Συνέντευξη (αρχείου) Θ. Μικρούτσικου σε Λ. Βατικιώτη: «Η συνεχής σύγκρουση του ποιοτικού με το ευτελές τραγούδι»
Με αφορμή την συμπλήρωση τριών ετών από τον θάνατο του Θάνου Μικρούτσικου (13 Απριλίου 1947 – 28 Δεκεμβρίου 2019) αναδημοσιεύουμε συνέντευξη του συνθέτη που με την μουσική του σημάδεψε την εποχή μας. Η συνέντευξη δόθηκε το 2007 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πριν.
Λόγος βαθύς, ιδεολογικός, ένα εξαιρετικά ντοκουμέντο για την μουσική και το τραγούδι, τη σχέση μορφής και περιεχομένου, όλα αυτά που ξεχωρίζουν το δικό μας τραγούδι από το άλλο!
– Ποιο είδος τραγουδιού κυριαρχεί στη σύγχρονη δισκογραφική παραγωγή;
– Απαιτείται μια ιστορική αναδρομή. Ανέκαθεν στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, «έτρεχαν» δύο τραγούδια. Κατ’ αρχήν το τραγούδι που ακουμπούσε στην ελληνική κουλτούρα και από πλευρά ονομάτων (επιλεκτικά αναφέροντας ορισμένα) προσδιοριζόταν από πρόσωπα όπως ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’40, ο Θεοδωράκης στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η γενιά στην οποία τελευταίος εκπρόσωπος είμαι εγώ με δημιουργούς όπως ο Ξαρχάκος, ο τότε Μαρκόπουλος, ο Σαββόπουλος, ο Λοΐζος και ο Μούτσης, και ακολούθως, αρχής γενομένης από τον Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, που εμφανίζονται δισκογραφικά το 1985, η νεότερη γενιά τραγουδοποιών και, τέλος, η νεότατη γενιά που ξεκινάει το 2000 και φτάνει σήμερα. Όλοι εμείς θεωρώ ότι είμαστε μια αλυσίδα με μικρότερους ή μεγαλύτερους κρίκους που τα τραγούδια μας ακουμπάνε στην ελληνική κουλτούρα.
Αν δεις λοιπόν ιστορικά, ξεκινώντας πάλι από το 1948 – ’50, «έτρεχε» παράλληλα ένα άλλο τραγούδι, το λεγόμενο ελαφρό τότε, που παρότι φτιαχνόταν από μάστορες μουσικούς, όχι όπως σήμερα, δεν έπαυε να είναι ελαφρό. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Κατάγομαι από την Πάτρα και είμαι γόνος αστικής οικογένειας αν και ο πατέρας μου επέστρεψε τη δεκαετία του ’30 από την Αθήνα κομμουνιστής. Ήταν μάλιστα το μαύρο πρόβατο της οικογένειας και της πόλης των Πατρών. Από 4 – 5 χρονών που ήμουν μ’ έπαιρνε βόλτα και μου έλεγε «σήμερα θα σου εξηγήσω ποια είναι η διαφορά μεταξύ κομμουνισμού και σοσιαλισμού». Το 1953 τον θυμάμαι ανήσυχο να σηκώνεται τα πρωινά νωρίς, 6.00 – 6.30, και να ακούει ραδιόφωνο. Μια μέρα που σηκώθηκα, Κυριακή πρέπει να ήταν αν θυμάμαι καλά, ακούω στο σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων μια βροντερή φωνή να λέει: «Σήμερον εκτελέσθηκε ο κομμουνιστής Νικόλαος Μπελογιάννης». Βάζει τελεία στο Νικόλαος Μπελογιάννης και αμέσως πέφτει τραγούδι από το σταθμό:
Άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα,
άστα να ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά…
Ένα ωραίο τραγούδι, ελαφρό. Δεν φταίει το τραγούδι που από τότε εγώ το έχω στο μυαλό μου τόσο απωθητικά! Η μετεμφυλιακή εποχή όμως ήταν μια εποχή πολύ σκληρή για την Ελλάδα με φυλακές, εξορίες και εκτελέσεις. Η κοινωνία προσπαθούσε να λειτουργήσει είτε με μικροαστικά τραγούδια, τα αρχοντορεμπέτικα, είτε με τραγούδια ελαφρά. Η λειτουργία τους όμως ήταν αυστηρά προκαθορισμένη. Και πολύ σωστά ο Μίκης Θεοδωράκης το 1961, όταν κάποιοι της λεγόμενης σοβαρής μουσικής τον κατηγόρησαν πως ασχολείται με τραγουδάκια με αφορμή τη δεύτερη εκτέλεση του Επιταφίου από τον Μπιθικώτση και του συνέστησαν πως «εσύ ο σοβαρός συνθέτης, αν θέλεις να ξεδώσεις γράψε ένα ελαφρό τραγούδι», έκανε μια περίφημη δήλωση: «Το ελαφρό τραγούδι είναι για να ξεχνάμε. Το λαϊκό τραγούδι για να θυμόμαστε»! Από κείνα τα χρόνια λοιπόν «έτρεχε» το ελαφρό.
