Σχετικά με τη «γέννηση» της φιλοσοφίας και όχι μόνο… (Ε΄)
Από το 499 π.χ. όπου οι Αθηναίοι στέλνουν βοήθεια στις εξεγερμένες ιωνικές πόλεις μέχρι και το 479 π.χ. (μάχη των Πλαταιών, μάχη της Μυκάλης), οι πόλεις-κράτη του ελλαδικού χώρου, καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς της εισβολή των Περσών. Στα 478 π.χ. διαμορφώνεται η Α΄ Αθηναϊκή συμμαχία. Το 441 π.χ. ξεσπά ο πελοποννησιακός πόλεμος. Το 404 π.χ. Η αθηναϊκή δημοκρατία έχει ηττηθεί.
Μετά από ένα μακρόχρονο πόλεμο (πελοποννησιακός – 38 χρόνια) η παλινορθωμένη μορφή της σε καμμία περίπτωση δεν είχε σχέση με την μορφή που είχε στην ακμή της. Είναι μια μεταβατική για την κυριαρχία της εποχής περίοδος, όπου η μακεδονική ηγεμονία δεν έχει ακόμη επιβληθεί, η παραδοσιακή μορφή της πόλης-κράτους δεν έχει την δυναμική του παρελθόντος ενώ νέα, μεταβατικά στάδια και μοντέλα επιβολής εμφανίζονται (συνεργασίες μεταξύ πόλεων – κρατών με τη μορφή συμπολιτειών κ.λπ.) έως την ολοκληρωτική επιβολή της μακεδονικής μοναρχίας.
Μετά τις ανατροπές της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 411 και το 404 –η δημοκρατία επανήλθε– το πρόβλημα ήταν να βρεθεί ένα νέο σύστημα αξιών που να αντικαθιστά την παλαιότερη απλοϊκή ταύτιση του ατόμου με την πόλη. Και αυτό, γιατί αυξήθηκε η δυσαρέσκεια και αντιπάθεια μεταξύ των υποστηρικτών της ολιγαρχίας (αριστοκράτες) και του λαού, όπου «θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς από τα ανώτερα στρώματα να δείχνουν άκριτη νομιμοφροσύνη απέναντι στην πόλη και τους οδηγούς της».
Άλλωστε, ήδη ο «σοφιστικός ορθολογισμός», έχει αρχίσει να αμφισβητεί την οργάνωση της πόλης-κράτους. Αν «ο νόμος, είναι γέννημα συνωμοσίας των ανήμπορων για να τα βγάλουν πέρα με τους ισχυρούς» και «η ηθική, είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα», τότε «η αφοσίωση και θυσία για το καλό της πόλης, μια «απλοϊκή αυταπάτη». «Ο άνθρωπος θα έπρεπε να ακολουθεί, όσο αυτό ήταν επιτρεπτό, τις «φυσικές» παρορμήσεις του». Τέτοιες δοξασίες και λογικές χρησιμοποιήθηκαν από ολιγαρχικούς, για να ανατρέψουν την Δημοκρατία με τη βία, το 411 και το 404.
Είναι η περίοδος, όπου η αρχαία ελληνική φιλοσοφία επιχειρεί να «βγάλει το φίδι από την τρύπα». Είναι η περίοδος που εμφανίζονται και «οι μεγαλύτεροι των φιλοσόφων». Αυτή η προσωποποίηση (Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης) των φιλοσοφικών μεθόδων και συστημάτων, έχει να κάνει κυρίως με την προβολή ενός συγκεκριμένου προφίλ.
Ο Σωκράτης, ο οποίος δεν έχει αφήσει κάποια γραπτά έργα και οι πληροφορίες γι’ αυτόν έρχονται από άλλους. Παρ’ όλα αυτά, η διδασκαλία του προερχόμενου από “χαμηλή κοινωνική τάξη” Αθηναίου, σε μια εποχή όπου η πόλη-κράτος των Αθηνών αρχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα, θα αποτελέσει και τη βάση της μετέπειτα εξέλιξης της φιλοσοφίας.
Ο Πλάτωνας που είναι αριστοκράτης, αποτελεί την κύρια πηγή των στοιχείων σχετικά με τη διδασκαλία του Σωκράτη και θέτει σε πρακτική εφαρμογή το σχέδιο του για τη σωτηρία της πόλης-κράτους που αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση.
