε ευρύτερο πεδίο και σε ψηλότερο επίπεδο. Οι εργατικές και λαϊκές συλλογικές διαδικασίες δηλαδή πρέπει να αποτελούν και να εκφράζουν το εργατικό κράτος. Η οργανωτική δομή του κράτους σε όλο το κοινωνικό φάσμα και σε όλα τα επίπεδα συνίσταται από τα οργανωμένα συλλογικά όργανα έκφρασης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, το διαδίκτυο και όλες οι σύγχρονες τεχνολογικές εφαρμογές πρέπει να βρίσκονται στην υπηρεσία των συλλογικών διαδικασιών σε όλα τα επίπεδα τους. Οι εργαζόμενοι να έχουν πρόσβαση σε όλη την οικονομική και κοινωνική πληροφόρηση καθώς και σε όλα τα αρχεία και τα πρακτικά συνεδριάσεων. Όλες οι αποφάσεις θα λαμβάνονται η θα εγκρίνονται σε διαδικασίες συλλογικές είτε άμεσες είτε με αντιπρόσωπους που όμως έχουν εκλεγεί από συγκεκριμένο πλαίσιο απόφασης για το θέμα που εξετάζεται, θα δεσμεύονται να κινηθούν στο πλαίσιο αυτό και οι τοποθετήσεις τους θα ελέγχονται από την βάση που τους εξέλεξε.
Η εκλογή των αντιπροσώπων για περιφερειακές η κι εθνικές συλλογικές διαδικασίες θα πρέπει να γίνεται στη βάση των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων συλλογικών διαδικασιών που λαμβάνονται με πλειοψηφία και πρέπει να εκφράζουν αναλογικά και τις απόψεις – προτάσεις που μειοψήφησαν. Η δυνατότητα άμεσης ανάκλησης αντιπροσώπου που παραβίασε το πλαίσιο των αποφάσεων το οποίο κλήθηκε να υπηρετήσει είναι θεμελιώδης για την εργατική δημοκρατία. Οι αντιπρόσωποι δεν ψηφίζονται με κριτήριο τις γνώσεις τους, η την καλοσύνη τους, αλλά με κριτήριο την θεωρητική και πολιτική ικανότητα τους να υπηρετήσουν τις αποφάσεις των συλλογικών διαδικασιών που προηγήθηκαν της εκλογής τους.
Η διαδικασία εμφάνισης της συλλογικής εργατικής συνείδησης και η αναγωγή της σε υποκείμενο κοινωνικών αλλαγών, είναι μια διαλεκτική διαδικασία πολύ ανώτερη από μια απλή συγκέντρωση εργαζομένων η από μια προσέλευση σε κάλπες ατομικά. Είναι μια διαδικασία δημοκρατικά τόσο άμεση και καθημερινή που από καμία άποψη δεν μπορεί να γίνει έστω και η παραμικρή σύγκριση με αστικούς δημοκρατικούς θεσμούς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει η εξής επισήμανση: Η μαρξιστική θεωρία μόνο μέσα από τέτοιες διαδικασίες μπορεί να συναντηθεί με την εργατική συνείδηση και να την μπολιάσει μετατρέποντάς την σε κινητήριο μοχλό τόσο της επαναστατικής διαδικασίας όσο και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Μόνο στην αλληλεπίδραση της με τις συλλογικές εργατικές και λαϊκές διαδικασίες σκέψης και δράσης, ο μαρξισμός παύει να είναι μαρξολογία και γίνεται κινητήρια δύναμη. Έξω από τις διαδικασίες αυτές η μαρξιστική οργάνωση δεν είναι επαναστατική πρωτοπορία αλλά μια ομάδα διανοούμενων δασκαλάκων που «κατεβαίνουν» να διδάξουν στην εργατική τάξη την επανάσταση.
Υπάρχει «πλουραλισμός» στην εργατική δημοκρατία;
Στις συλλογικές διαδικασίες της εργατικής δημοκρατίας είναι φυσικό να υπάρχουν διάφορες πολιτικές απόψεις διαλεκτικά συνδεμένες με την ύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων. Οι διαφορετικές αυτές πολιτικές μπορεί να αφορούν επί μέρους ζητήματα, μπορεί όμως να σχετίζονται και με τη συνολική πολιτική κατεύθυνση.
