Σχετικά με την Α΄ Παγκόσμια Ανθρωποσφαγή
Καθώς συμπληρώνονται 100 έτη (11 Νοεμβρίου1918-11 Νοεμβρίου 2018) από το πέρας της α’ παγκόσμιας ανθρωποσφαγής, είναι χρήσιμη μία αναδρομή στα αίτια και τις καταστάσεις που οδήγησαν σε αυτήν.
Τα αίτια
Πρώτη δεκαετία του 1900 έως το 1914. Ο πρώτος πιο αιματηρός πόλεμος που βίωσε, μέχρι τότε, η ανθρωπότητα είναι προ των πυλών.
Οι ετοιμασίες για την μεγάλη ανθρωποσφαγή εξελίσσονται υπογείως και σε πολλά επίπεδα.
Το ίδιο χρονικό διάστημα οι κατέχοντες την εξουσία Ευρωπαίοι απολαμβάνουν, ξέγνοιαστοι την ονομαζόμενη «όμορφη εποχή» (belle epoche), με την «κουλτούρα», τις τέχνες, το εμπόριο, τη μόδα, τις νέες τεχνολογίες, την ιατρική-βιολογία, τις εφευρέσεις (ηλεκτρισμός) και τις τηλεπικοινωνίες και μεταφορές, σε έξαρση. Σε απογείωση και η επιδειξιομανία των «ευγενών» στην οποία βασικό ρόλο παίζουν οι οίκοι ραπτικής που επινοούν διαφορετικά (για κάθε αλλαγή εποχής), πανάκριβα ρούχα, γούνες και φανταχτερά καπέλα, τα οποία, απαραιτήτως, πρέπει να επιδειχτούν στα πολυτελή εστιατόρια, όπερες, θέατρα αλλά και καμπαρέ που βρίσκονται σε μεγάλη άνθιση και όπου ρέει η σαμπάνια.
Απ’ την άλλη, ταυτόχρονα, τονίζονται σε κάθε ευκαιρία ο διαφορετικός τρόπος ζωής και τo χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Οι λαϊκές γειτονιές απομακρύνονται από τις περιοχές που ζουν οι εύποροι, οι αστικές συγκοινωνίες και τα μετρό γίνονται τα καθημερινά μέσα μεταφοράς των εργατών σε αντίθεση με τα πολυτελή βαγόνια και τα αμάξια των αφεντικών. Αυτές οι διακρίσεις και, φυσικά, το πολύ χαμηλό οικονομικό επίπεδο και η καταστολή επιφέρουν εντάσεις, συνεχείς διαμαρτυρίες, πορείες, διεκδικήσεις, έξαρση της μετανάστευσης, ιδεολογικές αλλαγές και δημιουργία εργατικών οργανώσεων με έντονη την παρουσία της Δεύτερης Σοσιαλιστικής Διεθνούς.
Προπολεμικά η «ηρεμία» επικρατεί ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις στην Ευρώπη. Ο πόλεμος και οι συγκρούσεις έχουν μεταφερθεί στις μακρινές αποικίες, όπου με την πρόφαση του εκπολιτισμού επιβάλουν με τα όπλα στους γηγενείς λαούς την επικυριαρχία τους. Οι μεγάλες αυτοκρατορίες (Αγγλία, Γαλλία) είναι αυτές που έχουν τις περισσότερες αποικίες και η Γερμανία, Αυστρία, Τουρκία είναι αυτές που επιθυμούν να γίνει ανακατανομή των εδαφών των αποικιών.
Ιδιαίτερα σε ένταση βρίσκονται οι σχέσεις Γαλλίας – Γερμανίας ήδη από τον Γαλλογερμανικό πόλεμο (1870-1871), όπου η Γαλλία χάνει την Αλσατία και τη Λωρραίνη και υποχρεώνεται να αποδώσει τεράστιες αποζημιώσεις στη Γερμανία. Αργότερα η μαροκινή κρίση το 1905 και η κρίση στο Αγκαντίρ το 1911 οδηγούν καθαρά στη σύγκρουση, καθώς η Γερμανία φαίνεται να εμποδίζει την αποικιοκρατική εξάπλωση της Γαλλίας.
Τα οφέλη από το εμπόριο, τους φυσικούς πόρους (πρώτες ύλες) και την, εν γένει, εκμετάλλευση των κατοίκων των αποικιοκρατούμενων χωρών, μεγάλα.