Τέλος ο Αριστοτέλης, ο οποίος για πολλούς «τελειοποιεί» την διδασκαλία του Πλάτωνα, στα πλαίσια του ξεπεράσματος πλέον της πόλης κράτους και της εδραίωσης νέων μοντέλων για τα ελληνικά δεδομένα, (βασίλεια, αυτοκρατορίες).
[…] Τα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής, που αποδίδονται τόσο σε αυτούς όσο και γενικότερα, επιδιώκουν ακριβώς να γεφυρώσουν τα όποια χάσματα σε αυτή τη μεταβατική για την κυριαρχία περίοδο. Η αμφισβήτηση και διαφοροποίηση του Σωκράτη, έτσι όπως εξελίσσεται από (κυρίως) τον Πλάτωνα αλλά και τον Αριστοτέλη, έχει ως σκοπό ακριβώς αυτό. Την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων επιβολής, με τον ιδεολογικό μανδύα των φιλοσοφικών συστημάτων που τους αποδίδονται.
Εμφανίζονται σε μια περίοδο, όπου όχι μόνο η Αθηναϊκή δημοκρατία αλλά και η μέχρι τότε παραδοσιακή μορφή της πόλης-κράτους, περνάει κρίση. Στον καθένα προσδίδονται διαφορετικά χαρακτηριστικά (φτωχός αθηναίος, σημαντικός αριστοκράτης, στοχαστής «χωρίς πατρίδα»). Αν και για τους τρεις, η πόλη και ο Νόμος θεωρούνταν δεδομένα και απαραίτητα για την ύπαρξη κοινωνικής συνοχής, είναι δεδομένο πως «με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ο φιλοσοφικός στοχασμός αρχίζει να ξεπερνά τα όρια της πόλης. Με τον Αριστοτέλη απλώνει τα φτερά του για να πετάξει πάνω από όλο τον κόσμο, δίχως να εμποδίζεται ή να επηρεάζεται σημαντικά από την κοινότητα της πόλης μέσα από την οποία ξεπήδησε».
Και κυρίως, μέσα από τη σύνδεση της φιλοσοφίας με την επιστήμη, τη στιγμή που η δεύτερη έχει αρχίσει να κάνει τα πρώτα ουσιαστικά βήματα ως τέτοια. Η σπουδαιότητα της επιστήμης άλλωστε είναι δεδομένη για την κυριαρχία, τη στιγμή που (σύμφωνα με τον Πλάτωνα) «κάθε επιστήμη οικοδομεί ένα σύστημα αποφάνσεων που έχουν οικουμενική ισχύ, δηλαδή είναι έγκυρες οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε».
Ο Σωκράτης, (470 – 399)…
…δεν έχει γράψει τίποτε. Ή τουλάχιστον αυτές οι πληροφορίες υπάρχουν. Θεωρείται πως προτιμά να συζητά, παρά να γράφει.
Οι μαρτυρίες που υπάρχουν για τις πράξεις, την φιλοσοφία και το πρόσωπο του, προέρχονται από τον Αριστοφάνη, που τον παρουσιάζει ως σοφιστή, αλλά και ως μελετητή με φυσικά ενδιαφέροντα και άθεο. Από τον Ξενοφώντα, που δίνει μια ηθικολογική εικόνα εμπνευσμένη από τη σκέψη του Αντισθένη καθώς και από τη μαρτυρία του Πλάτωνα.
Ο Σωκράτης είναι Αθηναίος πολίτης, αν και κατάγεται από φτωχή «χαμηλής κοινωνικής τάξης» οικογένεια. Εμφανίζεται ως ο πρώτος των μεγάλων φιλοσόφων και ως εκείνος του οποίου η διδασκαλία θα επηρεάσει κυρίως την πορεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Η εμφάνιση του συμπίπτει με την περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου, και η «πρωτοτυπία» της σκέψης του, οφείλεται κυρίως στο ότι από ένα σημείο και μετά η Αθήνα άρχισε να χάνει τον πόλεμο. Έτσι, η «τεχνική-φυσιολογική» γνώση αναξαγόρειου χαρακτήρα, αποδεικνυόταν τώρα ανίκανη να εξασφαλίσει αρμονία και κοινωνική ευταξία και, επομένως την πρόοδο εκείνη που η ίδια υποσχόταν».