Μπορεί να είναι επί μέρους απόψεις η να συγκροτούν μια συνολική πολιτική πλατφόρμα. Μπορεί να συγκροτούνται σε επίπεδο περιφερειακό η σε πανεθνικό.
Μπορεί να οργανώνονται σε επίπεδο πολιτικής ομάδας, η οργάνωσης, η κόμματος.
Μπορούν να χρησιμοποιούν όλα τα ηλεκτρονικά και διαδικτυακά μέσα για την ζύμωση των απόψεών τους. Μπορεί ακόμα και να αμφισβητούν την εργατική δημοκρατία και να ζητούν επιστροφή και παλινόρθωση του αστικού καθεστώτος στο βαθμό που θα εκφράζουν καπιταλιστικές σχέσεις που έχουν απομείνει σε συνθήκες σοσιαλιστικής διαδικασίας και φυσικά έχουν συμφέρον να επιδιώκουν σε πολιτικό επίπεδο τη δημιουργία συνθηκών αναπαραγωγής κεφαλαίου.
Φυσικά όλες οι συγκροτημένες ομάδες, η οργανώσεις η κόμματα αποδέχονται να λειτουργούν και να θέτουν τις πολιτικές τους απόψεις και δράσεις στα πλαίσια των συλλογικών διαδικασιών της εργατικής δημοκρατίας και εκεί να διεκδικούν την πλειοψήφιση της πολιτικής τους πλατφόρμας και την εκλογή αντιπροσώπων πάνω σ αυτήν. Η εργατική δημοκρατία είναι φυσικό να αμυνθεί σε οργανώσεις που θα επιδιώκουν ανατροπή της με μεθόδους έξω από τις διαδικασίες της και ενάντια στις διαδικασίες της, όπως ακριβώς αμύνεται η αστική δημοκρατία απέναντι στις εμβρυακές οργανώσεις της εργατικής τάξης που εμφανίζονται στους κόλπους της και την αμφισβητούν διεκδικώντας την ανατροπή της και την αντικατάστασή της με μεθόδους έξω από την δική της «νομιμότητα».
Η ουσιαστική διαφορά όμως της εργατικής δημοκρατίας στο θέμα αυτό βρίσκεται στο ότι τον σχηματισμό των οργανωμένων πολιτικών απόψεων, τον τοποθετεί σε άλλη βάση. Το πεδίο πάνω στο οποίο καλούνται να διαμορφωθούν οι πολιτικές ιδέες, είναι η ικανοποίηση των υλικών και πνευματικών αναγκών της εργασίας για την ολόπλευρη ανάπτυξη της παραγωγικής της δύναμης και τελικά η πλήρης χειραφέτηση της και όχι φυσικά η ικανοποίηση των αναγκών αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Το πολιτικό αυτό περιβάλλον στο οποίο οι ιδέες που αναπτύσσονται θα πρέπει πρωτίστως να δίνουν απάντηση στις ανάγκες της εργατικής τάξης, αποτελεί φυσικά από μόνο του μια καταπίεση για τις όποιες αστικές πολιτικές. Όπως ακριβώς αποτελεί καταπίεση για μια εργατική πολιτική η υποχρέωση να απαντά πρωτίστως στις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας. Αλλά αυτή δεν είναι μια καταπίεση τεχνητή που επιβάλλεται από κάποιο κόμμα ενάντια στα υπόλοιπα. Πρόκειται για την ίδια τη φύση της εργατικής δημοκρατίας. Τώρα αν τα παραπάνω αποκαλούνται «πλουραλισμός» η αν όσοι χρησιμοποιούν την έννοια του «πλουραλισμού» εννοούν τα παραπάνω η όχι, αυτό ελάχιστα νομίζω ενδιαφέρει την προσπάθεια μιας μαρξιστικής ομάδας να συγκροτήσει ένα επαναστατικό πρόγραμμα λαϊκής εξουσίας.