Σχετικά με τη «γέννηση» της φιλοσοφίας και όχι μόνο… (Α΄)
Το παρακάτω κείμενο, δεν αποτελεί σε καμμία περίπτωση μια, ούτως ή άλλως, ανύπαρκτη ιστορική αλήθεια. Είναι αδύνατο να γίνει αναφορά σε όλες τις παραμέτρους των ζητημάτων, που το κείμενο πραγματεύεται, που ουσιαστικά διαμόρφωσαν μια συγκεκριμένη μορφή κρατισμού στον ελλαδικό χώρο. Είναι μια απόπειρα προσέγγισης μιας πραγματικότητας, κάτω από ένα συγκεκριμένο πρίσμα. Με, όσο το δυνατό, περιεκτικότερες και απλούστερες αναφορές, σε ερωτήματα σχετικά με τη σύσταση των πόλεων-κρατών, την Δημοκρατία, το ρόλο της Φιλοσοφίας κ.λπ.
Τα στοιχεία έχουν παρθεί κατά κύριο λόγο από βιβλία, που καταγράφουν –όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα– το παρελθόν και τα όποια «ιστορικά στοιχεία» έχουν διασταυρωθεί στην κατεύθυνση της όσο το δυνατόν κοινής αποδοχής τους. Έννοιες, όπως «Μυκηναϊκός πολιτισμός», χρησιμοποιούνται για να γίνει πιο κατανοητό σε τι γίνεται αναφορά ενώ το ν.χ. και π.χ., μεταφράζεται σε νέα χρονολογία και παλιά χρονολογία.
Τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα, άρχισαν να καταφθάνουν στην βαλκανική χερσόνησο γύρω στο 2000 π.χ., σε μια εποχή όπου παρατηρείται μια γενικότερη μετακίνηση μεγάλων πληθυσμιακών κομματιών, προς τον ευρωπαϊκό χώρο. Ταυτόχρονα, αρχίζει να διαδίδεται και η επεξεργασία και χρήση ορείχαλκου καθώς και οι λεγόμενες Ινδό-Ευρωπαϊκές γλώσσες.
Περίπου στα 1600 π.χ., ισχυροποιείται στην κυρίως Ελλάδα ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής, προηγμένος σε σχέση με τα μέχρι τότε δεδομένα, που αναφέρεται ως Μυκηναϊκός πολιτισμός. Ισχυρά οχυρά δεσπόζουν σε στρατηγικές θέσεις, (με τις Μυκήνες να δίνουν και την ονομασία στην περίοδο αυτή), σε κάποιον λόφο για παράδειγμα, όπου στην περιοχή γύρω από αυτό να συγκεντρώνονται πληθυσμιακά κομμάτια, μια πρώιμη μορφή των μετέπειτα γνωστών πόλεων-κρατών, (στις οποίες θα γίνει αναφορά παρακάτω).
Κατά κάποιο τρόπο, οι άρχοντες που ζούσαν στα οχυρά αυτά είχαν υπό την κυριαρχία τους και τις γύρω περιοχές, (με τους όποιους κατοίκους αυτών), μια μορφή «φέουδων». Σταδιακά, σχηματίζεται μια κάποια μορφή ασταθούς ηγεμονίας, με κορυφή τους άρχοντες των Μυκηνών. Η ανάπτυξη είναι παράλληλη με ανάλογους μεσανατολικούς, (Κασσίτες, Χετταίοι, Υξώς κ.ά.), με αρκετές ομοιότητες αλλά και βασικές διαφορές. Και στις δύο περιπτώσεις, η στρατιωτική ισχύς προέρχεται από μια «αριστοκρατία αρματηλατών», τη στιγμή που το άρμα ήταν και η πολεμική τεχνολογία αιχμής της εποχής ενώ ήταν πολύ λίγοι αυτοί που μπορούσαν να το συντηρούν – κατέχουν. Η βασική διαφορά ήταν πως στην περίπτωση του ελλαδικού χώρου, η θάλασσα και γενικότερα ο στόλος, ήταν κομμάτι του Μυκηναϊκού πολιτισμού, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που χαρακτηρίζονται ως στεριανοί.
Αυτό οφείλεται και στην προηγούμενη, (από το 1600 π.χ.) ισχυρή δύναμη της περιοχής, τους Κρήτες, (Μινωικός πολιτισμός) οι οποίοι ήταν κατ’ εξοχήν ναυτικός λαός και στα κέντρα των οποίων επέδραμαν και σιγά σιγά έθεσαν υπό τον έλεγχο τους οι στόλοι και οι στρατοί των Μυκηναίων αρχόντων.