Ακριβώς αυτήν την «ειρηνική περίοδο» για την Ευρώπη, τα ισχυρά κράτη προετοιμάζονται διττά για τον πόλεμο. Αφ’ ενός ρίχνονται σε έναν ξέφρενο ανταγωνισμό όσον αφορά τους πολεμικούς εξοπλισμούς ενώ ταυτόχρονα σχηματίζουν συμμαχίες («Αντάντ»: Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία και «Τριπλή Συμμαχία»: Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία) και αφ’ ετέρου προετοιμάζουν εντατικά τον πληθυσμό, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο και φυσικά τα ΜΜΕ της εποχής, οδηγώντας τον προς τον λαϊκιστικό εθνικισμό και πατριωτισμό, προβάλλοντας ως υπεράνω όλων το «εθνικό συμφέρον» και υμνώντας τον ηρωισμό και την περηφάνια του πολεμιστή που αγωνίζεται για το «δίκιο της »μάνας» πατρίδας». Ο υπερτονισμός των στρατιωτικών αξιών διαχέεται ακατάπαυστα. Παιδάκια ξεχύνονται στους δρόμους «αρματωμένα» παίζοντας «πόλεμο» και παριστάνοντας τους ήρωες νικητές, ενώ το «μιλιτέρ» στυλ επικρατεί ακόμα και στο ντύσιμο.
Σε πολλές χώρες υπάρχουν αντιπολεμικές κινήσεις. Ιδιαίτερα στη Γερμανία κατεβαίνουν στους δρόμους ενάντια στο πόλεμο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Παρ’ όλα αυτά, τελικά, επικρατούν οι εθνικιστικές και μιλιταριστικές λογικές.
Τα σοσιαλδημοκρατικά και αριστερά κόμματα –αρκετά δυναμωμένα εκείνη την εποχή– προσπαθώντας να διατηρήσουν την καρέκλα τους στα κοινοβούλια, στις εφημερίδες και τα ταμεία αλληλεγγύης, συμβαδίζουν με την (–φαινομενικά ομόφωνη– και συγχρόνως εντελώς κατευθυνόμενη) κοινή γνώμη. Η αριστερά της εποχής (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων: των μπολσεβίκων στην Ρωσία και των «Σπαρτακιστών» της Λούξεμπουργκ στη Γερμανία), συνοδοιπορώντας με τα φιλοπόλεμα κόμματα, οδηγεί τον πληθυσμό στην ανθρωποσφαγή που ακολουθεί. Ακόμα και η Σοσιαλιστική Διεθνής, παρ’ ότι έχει με ψηφίσματα και αποφάσεις αντιταχτεί στις φιλοπόλεμες λογικές και έχει προτείνει γενική απεργία σε περίπτωση κήρυξης πολέμου, προτιμά, τελικά, να κρατήσει σιγή ιχθύος. Ο Ζυλ Γκεντ, ο Κροπότκιν, ο Πλεχάνωφ, ο Σορρέλ κ.ά. τάχθηκαν υπέρ του πολέμου.
Αποικίες – κυριαρχία – επέκταση αγορών – πρώτες ύλες
Η δημιουργία αποικιών πριν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο έχει καταντήσει να είναι, για πολλά ευρωπαϊκά κράτη, καθαρά θέμα ισχύος, εθνικού γοήτρου και ανωτερότητας και κυριαρχίας. Μέσω των αποικιών τους, έχουν τον έλεγχο των θαλασσών και συνεπώς τον απρόσκοπτο εφοδιασμό των πολεμικών και εμπορικών τους πλοίων αλλά και των χερσαίων εμπορικών δρόμων.
Επίσης, στην Ευρώπη του 1870 έως 1914 οι βιομηχανίες ανθούν και παράγουν συνεχώς νέα προϊόντα. Η Ευρώπη ως αγορά υπερπληρούται και δημιουργείται έτσι, αφ’ ενός, η τάση επεκτάσεως των αγορών και αφ’ ετέρου η ανάγκη ευρέσεως νέων υλών (μεταλλεύματα, μαλλί, πετρέλαιο) για τις βιομηχανικές ανάγκες.
Οι ευρωπαίοι φροντίζουν με την προπαγάνδα να πείσουν για την αναγκαιότητα, αλλά και την «ιερότητα» των επιδρομών και, έτσι, οι λεηλασίες γίνονται με την ευχή της κοινής γνώμης της μητρόπολης.
Γι αυτόν το λόγο, ακολουθούν συγκεκριμένο σύστημα: Πρώτοι αποστέλλονται οι εξερευνητές, αμέσως μετά οι ιεραπόστολοι, οι οποίοι καταφθάνουν για να «εκπολιτίσουν και να «φωτίσουν» τους γηγενείς πληθυσμούς και τέλος οι έμποροι αναζητώντας νέες αγορές. Μαζί με τους τελευταίους πραγματοποιείται η στρατιωτική επιδρομή, η οποία επιβάλει τον έλεγχο και την κυριαρχία. (Άλλη μέθοδος είναι να προηγείται η υποταγή και λεηλασία των γηγενών με στρατιωτικά μέσα και να ακολουθεί η οικονομική επιβολή).