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο προβληματισμός πάνω στη πολυχρησιμοποιημένη έννοια των «πολιτικών ελευθεριών». Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι στην εργατική δημοκρατία, οι δυνατότητες μιας πολιτικής άποψης να ζυμωθεί και να συγκροτηθεί σε όλα τα επίπεδα των συλλογικών διαδικασιών (τοπικό, περιφερειακό, εθνικό), να διεκδικήσει να γίνει πλειοψηφούσα άποψη και να εκλέξει αντιπροσώπους είναι ποσοτικά και ποιοτικά ασύγκριτες με την αστική δημοκρατία. Το θέμα λοιπόν βρίσκεται και πάλι στην ουσία της έννοιας «πολιτικές ελευθερίες». Ποιο είναι το περιεχόμενο; Οι δυνατότητες σχηματισμού απόψεων και οι δυνατότητες διεκδίκησης πλειοψηφίας στα πλαίσια των συλλογικών διαδικασιών? Η η δυνατότητα ύπαρξης αντιπροσώπων και κομμάτων που να είναι «ελεύθερα» από τις συλλογικές διαδικασίες, «ελεύθερα» από την υποχρέωση να απαντούν πρωτίστως στις ανάγκες της εργασίας, ώστε να μπορούν να επηρεάζονται και να καθοδηγούνται μόνο από την αστική τάξη;
Υπάρχουν προβλήματα που εμφανίζονται στα πλαίσια της εργατικής δημοκρατίας. Το κυριότερο από αυτά είναι ότι η νεότευκτη εργατική εξουσία παρ ότι εγκαθιδρύθηκε κάμπτοντας την αντίσταση της κεφαλαιοκρατίας δεν είναι δυνατόν σε μια μέρα και με ένα διάταγμα να καταργήσει και τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Τομείς της οικονομίας συνεχίζουν να λειτουργούν με καπιταλιστικό τρόπο παρά τον εργατικό έλεγχο που επιβάλλεται και μπορεί για κάποιο χρονικό διάστημα να υπάρχει και ιδιοκτησία μέσων παραγωγής. Μέρος της ηττημένης σε πολιτικό επίπεδο αστικής τάξης αφού έχασε την μάχη της εξουσίας (είτε ειρηνικά είτε δια των όπλων), αποφασίζει να δώσει τη μάχη της παλινόρθωσης με πολιτικά μέσα, στους κόλπους της εργατικής δημοκρατίας και στα πλαίσια των διαδικασιών της, εκμεταλλευόμενη τα προβλήματα που θα εμφανιστούν κατά τη διάρκεια του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Έτσι θα εμφανίσει οργανωμένες πολιτικές θέσεις και οργανωτική και κομματική συγκρότηση διεκδικώντας την δυνατότητα παλινόρθωσης των συνθηκών αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Το ενδεχόμενο μιας τέτοιας παλινόρθωσης δεν αντιμετωπίζεται με διάταγμα απαγόρευσης των πολιτικών αυτών στις συλλογικές αντιπροσωπευτικές διαδικασίες. Στο βαθμό που υπάρχει η γενεσιουργός μήτρα τους οι πολιτικές αυτές απόψεις θα υπάρχουν και θα αναπαράγονται είτε απαγορευτούν είτε όχι. Η αντιμετώπιση του ενδεχομένου της παλινόρθωσης βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο μέσα στο προχώρημα της διαδικασίας κοινωνικοποίησης και αυτή είναι διαλεκτικά δεμένη με το δυνάμωμα των συλλογικών διαδικασιών της εργατικής δημοκρατίας.