Γύρω στο 1200 π.χ., νέα φύλα προελαύνουν από το βορρά, οι Δωριείς. Μέχρι το 1000 π.χ., έχουν λεηλατήσει και καταλάβει τις μεγάλες ακροπόλεις του Μυκηναϊκού πολιτισμού, ενώ «παράλληλα σημειώνονταν εκτεταμένες αναμίξεις και πολλές δευτερεύουσες και τριτεύουσες μετατοπίσεις πληθυσμών». Οι Δωριείς εγκαθίστανται στα κέντρα των Μυκηναΐων αρχόντων, τα πιο γόνιμα και στρατηγικά εδάφη ενώ οι «λιγότερο ευνοημένες περιοχές», μένουν στους πριν από τους Δωριείς πληθυσμούς. Αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονται ως Ιωνικές, (λ.χ. Αττική, ακτές Μ. Ασίας κ.α.) και είναι εκεί που αναπτύσσεται και διαμορφώνεται μια νέα μορφή εξουσιασμού, αυτό που μετέπειτα θα γίνει γνωστό ως πόλη-κράτος και που σταδιακά θα επεκταθεί σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Το Μυκηναϊκό μοντέλο –όπως και τα προγενέστερα– δομείται πάνω σε φυλετικούς και οικογενειακούς δεσμούς. Τη στιγμή όμως που πρόσφυγες από διαφορετικούς τόπους, με διαφορετικές παραδόσεις, από διάφορες φυλές και οικογένειες, βρίσκονται σε ένα εχθρικό γι’ αυτούς περιβάλλον, έχοντας να αντιμετωπίσουν αυτόχθονες λαούς, οι παραδοσιακοί συγγενικοί δεσμοί και σχέσεις, παύουν να υφίστανται.
Η πόλη-κράτος, από «φυσική άποψη, ήταν μια αστική συγκέντρωση τριγυρισμένη από αγρούς και βοσκοτόπια. Πολιτικά, ήταν μια εκτεταμένη κοινότητα που την κυβερνούσαν άρχοντες και νόμοι. Ψυχολογικά, ήταν μια αυτάρκης ομάδα στην οποία ανήκε ένα προνομιούχο τμήμα του συνολικού πληθυσμού –οι άντρες πολίτες– και από την οποία αποκλείονταν όχι μόνο οι ξένοι, αλλ’ ακόμη οι δούλοι, οι γυναίκες και τα παιδιά».
Εξ ίσου σημαντικό, το ότι «η Ελληνική πόλη τραβούσε πάνω της την ολική σχεδόν αφοσίωση των πολιτών της. Και οι επιδιώξεις που συνδέονταν με την οικονομία και την πολιτική, αλλά και με τη θρησκεία […] διαγράφονταν κυρίως μέσα στα πλαίσια που αυτή όριζε». Με άλλα λόγια, η αφοσίωση και η ενδυνάμωση της πόλης, αποτελούσε το κυριότερο καθήκον των πολιτών της, των οποίων η κάθε ενέργεια κρίνονταν από την επίδραση που θα είχε στην πόλη. Ένα ακόμη «προχώρημα» της τότε κυριαρχίας σε ένα μοντέλο επιβολής, που με τα χρόνια θα αντικαταστήσει τα μέχρι τότε δεδομένα. Η φυλή που μετακινείται συνεχώς αντικαθίσταται από ένα νέο, σταθερό γεωγραφικά θεσμό.
Ταυτόχρονα, ανακύπτουν και ένα σωρό άλλα προβλήματα, τα οποία πηγάζουν κυρίως από τις διαφορετικές ανάγκες της κυριαρχίας. Σημαντικότερο των οποίων ίσως, ήταν και εκείνο της αδυναμίας τής τότε θρησκείας, να «ακολουθήσει» τις ανάγκες της πόλης-κράτους.
Αρχαιοελληνική θρησκεία
Η θρησκεία (δοξασίες, λατρείες κ.λπ.) της εποχής ήταν αναπόσπαστο κομμάτι τού τότε μοντέλου επιβολής. Ειδικότερα πριν από τη διαμόρφωση των πόλεων-κρατών, αποτελούσε δομικό στοιχείο επιβολής και συνοχής, των παραδόσεων και των σχέσεων των μελών της φυλής. Υπήρχε για παράδειγμα ιερό ημερολόγιο και οι κανόνες και Νόμοι που ίσχυαν, είχαν άμεση σχέση με την παράδοση, τις αξίες και τον τρόπο λειτουργίας που πρέσβευε η θρησκεία.
