Σπουδή σ’ εργαλειοδέτη
Το τρυπάνι περνώ στον εργαλειοδέτη.
Οπή ο χρόνος μου,
Πέντε χιλιοστά ακριβώς.
Μια σπιθαμή επάνω,
Μια σπιθαμή κάτω,
Κι όλα πηγαίνουν στράφι.
Ο δράπανος δεν συγχωρεί.
Ένα σημείο,
Μια ευκαιρία,
Πέντε χιλιοστά άνοιγμα
Στου πολιτισμού την καμπούρα
Πέντε χιλιοστά να στριμώξεις
Ανθούς και συντριβές
Μαύρα κατράμι χέρια
Μαύρα κοράκου νύχια
Αβύθιστες παγόδες
Κι όνειρα μελωμένα
Ρυθμίζω τις στροφές
Ανεβάζω την ταχύτητα
Νεκρό κοβάλτιο
Ημιθανές σίδερο
Εναγκαλίζονται ανυπόφορα
Αγκομαχώντας σ’ ανέραστη διείσδυση·
Σαπουνέλαιο κι ιδρώτας.
Κοιτώ τα χέρια μου
Που φορούν τον κίνδυνο
Μα ποτέ γάντια
Το ’να μπλοκάρει την μόρσα
Τ’ άλλο κατεβάζει τον μοχλό
Κι ο νους να δραπετεύει
Τους τοίχους γρατζουνώντας,
Χωρίζει απ’ το κορμί
Που χάσκει άκαμπτο
Τυλιγμένο ως τον λαιμό
Την ηλεκτρική υστερία
Τούτο το κορμί
Που στους αυλόγυρους των σχολειών
Είδε μονάχα βρόγχους
Και στην πλήξη του μαυροπίνακα
Σκάρωνε καρμανιόλες
Σ’ αγρούς και σκυροδέματα δεν βρήκε ησυχία
Μα λεν πως μια φορά
Τον θάνατο περιχαρές εστρίμωξε
Μ’ ανόητες ερωτήσεις
Ενδοσκοπώντας με λαχτάρα
Κινίνα ελευθερίας,
Ζευγαρωτά αργόσυρτα ξυπνήματα
Σε νηφάλια μέθη.
Τούτο το κορμί
Το εκ σιωπής περίσσιο
Σ’ έναν ρηχό λάκκο θα ριχτεί
Από δικούς κι αρχάριους
Τω πνεύματι πεσόντες
Κι εκεί θα ‘ναι στα μέτρα του
Όπως του κόσμου όλου τα κορμιά
Δίχως κανείς να το ρωτήσει
Αν τα γρέζια πιέζουν γλυκά τους οφθαλμούς του.
Αλλά εγώ ακόμη συνεχίζω
Έτσι από περιέργεια κι άγουρη πλήξη
Σαράντα βαθμούς υπό σκιάν
Κι o εργαλειοδέτης φέρνει βόλτες
Γύρω απ’ τον άξονά του
Μετάλλινη μουτρωμένη μπαλαρίνα
Μια να πιάνει
Μια ν’ αφήνει τον ρυθμό
Κι ο θόρυβος να σφίγγει τους κροτάφους
Τόσο όσο χρειάζεται
Να ονειρεύομαι
Ουρανούς χωρίς οπές
Και ζωή δίχως εργαλειοδέτες
σύντροφοι για την Αναρχική απελευθερωτική δράση