Συναναστρέφεται και έχει σχέση με σοφιστές και μέχρι ένα βαθμό μοιράζονται τις ίδιες πεποιθήσεις. «Η πολιτική είναι μια συγκεκριμένη γνώση: η γνώση που αφορά τη διακυβέρνηση της πόλης».
Η διαφοροποίηση του, ξεκινά με το συμπέρασμα στο ότι αν η πολιτική είναι μια συγκεκριμένη τέχνη στη διακυβέρνηση της πόλης, θα πρέπει να τοποθετούν όσους την κατέχουν και όχι όσοι έχουν άλλη ειδίκευση. Συνεπώς, οι αποφάσεις θα έπρεπε να παίρνονται από πολιτικούς, και όχι από ναυτικούς, κεραμοποιούς κ.λπ. Έτσι, οι τεχνίτες, (ή γενικά όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν για να μάθουν την τέχνη της πολιτικής), δεν έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διαχείριση των κοινών.
Στη συνέχεια, ασχολείται με τους σκοπούς και τις αξίες που θα πρέπει να υπηρετεί η πολιτική. «Τη διοίκηση της πόλης πρέπει να έχουν στα χέρια τους σοφοί και άξιοι άνθρωποι». Η σκέψη του, συμβαδίζει με αυτή του Πρωταγόρα. Εντοπίζει δηλαδή την «αναγκαιότητα συγκρότησης μιας «ad hoc» πολιτικής τέχνης, που να ελέγχει και να καθοδηγεί την κοινωνική δραστηριότητα των τεχνιτών και των βιοτεχνών και να διασφαλίζει την τάξη».
Όμως, ενώ για τον Πρωταγόρα αυτό συνέπιπτε με την ρητορική, για τον Σωκράτη, «συνίστατο ουσιαστικά στην αμφισβήτηση κάθε αξίωσης για απόλυτη γνώση, στην οποία έφτανε μέσω της διαλεκτικής διερεύνησης μιας θέσης, στα πλαίσια ενός διαλόγου». Αυτό που προέκυπτε, ήταν μια κριτική απέναντι στον βασικότερο θεσμό της αθηναϊκής δημοκρατίας, την εκκλησία του δήμου, όπου (χωρίς να είναι γνωστό αν εκφράστηκε ποτέ αυτό ρητά) αυτό που φαίνεται να προτιμούσε ήταν η θεσμική οργάνωση όπου η εξουσία θα αφαιρείται από την συνέλευση και θα δίνεται σε όποιον κατέχει διαλεκτική ικανότητα. Η κριτική αυτή στην εκκλησία του δήμου καθώς και η φιλία με τον Αλκιβιάδη και τον Κριτία (επικεφαλή των τριάκοντα τυράννων), είναι και ο λόγος που του ασκήθηκε αγωγή το 399 από τον Άνυτο (εκπρόσωπο της δημοκρατικής παράταξης) για «αθεϊσμό» και «διαφθορά των νέων»
Η καταδίκη του Σωκράτη σε θάνατο, είχε να κάνει με το ότι «το πρόσωπο του φαινόταν σαν ενοχλητικό ιδεολογικό κατάλοιπο της αποτυχημένης αριστοκρατικής συνωμοσίας», σε μια εποχή μάλιστα που η δημοκρατία υιοθετούσε «εσωτερική αμυντική πολιτική, και μάλιστα σε ιδεολογικό επίπεδο».