Στην αρχαιοελληνική θρησκεία, λοιπόν, υπήρχαν δύο βασικές κατευθύνσεις. Οι θεοί του Ολύμπου και τα διάφορα «μυστήρια». Οι μεν πρώτοι, έχουν τις ρίζες τους τόσο στις Ινδο-ευρωπαϊκές θεότητες (περιοχές από όπου προήλθαν τα πρώτα ελληνόφωνα φύλα), όσο και στις αυτόχθονες θεότητες, των προ-ελληνικών πληθυσμών. Μέσα από τα έργα του Ομήρου και του Ησίοδου, έγινε κατορθωτό να υπάρξει μια υποτυπώδης δομή και σύσταση, μια θεολογία.
Από την άλλη, τα «μυστήρια» είχαν να κάνουν με κάποιον εντελώς διαφορετικό «κλάδο» της θρησκείας, σχετιζόμενες κυρίως με λατρείες γονιμότητας παλαιοτέρων εποχών. Κάποια από αυτά φαίνεται να ήταν «ξενόφερτα», όπως τα Ορφικά και τα Διονυσιακά και άλλα «ντόπια», όπως τα Ελευσίνια.
Το σύνολο της ελληνικής θρησκείας δεν ταιριάζει με τα πλαίσια της πόλης, όπου τα πάντα πρέπει να λειτουργούν και να ορίζονται με βάση το «δημόσιο συμφέρον». Η Δημόσια θρησκεία, δεν εκτοπίζει τις οικογενειακές τελετουργίες και εξακολουθεί να υπάρχει ιδιωτική πλευρά στα μυστήρια. Αυτές οι «κραυγαλέες δυσαρμονίες», επιχειρείται να «αντιμετωπιστούν από την πόλη […] ενώνοντας τους ολύμπιους με τα μυστήρια, όχι μέσα από μια πνευματική σύνθεση αλλ’ ακολουθώντας ένα μονοπάτι τελετουργικών επινοήσεων».
Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα, η πομπή των Παναθηναίων προς τιμή της θεάς Αθηνάς, ξεκινούσε από τον ιερό χώρο στην Ελευσίνα, (όπου γιορτάζονταν «τα μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας») και κατέληγαν στην καρδιά του κράτους, την Ακρόπολη. Ή έργα-κομμάτια διονυσιακών γιορτών, αντλούσαν τη θεματολογία από τους μύθους και τις παραδόσεις, (εξ ορισμού άσχετα με τη Διονυσιακή λατρεία).
Βέβαια, οι αντιφάσεις και η ανακολουθία που υπήρχε στην αρχαιοελληνική θρησκεία, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Αυτό, οφείλεται κυρίως στην απουσία κάποιου κεντρικού ιερατείου, που θα αναλάμβανε να διορθώσει τέτοιου είδους ατέλειες. Δεν υπήρχε κάποιος μηχανισμός, ένα κεντρικό δηλαδή ιερατείο, που είχε αναπτυχθεί στα εδάφη που κυριαρχούσε η οργανωμένη εξουσία της εποχής, (Ανατολή – Μεσοποταμία, Αίγυπτος κ.λπ.). Το μαντείο των Δελφών για παράδειγμα, (και ανάλογοι θεσμοί-μηχανισμοί που σχετίζονταν με την θρησκεία), είχε έναν αρκετά σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση όμως των σχέσεων μεταξύ των πόλεων, μέσα από την «αντιπροσώπευση» των θείων επιταγών, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που υποστήριξε τους Πέρσες. Και οι Ολυμπιακοί αγώνες, τα Ίσθμια, τα Νέμεα κ.λπ., (πανελληνίου έκτασης γεγονότα και με θρησκευτικές προεκτάσεις, κάθε τι άλλο παρά το ρόλο του «κεντρικού ιερατείου» είχαν).