Στη διάρκεια της δικτατορίας είχαμε το μικροαστικό τραγούδι του στυλ «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά», «Ο Γιώργος είναι πονηρός» και «Ο Σταμούλης ο Λοχίας», λόγω και των Συνταγματαρχών, με συνθέτη τον Γιώργο Κατσαρό για να μην ξεχνιόμαστε… Μετά τη δεκαετία του ’70, όταν λόγω της μεταπολίτευσης κυριάρχησε το πολιτικό τραγούδι, ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 ένα γλυκερό τραγούδι για να καταλήξουμε τη δεκαετία του ’90, με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ιδίως του ηλεκτρονικού Τύπου και της τηλεόρασης που με τεράστια δύναμη μπορεί και επιβάλλει συνήθειες στον ελληνικό λαό και ειδικότερα τη νέα γενιά, σε αυτό το τυποποιημένο, ευτελές new life style τραγούδι. Είναι το τραγούδι με το οποίο μας βομβαρδίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ από την τηλεόραση με Βισσοβανδήδες, Μαζωνάκηδες, Ρουβάδες, κ.λπ.
Στην Ελλάδα λοιπόν, για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν υπάρχουν καλά και κακά τραγούδια. Τρέχουν δύο τραγούδια. Βεβαίως και μέσα στο ευτελές υπάρχουν κάποιοι ταλαντούχοι, όπως και στο δικό μας υπάρχουν κάποιοι μέτριοι. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα, αλλά οι κατευθύνσεις που είναι εντελώς διαφορετικές!
Έπρεπε να πω όλα τα παραπάνω για να έρθει αυτονόητη η απάντηση, στο ερώτημα τι τραγούδι έχουμε σήμερα: έχουμε και τα δύο! Απλώς, επιβάλλεται μέσω της εικόνας το ευτελές. Το ότι όμως υπάρχει έντονο το άλλο τραγούδι, το δικό μας, με τους νεώτερους συναδέλφους και τραγουδοποιούς και τους νεότατους από το 2000 και μετά αυτό είναι σαφές!
– Ποιες είναι οι προοπτικές;
– Οφείλω να σου πω, εν έτει 2007, ότι υπάρχει μια μεγαλύτερη αισιοδοξία σε σχέση με το παρελθόν γιατί βλέπω ότι ο κόσμος μπούχτισε τόσο πολύ αυτό το βάρβαρο τυποποιημένο πράγμα που, δεν θα πω ξαναγυρίζει γιατί είναι πολύ αργές οι κινήσεις, αλλά μας δίνει πολύ περισσότερο χώρο. Δεν μας δίνει χώρο μόνο το κοινό των συνειδητοποιημένων ή των ανθρώπων της δικής μου ηλικίας, αλλά μας δίνουν χώρο και νέα παιδιά. Παράδειγμα: Ο Μητσιάς, ο Κούτρας, η Ρίτα Ανατωνοπούλου και εγώ πήγαμε πάρα πολύ καλά στη Θεσσαλονίκη κι ετοιμαζόμαστε να κάνουμε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, αρχής γενομένης από τον Λυκαβηττό στις 6 Ιουνίου, με την επιτυχία να είναι σχεδόν προεξοφλημένη. Ο Χρίστος Θηβαίος με τον Γιώργο Ανδρέου πήγαν εξαιρετικά. Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Γκαζάρτε πήγε εξαιρετικά. Για τον Αλκίνοο Ιωαννίδη ψάχνεις να βρεις θέση στο Ζυγό και δεν μπορείς. Ο Μαχαιρίτσας πήγε εξαιρετικά. Το ίδιο και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Όλοι οι εκπρόσωποι δηλαδή της από δω μεριάς πήγαν εξαιρετικά!
