Στου Μπάρμπα Γιάννη την βεράντα μυρίζει γιασεμί.Της Δήμητρας Περλορέντζου.
-Πώς σε λένε;
Είπα το ψευδώνυμό μου.
-Γιάννης Καζάκος.
Αυτός ο χαφιές ο νοματάρχης κρατούσε το πιστόλι, με χτυπάει με την κάνη και μου λέει συγκεκριμένα τη φράση: “Γαμώ το Στάλιν σου!”.
Πού να ήξερε.
Εμένα με πήραν τα αίματα.
Αυτοί οι δύο ήτανε άνθρωποι του Δάγκουλα, μία συμμορία παρακρατικών που δρούσε εδώ στη Θεσσαλονίκη και συνεργαζόταν με την αστυνομία.
-Τι ήρθες εδώ να κάνεις;
Εγώ είχα κι ένα κουστούμι παλιό κι έκανα ότι είχα πάει να το γυρίσω ανάποδα, να μου το διορθώσει ο ράφτης.
Τι να πω, ότι είχαμε συνάντηση του πυρήνα;
Ξαπλωμένοι όπως κάθε βράδυ ακούμε με τον μικρό μουσική.
Σήμερα μας νανουρίζει η ήρεμη φωνή του Μιχάλη.
Οι Active Member έχουν την τιμητική τους και ξαφνικά ένα αλλιώτικο τραγούδι σπάει την σιωπή του σκοταδιού που περνάει από το ανοιχτό παράθυρο.
“Στου μπάρμπα Γιάννη τη βεράντα μυρίζει γιασεμί….”
-Μαμά ποιος είναι αυτός;
Μια φιγούρα ηλικιωμένου ξεπετιέται μπροστά στα μάτια μας.
Σακούλες κάτω από τα βλέφαρα και ένα παράξενο στραβό στόμα με μια αλλόκοτη γλυκιά φωνή.
Ο μικρός κεντρίζεται αναρωτιέται γιατί να γραφτεί για ένα παππού ένα ολόκληρο τραγούδι.
-Δεν είναι ένας απλός παππούς μωρό μου είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος.
Σαν τον δικό μου και τον δικός σου παππού.
Αλήθεια θες να μάθεις;
Εγώ θα σου πω και ας μην καταλαβαίνεις ακόμα, αλλά θυμίσου αυτό το τραγούδι και όταν περάσουν τα χρόνια θα το ξανακούσουμε μαζί.
Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν υπήρξε ένας ατόφιος ασυμβίβαστος εργάτης με μια χρυσή τεράστια καρδιά.
Ο Μπαρμπα-Γιάννης Ταμτάκος.
Εμείς οι πρόσφυγες λοιπόν και οι παλιοί κομμουνιστές έχουμε έναν ήρωα.
Έναν δικό μας άνθρωπο όμορφο, φιγούρα οικεία σαν τον παππού των παιδικών παραμυθιών μας.
Πρόσφυγας και αυτός από τις Φώκιες τις Μικράς Ασίας γεννημένος το 1908 μετακινήθηκε με την οικογένειά στην Ελλάδα για να γυρίσει πίσω στον τόπο του το 14′ μέχρι το 22′ που βίωσε την προσφυγιά.
Από τα έξι του πουλάει κουλούρια και κάνει τον λούστρο στα στενά της Θεσσαλονίκης για να ζει τον εαυτό του και την οικογένεια.
Στα έντεκα του ξεκινάει εναν αγώνα που για άλλα παιδιά μοιάζει ανήκουστος.
Είναι η πρώτη του συμμετοχή στην Εργατική πρωτομαγιά του Εργατικού κέντρου Θεσσαλονίκης.
Ξεκίνησε για να μην σταματήσει ποτέ.
Η πιο δυνατή στιγμή της ζωής του έμελε να πραγματοποιήθει το 31′.
Σε κάποια απεργία και διαδήλωση ο ίδιος είναι μπροστάρης και στην πρώτη γραμμή απέναντι από οπλισμένους χωροφύλακες.
Τον στοχοποιούν και του επιτίθονται.
Ο ανιψιός του Διευθυντή της χωροφυλακής τραβάει περίστροφο και τον χτυπάει στο κεφάλι.
Η σφαίρα περνάει το μάγουλο και του κόβει την γλώσσα.