Σε τέτοιες συνθήκες είναι δυνατόν το Μαρξιστικό κόμμα που στη πράξη αναδείχτηκε σε πρωτοπορία της εργατικής τάξης, καθοδηγώντας την με τις πολιτικές του προτάσεις στην κατάκτηση της εξουσίας, θεωρώντας ότι αποτελεί την παντοτινή και a priori πρωτοπορία να οδηγηθεί σε πολιτικές αποφάσεις και πράξεις που θα παρακάμπτουν τις συλλογικές διαδικασίες της εργατικής δημοκρατίας, στο όνομα της υπεράσπισης της. Η αρχική παράκαμψη των συλλογικών λαϊκών οργάνων οδηγεί στην συνέχεια σε μαρασμό τους, που με την σειρά του ο μαρασμός αυτός οδηγεί σε νέες υπερβάσεις του a priori «κόμματος της εργατικής τάξης», αναπαράγοντας έτσι ένα διαλεκτικό φαύλο κύκλο. Η πιθανότητα όμως αυτή αντιμετωπίζεται μόνο από την ίδια την εργατική τάξη μέσα από την ανυποχώρητη τήρηση των συλλογικών της διαδικασιών, την απαρέγκλιτη και ανυποχώρητη σύγκλιση των εργατικών και λαϊκών συνελεύσεων και την ολόπλευρη επιμόρφωση των εργατών για την ουσιαστική συμμετοχή τους σ αυτές. Η πρωτοπορία θα διεκδικείται καθημερινά και θα επιβεβαιώνεται μόνο μέσα στη συλλογική συνείδηση της εργατικής τάξης. Η διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού θα πραγματοποιείται μέσα από μια διαλεκτική αλληλεπίδραση θεωρητικής επεξεργασίας και καθημερινής πρακτικής πολιτικής εμπειρίας που θα διεξάγεται στα πλαίσια των συλλογικών διεργασιών και με τον τρόπο αυτό θα ωριμάζει το κάθε καινούργιο βήμα που θα πραγματοποιείται. Εννοείται βέβαια ότι δεν μπορεί ούτε καν να συζητιέται ότι το ενδεχόμενο μιας «σταλινικής» συμπεριφοράς παράκαμψης των θεσμών της εργατικής δημοκρατίας, θα ήταν πιθανά δυνατόν να αποτραπεί από αστικοδημοκρατικές λογικές και έννοιες όπως ο «πλουραλισμός» η οι «ελευθερίες» των αντιπροσώπων.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψει κανείς και το πρόβλημα της έκφρασης των πολιτικών απόψεων που θα μειοψηφούν κατά την διάρκεια των συζητήσεων και αποφάσεων. Θα πρέπει να αναζητηθεί ο θεσμικός τρόπος αναλογικής εκλογής αντιπροσώπων της εκάστοτε μειοψηφούσας άποψης χωρίς να αίρεται όμως η δέσμευσή τους απέναντι στην άποψη που τους εξέλεξε και η δυνατότητα ελέγχου, όπως και η δυνατότητα άμεσης ανάκλησης τους και αντικατάστασης. Και πάλι εννοείται ότι η λύση ενός τέτοιου προβλήματος δεν μπορεί να αναζητείται σε εισαγωγή και εφαρμογή (και μάλιστα μηχανιστική) αστικοδημοκρατικών θεσμών. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού είναι μια διαδικασία που περιέχει πισωγυρίσματα και σκαμπανεβάσματα και την μία φορά που θα προχωρήσει εξαφανίζοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις θα έχει βρει τις λύσεις για το ξεπέρασμα των προβλημάτων.
Ένα γενικό συμπέρασμα λοιπόν θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το ότι η εργατική δημοκρατική εξουσία είναι ένα εντελώς καινούργιο πεδίο μέσα στο οποίο οι απόψεις παράγονται και συγκροτούνται με τελείως διαφορετικό τρόπο απ ότι στην αστική δημοκρατία. Η εργατική τάξη θέτοντας την χειραφέτηση της εργασίας και τον μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων στο επίκεντρο των κοινωνικών διεργασιών αφ ενός, και καθιστώντας την συλλογική λαϊκή συνείδηση σαν υποκείμενο των ιστορικών κοινωνικών μεταβολών αφ ετέρου, τροποποιεί την μήτρα που γεννά τις ιδέες και διαμορφώνει νέες συνθήκες για την οργανωμένη κοινωνική και πολιτική τους έκφραση και από την άποψη αυτή δεν είναι δυνατόν να υπηρετείται από απομεινάρια αστικών θεσμών. Στο βαθμό δε που η αντίθεση εργασίας κεφαλαίου σβήνει μέσα στην διαδικασία κοινωνικοποίησης, γίνεται δυνατή η ανάδειξη νέων αντιθέσεων που ενυπήρχαν εν σπέρματι και έρχονται στην επιφάνεια δημιουργώντας μια εντελώς νέα μήτρα συγκρότησης και οργάνωσης ιδεών. Και στο βαθμό που η κοινωνία προχωρά προς το κομμουνιστικό στάδιο και το κράτος απονεκρώνεται σταδιακά, μαζί του σβήνει και η συγκρότηση των ιδεών με την μορφή κομμάτων η άλλων πολιτικών οργανώσεων με συγκροτημένα όργανα αποφάσεων.