Τον ρόλο του «συνθέτη» κατά κάποιο τρόπο, παλαιοτέρων με νεώτερες δοξασίες, λατρείες και θεότητες, είχαν αναλάβει οι ποιητές, όπου θεωρούνταν πως «εμπνέονταν από κάποια θεϊκή δύναμη». Η παράδοση, πάνω στην οποία στηρίζονταν μοντέλα όπως το Μυκηναϊκό, διαμορφώνονταν μέσα από τα έργα του Όμηρου για παράδειγμα, όπου μέσα από την εξιστόρηση πραγματικών γεγονότων, (η Ιλιάδα, θεωρείται πως καθρεφτίζει την ανάμνηση τρίτης κατά σειρά επιδρομής –πραγματοποιήθηκαν αρκετές– ενάντια στην Τροία, από συνασπισμό Μυκηναίων αρχόντων, γύρω στο 1184 π.χ.) διαμορφώνεται και αυτή, (η παράδοση), συστήματα και κώδικες αξιών και ηθικής, ιδιότυπης λατρείας όχι μόνο στους θεούς, αλλά και στους βασιλιάδες, εκ των οποίων ο καθένας είχε το δικό του χαρακτηριστικό (ημίθεος τάδε, πάνσοφος δείνα, πανέξυπνος τούτος κ.λπ.) και όλοι ήταν μέγα – πολεμιστές και γενικά αδύνατο να σκοτωθούν, (πέρα από τους «κακούς») κ.λπ.
Παράδοση, που μεταφέρονταν προφορικά και που μέσα από τις ανάγκες τις εκάστοτε εποχής, «προσθέτονταν» ή «αφαιρούνταν» κομμάτια. Στην μορφή που έχει «διασωθεί» άλλωστε, ένας προσεχτικός μελετητής μπορεί να διακρίνει πληθώρα αντιφάσεων. Με άλλα λόγια, παρατηρείται δηλαδή, αδυναμία από την κυριαρχία, στο να «εναρμονιστούν» οι παραδόσεις του παρελθόντος, να «τροποποιηθούν» τα δεδομένα που πήγαζαν από τις ανάγκες παλαιοτέρων, σύμφωνα με τις ανάγκες κατοπινών εποχών σε βατή και αρμονική μορφή.
Η ιδιαιτερότητα της αρχαιοελληνικής θρησκείας, είχε να κάνει με το ότι προέρχονταν από διαφορετικά μοντέλα επιβολής, (ανατολίτικη θρησκεία – ντόπιες δοξασίες λατρείες κ.λπ.) και όπου το αποτέλεσμα της σύνθεσης και ενσωμάτωσης παλαιοτέρων και σε πολλές περιπτώσεις αντιφατικών μορφών λατρείας και κοσμοθεωρίας, ήταν προβληματικό ως προς τη χρήση του στις πόλεις-κράτη.
Για παράδειγμα, η ασάφεια στη σχέση μεταξύ των θεών και της Μοίρας, (μέσα στα ομηρικά έπη αλλού εμφανίζονται δέσμιοι της και αλλού την αγνοούν), θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αντίφαση σχετικά με την υπακοή στους νόμους, τη στιγμή που η Μοίρα αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο τους νόμους που ακόμη και οι θεοί θα πρέπει να υπακούν.
Αλλά κυρίως στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και λειτουργία των θεών, όπου πολλές φορές δεν λειτουργούσαν με βάση κάποιον «κώδικα αξιών», αποτελώντας πρότυπο λειτουργίας για τον κάτοικο της πόλης-κράτους, αλλά οι ενέργειες τους πήγαζαν από προσωπικές βλέψεις, (ζήλια, εγωισμός, εκδίκηση, ερωτικά πάθη κ.λπ.), δεδομένα φύσει και θέση αντιθετικά με την υπακοή στους νόμους και τους άρχοντες, με την «λειτουργία βάσει του καλού της πόλης». Η «ατομική μεγαλωσύνη» που αναζητείται από τους ομηρικούς ήρωες, πρέπει να αντικατασταθεί από την «συλλογική μεγαλωσύνη».
Στοιχεία λατρείας που δεν έγινε κατορθωτό να «αφομοιωθούν μέσα στα πλαίσια της πόλης». Έτσι, λοιπόν, μέσα στα πολλά παρουσιάζεται η ανάγκη επινόησης ενός μηχανισμού «ξεπεράσματος» αυτής της προβληματικής κατάστασης.
Γύρω στον 6ο αιώνα π.χ., ξεκινά, η «προσπάθεια να επισκευαστούν οι πνευματικοί φράχτες των ποιητών, με υλικά βοηθητικών υπαινιγμών από την ανατολή…». Ο συστηματικός στοχασμός γύρω από τη φύση των πραγμάτων.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 21, Ιανουάριος 2004
(Συνεχίζεται)