«Σας παρουσιάζω το υπερήφανον δήθεν χριστιανικόν έθνος που επιστρέφει λερωμένο, μουντζουρωμένο και χωρίς τιμή, από τις πειρατικές επιδρομές του εις το Κιάο-Τσέου, εις την Μαντζουρίαν, εις την Νότιον Αφρικήν και εις τα Φιλιππίνας, με την ψυχήν γεμάτι αθλιότητας, τις τσέπες γεμάτες άτιμα αποκτημένα λεπτά, με στόμα που ξεχειλίζει από θρησκευόμενες υποκρισίες. Δώστε του σαπούνι, εσώρρουχα, αλλά φροντίστε να του κρύψετε τον καθρέφτη»[1].
Οι Ευρωπαίοι κατακλέβοντας και απομυζώντας τον πλούτο των αποικιών ενισχύονται οικονομικά, και, παράλληλα, θεωρούν –μέσω της στρατιωτικής τους επιβολής και της υποτίμησης των «πρωτόγονων» πολιτισμών–, ότι υπερτερούν πολιτισμικά. Επίσης, ενισχύεται συνεχώς η στρατιωτική ισχύς και εκπαίδευση. Ο στρατός πρέπει να είναι σε συνεχή ετοιμότητα, αφού πολλοί λαοί αντιδρούν και επαναστατούν στην υποδούλωση και τη λεηλασία προσπαθώντας να απωθήσουν τους κατακτητές.
«Το βιομηχανικό δυναμικό κάθε έθνους αναγκάζεται να παράγει, να υπερπαράγει. Αυτή την υπερπαραγωγή πρέπει να τη διαθέσουμε. Κι έτσι ριχνόμαστε στις παγκόσμιες αγορές ενώ κλείνουμε τη δική μας αγορά με προστατευτικά μέτρα. […] Έτσι με φυσική νομοτέλεια, η μία χώρα βαδίζει εναντίον της άλλης, συγκρούεται μαζί της. Ποια θα εξασφαλίσει την οριστική υπεροχή των εθνικών βιομηχανικών της προϊόντων και με ποιο τρόπο; […] Μήπως με πόλεμο; Η Αγγλία και η Γερμανία αλληλοΰποβλέπονται· ο πόλεμος είναι η μόνη τους λύση»[2].
Θεωρούν, λοιπόν, τον πόλεμο ως λύση, ως εύκολη λύση αφού πιστεύουν ότι θα κρατήσει το πολύ … 6 μήνες… «Ως τα Χριστούγεννα θα είμαστε σπίτια μας».
Η πλεονεξία, το εύκολο κέρδος, το γόητρο και η αλαζονεία προκαλούν έντονο ανταγωνισμό και τυφλώνουν τα Ευρωπαϊκά κράτη. Η Γερμανία[3] (με τεράστια οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια), θεωρεί εαυτόν αδικημένο και ζητά αναδιανομή και το μερίδιό της στην πίττα, υποβλέποντας τα αποικιακά εδάφη της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ο ανταγωνισμός για υπεροχή και επέκταση των αποικιών αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες του Α’ παγκόσμιου πολέμου και τα ευρωπαϊκά κράτη πληρώνουν ακριβά αυτήν την τακτική. Το σφοδρό αιματοκύλισμα που ακολουθεί, μεταφέρει τον πόνο, την αγωνία και το θάνατο, από τις αποικίες, μέσα στα Ευρωπαϊκά εδάφη.
«Τρως, πίνεις δίπλα στους νεκρούς, κοιμάσαι ανάμεσα στους ετοιμοθάνατους, γελάς και τραγουδάς συντροφιά με τα πτώματα […]. Οι νεκροί ήταν χωμένοι στα τοιχώματα των χαρακωμάτων, κεφάλια, πόδια και κορμιά μισά, έτσι όπως τα είχανε παραμερίσει οι αξίνες και τα φτυάρια της ομάδας που έσκαβε»[4].
Βαλκάνια
Μετά την ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1877 από τη Ρωσία και τη συρρίκνωσή της με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου δημιουργούνται πολλά νέα βαλκανικά κράτη. Το 1878 ο Βίσμαρκ καλεί το «Συνέδριο των Δυνάμεων» στο Βερολίνο (κανένα βαλκανικό κράτος δεν εκπροσωπήθηκε στο Συνέδριο), όπου ξαναμοιράζεται η πίτα των Βαλκανίων ως εξής: Η Κων/πολη παραμένει στην Τουρκία, η Αυστροουγγαρία αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και την επαρχία Νόβι Παζάρ, στη Βρετανία παραδίδεται η Κύπρος, στην Ελλάδα η Θεσσαλία, δημιουργείται ένα μικρό Βουλγαρικό κράτος, ενώ αναγνωρίζεται η πλήρης ανεξαρτησία Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου.