Στο δικαστήριο, «αρνήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να συμβιβαστεί με τις πεποιθήσεις των δικαστών που αντιπροσώπευαν την δημοκρατική κουλτούρα. Επέμεινε στην κριτική του περί της ψευδούς γνώσης καί της απουσίας ηθικών αξιών στην πολιτική της πόλης. Επικαλέστηκε περήφανα τη δελφική ρήση για τον εαυτό του, την υπεροχή της ατομικής ψυχής σε σχέση με τις πολιτικές ανάγκες, την κλήση του προς μια αλήθεια ανεξάρτητη από την ιδεολογία της πόλης. Από την άλλη πλευρά, απέναντι στην δυνατότητα φυγής και εξορίας που του προσέφεραν, ακόμη και μετά την καταδίκη, οι αριστοκράτες φίλοι του, εκείνος επανέλαβε την αμετάκλητη προσήλωση του στην πόλη, τον ακλόνητο σεβασμό του προς τους νόμους της, σε συμφωνία με την αυθεντικότερη μορφή της παράδοσης του Σόλωνα. Με λίγα λόγια, επανέλαβε την άρνηση του να παραβιάσει τους κανόνες της πολιτικής συμβίωσης». Άλλωστε, γνωστή η αντίληψη του πως είναι «απαραίτητο να ζούμε με τον Νόμο και να πεθαίνουμε με τον Νόμο».
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ…
Μέσα από τις βάσεις της σωκρατικής διδασκαλίας, ξεπηδούν δύο ρεύματα τα οποία απομόνωναν και διαχώριζαν αυτό που η Σωκρατική διδασκαλία επιχειρούσε να κρατήσει ενωμένο.
Το πρώτο ρεύμα, στηρίζονταν βασικά στον σκεπτικισμό του σοφού για τις αξίες της κοινωνίας που ζει και στην «προοδευτική απομόνωση του φιλοσόφου, τόσο από την επιστημονική γνώση, όσο και από την πολιτική». Εκφραστές/κληρονόμοι αυτής της τάσης, οι λεγόμενοι ελάσσονες Σωκρατικοί, κατά κύριο λόγο οι Κυνικοί. Με την σοφιστική του Ιππία και του Αντιφώντα, το ρεύμα αυτό συγχωνεύεται στον σκεπτικισμό και τον στωικισμό, αντίστοιχα.
Και αυτό, γιατί «…η γενική τάση ήταν προς ένα οικουμενικό κράτος και η ελληνική φιλοσοφία, η οποία καθοριζόταν προηγουμένως από καταστάσεις που εμφανίζονταν σε μια πόλη – κράτος, αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Έτσι, αναπτύχθηκαν οικουμενικά συστήματα όπως ο στωικισμός και ο επικουρισμός, συστήματα που επιχείρησαν να διατυπώσουν φιλοσοφικές θέσεις που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν ή να δικαιολογήσουν τις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των δύο οικουμενικών συστημάτων ήταν η άποψη τους ότι όλοι οι άνθρωποι είχαν ένα κοινό σκοπό και η αποδοχή εκ μέρους τους του γεγονότος ότι, κάτω από τα δεσμά του συστήματος, όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια».
Είναι μια περίοδος κοινωνικών αναταραχών και ανακατατάξεων, όπου η φιλοσοφία στρέφεται σε εσωτερικές αναζητήσεις και κανόνες, προκειμένου να μην υπάρχει ενασχόληση και να προωθηθεί η έννοια της οικουμενικότητας.
Από την άλλη, και σε αντίθεση με τον ατομικισμό και την κατάλυση των εσωτερικών δεσμών με τη ζωή της πόλης που χαρακτηρίζουν το παραπάνω ρεύμα, το δεύτερο έχει να κάνει με την καθαρά θεωρητική παράμετρο της σωκρατικής διδασκαλίας, η «σύλληψη δηλαδή της αρετής ως γνώσης και της φιλοσοφίας ως μεθοδικής έρευνας για το αγαθό και την αλήθεια». Το δεύτερο ρεύμα που επικαλείται τον Σωκράτη, έχει να κάνει με τις φιλοσοφίες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, οι οποίες αναπτύσσουν σε βάθος τη σωκρατική μέθοδο, τόσο τις λογικές πλευρές όσο και τη σύνδεση αγαθού και αλήθειας. Σταδιακά, η σωκρατική κριτική «ξέρω ότι δεν ξέρω» αντικαθίσταται με «πολύπλοκα θεωρητικά οικοδομήματα, ηθικές θεωρίες και πολιτικά σχέδια, με τα οποία ο ίδιος ο Σωκράτης δεν θα μπορούσε σε καμμία περίπτωση να ταυτιστεί».
(συνεχίζεται…)
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 25, Μάϊος 2004