– Κλείνει δηλαδή ένας κύκλος υποχώρησης;
– Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος ώστε να μιλήσω για ανατροπή αυτής της κατάστασης, γιατί ξέρω ότι δεν ανατρέπεται εύκολα αυτό το εργαλείο – η εικόνα, που ανήκει στην άρχουσα τάξη, χωρίς αυτό να είναι παλιομοδίτικο ή παλαιομαρξισμός.
Στο καπιταλιστικό σύστημα ανέκαθεν υπήρχε ένας ενιαίος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους που συναπαρτιζόταν από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Τη δεκαετία του ’50 και του ’60 αυτοί οι μηχανισμοί προσπάθησαν να διατηρήσουν την εξουσία της άρχουσας τάξης χρησιμοποιώντας το σχολείο και την εκκλησία. Να αναφέρω για παράδειγμα ότι στα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονταν στα σχολικά βιβλία απουσίαζε όχι μόνο ο Ρίτσος, αλλά ακόμη και ο Καβάφης, ο Σεφέρης, τα σπουδαία ποιήματα του Βιζυηνού και πολλοί ακόμη μεγάλοι έλληνες ποιητές. Πάντα ήταν κάτι επιδερμικά, εθνικοπατριωτικά ποιήματα με σκοπό να ενσταλάξουν στη συνείδηση των παιδιών αυτό το στοιχείο. Το ίδιο επίσης γινόταν με τα κατηχητικά σε όλη την περιφέρεια. Με το πέρασμα του χρόνου αυτό άλλαξε. Όχι από μόνο του.
Η ορμητική εισβολή των γεγονότων της Κίνας, του Μάη του ’68 στη Γαλλία, του μεγαλειώδους αντιπολεμικού κινήματος στην Αμερική ενάντια στην επίθεση στο Βιετνάμ και η συχνότερη επαφή της ελληνικής κοινωνίας με άλλες δεν επέτρεπαν πλέον στον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους να συνεχίσει να λειτουργεί όπως παλιότερα. Τότε ήρθε η εικόνα να παίξει αυτό το ρόλο με την τρομακτική δύναμη που διαθέτει να δημιουργεί συνήθειες στην καθημερινότητά μας καθώς επιδρά ακατάπαυστα, από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Ο μηχανισμός του κράτους λειτουργεί λοιπόν μέσω της εικόνας στηρίζοντας εκείνο το τραγούδι που λέει ότι είναι …όλα καλά στην κοινωνία. Αυτό μάλιστα επιδιώκουν και καταφέρνουν να μη λέγεται μόνο με το κείμενο, αλλά και με τη χειρονομία. Όταν πέφτει δηλαδή η διαφήμιση και ο 16αρης βλέπει έναν όμορφο γιάπη μοντέλο, συνοδευόμενο από μια ωραιότατη κοπέλα, πλάι σε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο και ενώ ακούγεται κάτι για Μύκονο, είναι σαν να του λένε …μπορείς!
Το ίδιο συμβαίνει και με την τηλεόραση. Έμαθα ότι στο Super Deal δήλωσαν συμμετοχή 600.000 νεοέλληνες για να πάρει ένας τα λεφτά. Σε όλους αυτούς λένε «εσύ μπορείς». Και αυτοί, ξέροντας ότι δεν γίνεται τίποτε πηγαίνοντας όλοι μαζί, πάνε μόνοι τους. Παλιά όμως όσο υπήρχε το κίνημα της δεκαετίας του ’60, του αντιδικτατορικού αγώνα, της μεταπολίτευσης, κυριαρχούσε το «εμείς». Για να συνεχιστεί λοιπόν η εδραίωση της εξουσίας πριμοδοτείται το κατάλληλο τραγούδι. Γι’ αυτό προβάλλονται τόσο πολύ η Βίσση, η Βανδή και ο Ρουβάς που τραγουδάει το «Όλα καλά», εις βάρος του άλλου, του δικού μας τραγουδιού. Πρέπει να ξεκαθαρίσω όμως ότι το άλλο τραγούδι, το δικό μας υπάρχει!