Σχεδόν μουγκός βάζει πείσμα να μην χάσει την φωνή του και μετά από πολλά χειρουργεία μαθαίνει να μιλά ξανά.
Αυτοί που θέλαν να τον σταματήσουν να χει φωνή πέτυχαν ακριβως το αντίθετο.
Το 36′ με την κατάπνιξη της εργατικής εξέγερσης περνάει Κακουργιοδικείο ως υποκινητής μαζί με πενήντα δύο συντρόφους εργάτες και φυλακίζεται.
Μετά εξορία στην Γαύδο.
Το 42′ η κυβέρνηση Τσουβερού παραδίδει τους κομμουνιστές στους Ναζί κατακτητές.
Τους μεταφέρουν για εκτέλεση στην Καισαριανή.
Ο ίδιος γλιτώνει με απόδραση από το τμήμα μεταγωγών του Πειραιά ενώ οι μισοί του σύντροφοι εκτελούνται.
Έτσι βγαίνει στην παρανομία.
Θεωρεί τον εαυτό του επαναστάτη σοσιαλιστή αρνούμενος να λάβει μέρος στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και από σύμπτωση έρχεται σε επαφή με τον Κορνίλιο Καστοριάδη.
Αποποιείται τον Τρότσκι και με άλλους συντρόφους υπερασπίζεται ένα κίνημα για μια αυτόνομη αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία με την αδελφοποίηση των εμπολέμων στρατιωτών.
Τώρα πια είναι κυνηγημένος από όλους.
Από Σταλινικούς, Χήτες την κυβέρνηση και τους Ναζί.
Γλιτώνει τις δολοφονικές επιθέσεις της Ο.Π.Λ.Α. αλλάζοντας ονόματα και ψευδώνυμα.
Ένας παράνομος αγωνιστής που δεν φοβήθηκε ποτέ να υπερασπίζεται την φωνή που παραλίγο να του στερήσουν.
Αγωνίζεται όπως μπορεί μέχρι το 51′ που φεύγει εργάτης μετανάστης στην Αυστραλία.
Επιστρέφει το 66′ στην Θεσσαλονίκη και από το 80′ συνδέεται με τον Αντιεξουσιαστό χώρο και ασπάζεται τον αναρχισμό.
Ο τελευταίος γενναίος επιζών της μεγάλης απεργίας του 36′, ο Μπαρμπα-Γιάννης Ταμτάκος με το όνομα μάχεται με όλες του τις δύναμης στο πλευρό των αδικημένων και όσων δεν έχουν φωνή.
Μάχεται για τα δικαιώματα των εργατών και των φτωχών του κόσμου τούτου μέχρι το τέλος μιας γεμάτης ταραγμένης ζωής.
Το ημερολόγιο δείχνει 4/1/2008 όταν ο Μπάρμπα Γιάννης φεύγει από αυτή την ζωή λίγο πριν τα εκατό του χρόνια.
Ο αναρχικός Ταμτάκος θάβεται στο νεκροταφείο Μαλακοπής.
Ο ήρωας του Νίκου Θεοδοσίου στην ταινία ‘Μάρσαλ’ δεν είναι πια εδώ.
Μόνο το βιβλίο του υπάρχει και κάποιοι παλιοί σύντροφοι που ακόμα θυμούνται εκείνο το παιδί που αγωνίζονταν κατά των χωροφυλάκων.
“Αναμνήσεις μιας ζωής στο Επαναστατικό κίνημα”.
Γιάννης Ταμτάκος.
Ο μικρός κοιμήθηκε από ώρα.
Ούτε ξέρω τι κατάλαβε και τι έμαθε από όσα του είπα.
Τελικά η αλήθεια των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για μας είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος να νανουρίσεις ένα πεντάχρονο πιτσιρίκι.
Μόνο οι στίχοι του Μιχάλη συνεχίζουν να τρυπούν με την δύναμη της φωνής του την νύχτα.
Μόνο οι στίχοι.
“Στου μπάρμπα Γιάννη τη βεράντα μυρίζει γιασεμί
φέρμα κουβέντα στριφτάρι κι αβέρτα οι στοχασμοί.
Των ματιών το βούρκωμα θυμάμαι και τα γέλια,
τις μνήμες για σπουδαίους και για κενά βαρέλια”.
Καληνύχτα Μπαρμπα-Γιάννη σ’ευχαριστούμε.
Δήμητρα Περλορέντζου.
24/6/2020.