Η νέα κατάσταση δεν αρέσει στην Αυστροουγγαρία, διότι τα νέα βαλκανικά κράτη τίθενται ευνοϊκά προς τις απελευθερωτικές διεκδικήσεις των μειονοτήτων που ζουν στην επικράτειά της και στη έξαρση του εθνικισμού και του πανσλαβισμού. Απ’ την άλλη η Ρωσία (η οποία δημιουργεί πανίσχυρο στόλο στην Μαύρη Θάλασσα και επιθυμεί διέξοδο προς τη Μεσόγειο) θεωρεί τον εαυτό της προστάτη και υποστηρικτή των ορθόδοξων σλάβων. Έτσι δημιουργείται ένταση και ανταγωνισμός μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας σε σχέση με την κυριαρχία στα Βαλκάνια.
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά η κατάσταση συνεχίζει να είναι τεταμένη στα Βαλκάνια. Τον Φεβρουάριο του 1912 υπογράφεται η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία και Ελλάδα) υπό το βλέμμα της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ – Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία). Ο πόλεμος ανάμεσα στα μεγάλα ευρωπαϊκά αποικιοκρατικά κράτη ετοιμαζόταν ήδη και τα Βαλκάνια ήταν περιοχή ζωτικής σημασίας. Η Αγγλία άλλαξε τακτική και δεχόταν τις αλλαγές στα Βαλκάνια, η Γαλλία τις ευνοούσε και η Ρωσία συνέταξε συμμαχία των οθωμανικών και βαλκανικών κρατών ενάντια στην Αυστροουγγαρία (τη σύμμαχο της Γερμανίας).
Η Βαλκανική Συμμαχία προσπαθεί να πιέσει την Τουρκία για αυτονομία στις περιοχές Μακεδονία και Αλβανία, αυτή αρνείται και το 1912 ξεσπά ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος. Η Βαλκανική Συμμαχία επιτίθεται στην Τουρκία και αποσπά το Κοσσυφοπέδιο, τη Μακεδονία και μεγάλο μέρος της Θράκης, ενώ παραχωρείται στην Ελλάδα η Κρήτη.
Ένα χρόνο μετά οι νικητές διαφωνούν στη μοιρασιά και οδηγούνται στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο με τη Ρουμανία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία να κερδίζουν εδάφη, τη Βουλγαρία να χάνει μεγάλο μέρος των εδαφών που είχε καταλάβει και την Ελλάδα να προσαρτεί μεγάλο τμήμα της Ηπείρου και κάποιες διαφιλονικούμενες περιοχές της Μακεδονίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία απωθείται από την Ευρώπη και δημιουργείται το Αλβανικό κράτος. Ο γεωπολιτικός χάρτης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αλλάζει.
Η Αυστροουγγαρία αποκτά ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Οι μειονότητες που ζουν στη χώρα αντιδρούν διαρκώς, με τη Σερβία να τις υποστηρίζει. Η Αυστρία το 1912 αποφασίζει να αντιδράσει με πόλεμο κατά της Σερβίας, αλλά η σύμμαχός της Γερμανία ζητά να δοθεί χρονικό περιθώριο για τη δημιουργία δυνατότερου γερμανικού ναυτικού.
Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος αναβάλλεται για δύο χρόνια. Όλα τα κράτη προετοιμάζονται…
Όταν όλοι είναι έτοιμοι, επιλέγεται ως αφορμή για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου η εκτέλεση στο Σεράγεβο της Βοσνίας του διαδόχου της Αυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου από νεαρό Σέρβο εθνικιστή.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 143, Νοέμβριος 2014
[1] Μαρκ Τουαίν
[2] Α. Μερχέμ, Η εργατική ζωή, 1911.
[3] Η αποικιακή εξάπλωση έχει ως εξής: Μ. Βρετανία: τεράστια αποικιακή επικράτεια. Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Νότια Αφρική κ.ά. Γαλλία: Ιδιαίτερα στην Αφρική (Τυνησία, Σενεγάλη, Αλγερία, Μαρόκο, Μαυριτανία κ.ά.) και επίσης Ινδοκίνα, Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη. Ρωσία: Βόρεια Ασία μέχρι ακτές του Ειρηνικού. Βέλγιο, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Γερμανία μικρές αποικίες κυρίως στην Αφρική η οποία είχε ολοσχερώς (90%) μετατραπεί σε αποικία διαφόρων κρατών.
[4] A. Horne, Ιστορία του 20ού αιώνα