Υπάρχει όχι μόνο ως μνήμη, αλλά και ως σήμερα. Σου το λέω κατ’ αρχήν από προσωπική εμπειρία λόγω του ότι συνεχίζω να γράφω καινούργια πράγματα. Δεν είναι μόνο ο Καββαδίας. Είναι «ο Άμλετ της σελήνης», το «Υπέροχα Μονάχοι» κ.α. Είναι όμως και πολλοί ακόμη συνάδελφοί μου, κυρίως νεότεροι.
– Σε αυτή την πορεία, που συνεχίζεται αδιάλειπτα από τον Τσιτσάνη μέχρι σήμερα, πέρα από τους μικρούς και μεγάλους κρίκους, δεν σημειώθηκαν και βαθιές τομές; Ρωτάω πιστεύοντας πως αν το κολοσσιαίο, αισθητικά και πολιτικά, έργο του Θεοδωράκη εξέφρασε και ξεπέρασε ταυτόχρονα τις πολιτικές συγκρούσεις και τον λαϊκό πολιτισμό της δεκαετίας του ’60, η δική σου δημιουργία ήρθε να εκφράσει τις ελπίδες για νίκη που γέννησε ο πολιτικός ριζοσπαστισμός της δεκαετίας του ’70 και ταυτόχρονα τις πιο σύγχρονες και πρωτοποριακές αισθητικές φόρμες από τον παγκόσμιο πολιτισμό…
– Πράγματι. Για να το πετύχω αυτό έπρεπε κατ’ αρχήν να σεβαστώ ότι είχε προηγηθεί – και ακόμη και σήμερα δηλώνω ότι χωρίς τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη δεν θα υπήρχα – και στη συνέχεια όμως να το ανατρέψω. Να διευρύνω τα όρια που είχαν κατακτηθεί.
Τα «Πολιτικά τραγούδια» που ήρθαν αμέσως μετά την πτώση της χούντας, σαν φόρμα ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό απ’ ότι υπήρχε πριν. Θες το χτύπημα; Το μπιτ; Τα πνευστά; Η επιθετικότητά τους; Ήταν πάντως κάτι εντελώς διαφορετικό όχι μόνο λόγω της διαφορετικότητας των ποιητών που μελοποίησα, αλλά ήταν ο τρόπος του, η φόρμα.
Για μας που πιστεύουμε ότι ο Μαρξ έφερε τα πάνω – κάτω, και εγώ συμμερίζομαι βαθιά αυτή την άποψη χωρίς να συνδέω τη φιλοσοφία και τη μέθοδο του Μαρξ με τα όσα συνέβησαν στην Ανατολική Ευρώπη, η φόρμα αποτελεί αποκρυσταλλωμένη κοινωνική εμπειρία. Δεν είναι το έτσι θέλω του Μικρούτσικου ή το έτσι θέλω του Χατζιδάκι ή, ακόμη πιο βαρύγδουπα, το έτσι θέλω του Μπετόβεν. Βεβαίως χρειάζεται η ιδιοφυία του Μπετόβεν αλλά ο Μπετόβεν δεν θα μπορούσε να κάνει ότι έκανε αν δεν ζούσε εκείνη την εποχή, στο πλαίσιο συγκεκριμένων συνθηκών.
Το 1975 λοιπόν που βγαίνουν τα «Πολιτικά τραγούδια», η κοινωνική εμπειρία που περιέκλειε το πάθος της εποχής, η πτώση της δικτατορίας, το θέλω της νέας γενιάς εκφράστηκε με αυτό τον τρόπο, αποκρυσταλλώθηκε σε εκείνη τη φόρμα.
Στο τραγούδι ή το έργο τέχνης η φόρμα και το περιεχόμενο δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα. Δεν είναι δηλαδή η φόρμα το ποτήρι και το περιεχόμενο το ποτό που ρίχνεις μέσα. Φόρμα και περιεχόμενο είναι και το αυτό, δεν διακρίνονται. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός του Ζντάνοφ που επικράτησε τη δεκαετία του ’30 και του ’40 στην τότε γραφειοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης ερμήνευσε τη διαλεκτική φόρμας και περιεχομένου με το σχήμα του ποτηριού με το ποτό. Ο Μπρεχτ το αρνήθηκε και επέκρινε αυτή την άποψη υποστηρίζοντας την ενότητα μορφής και περιεχομένου. Για παράδειγμα, έχεις το ποίημα «Τους έχω βαρεθεί», του Μπίρμαν. Αν το διαβάσεις, αντιλαμβάνεσαι δύο βασικές ιδέες. Όταν το ακούσεις μελοποιημένο από μένα σού εμφανίζονται άλλες δύο κρυμμένες πλευρές. Αν δεν συνέβαινε αυτό τότε η μελοποίηση θα ήταν μια σκέτη υπόκρουση.
