Σουβενίρ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Το δικό μου το ’80 ξεκινά το ’81. Με μια πανδαισία από ολονύχτια κορναρίσματα. Για να τελειώσει νωρίς, το ’87. Στα χαλάσματα ενός γκρεμισμένου τείχους. Όχι, δεν πιάνω την ιδεολογική διάσταση του πράγματος. Φέρω ακέραια την ευθύνη για όσες πλαστικές σημαίες αρνήθηκα να σηκώσω και για όσα τούβλα αρνήθηκα να κάνω σουβενίρ.
Αλλά ανακαλώντας τούτη τη δεκαετία βρίσκω μια μαύρη τρύπα να χάσκει στο μυαλό μου.
Ενίοτε δε, στέκομαι στην άκρη τρομαγμένος με τη μεσήλικη διάθεση μιας εκβιασμένης νοσταλγίας. Και αναθυμάμαι τα τέλη του ’70. Όταν γέμιζε το δασάκι του χωριού φαντάρους της θερινής διαβίωσης. Κάτι ταλαίπωρους, που ολημερίς πάλευαν με τη σκόνη και ολονυχτίς με τα κουνούπια.
Νωρίς το απόγευμα έπαιρνα τη σακούλα και κατέβαινα. Τρεις δραχμές τους αγόραζα, πέντε τους πουλούσα. Σπαστούς καφέδες, Κιφωνίδη αν θυμάμαι καλά, σκέτο σίχαμα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί τους έπιναν. Πάντως τους έπιναν. Ένα ολόκληρο ποδήλατο έβγαλα από δαύτους.
Με το που φεύγανε οι φαντάροι, σώπαινε το δάσος.
Έπαιρνα το ποδήλατο, κατέβαινα να ψάξω. Το καλώδιο που αφήνανε από τους ασυρμάτους το είχαμε για τις ορειβασίες. Δενόμασταν από τη μέση, τραβούσαν οι άλλοι από πάνω. Τότε ήταν που έσπασα χέρια και πόδια. Έμεινε ακαβάλητο το ποδήλατο. Οι φαντάροι δεν ξαναφάνηκαν. Μια νέα δεκαετία ξεκινούσε. Για να τα αλλάξει όλα. Μα όλα.
Αν κάτι άφησε ίδιο είναι τα τούβλα. Ακόμη σκύβω και μαζεύω απ’ τα χαλάσματα. Αλλά όχι για σουβενίρ, όπως προείπα. Ένα σπίτι βάλθηκα να χτίσω. Τρεις ολάκερες δεκαετίες έχουν περάσει από τότες, σαν οδοστρωτήρας από πάνω μου.
Κι ούτε τα θεμέλια δεν έχω ακόμη καλουπώσει. Ας είναι. Ας είναι.
Πηγή: artinews.gr