Αυτό που έφερα ήταν αυτό το νέο πράγμα όπως το διατύπωσες, συν την διεύρυνση των ορίων του ελληνικού τραγουδιού, με έργα όπως η «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ», η «Καντάτα για τη Μακρόνησο», κ.α. Ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις δηλαδή πήραν τον Τσιτσάνη και με τη βοήθεια της δυτικής μουσικής και διεύρυναν τα όρια του και μετά ήρθε η δική μου γενιά και εγώ ως τελευταίος έσπρωξα τα όρια.
Το πρόβλημα της επιβίωσης το μεγαλύτερο εμπόδιο για τους καλλιτέχνες
– Ποια είναι τα διλήμματα και τα εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει ένας καλλιτέχνης ο οποίος επάνω στη δουλειά του δεν θέλει να συμβιβαστεί με την ευτέλεια που περιέγραψες πριν;
– Σε ότι αφορά εμένα δεν είχα ποτέ διλήμματα. Όσες προτάσεις μου έγιναν στο τραγούδι, το θέατρο και αλλού, οι οποίες όχι απλά ακούμπαγαν στο ευτελές αλλά θα μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί ότι ακουμπάνε τις απέρριψα. Για τους νεότερους όμως υπάρχουν τεράστια διλήμματα και μπορώ να τους καταλάβω.
– Το εύκολο χρήμα και η δόξα;
– Όχι! Η ίδια η επιβίωση! Δεν νοείται σήμερα δύο τόσο σημαντικοί καλλιτέχνες όπως ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας να βγάζουν με δυσκολία τα προς το ζην. Και όμως αυτό συμβαίνει, ειδικά στη νέα γενιά.
– Ποιος ευθύνεται;
– Μια σειρά παράγοντες. Με τη δισκογραφία να πεθαίνει και τις τηλεοράσεις να είναι κλειστές, μοναδική διέξοδος παραμένουν οι ζωντανές εμφανίσεις που όμως δεν επιτρέπουν σε έναν καλλιτέχνη να ζήσει αξιοπρεπώς. Επιστρέφουμε και πάλι στα κριτήρια που δημιουργεί η τηλεόραση στην κοινωνία και στους κανόνες που δημιουργούνται στη συνέχεια στην αγορά. Για να φανούν οι ευθύνες της τηλεόρασης αλλά και οι δυνατότητες αλλαγής της σημερινής κατάστασης υπενθυμίζω ένα πείραμα που είχε γίνει τη δεκαετία του ’70 από την τηλεόραση του BBC όταν τα σίριαλ που έπαιζε ήταν κυρίως αριστουργήματα της εγγλέζικης λογοτεχνίας. Η τηλεθέαση άγγιζε ακόμη και 50%! Το κοινό λοιπόν διαμορφώνεται! Και σήμερα διαμορφώνεται με τέτοιους όρους ώστε οι νεότεροι εκπρόσωποι αυτής της αλυσίδας που περιέγραψα πρωτύτερα να μένουν απ’ έξω!
Είναι επίσης και ένα ζήτημα υμών, των μέσων δηλαδή που βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα και ενός συνειδητοποιημένου κοινού να στηρίξει αυτές τις προσπάθειες.
– Ποιες είναι οι ευθύνες των δισκογραφικών;
– Οι δισκογραφικές εταιρείες ποτέ δεν συγκαταλέγονταν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, όπως η εκκλησία, το σχολείο και η τηλεόραση. Οι δισκογραφικές είναι κεφαλαιοκρατικοί οργανισμοί που το μόνο το οποίο τους ενδιαφέρει είναι να βγάζουν λεφτά. Στη μεταπολίτευση είδαν ότι μπορούν να βγάλουν από μας και μας άλλαξαν τον αδόξαστο. Έγιναν 74 εκδόσεις του Θεοδωράκη σε λίγα χρόνια! Οι δισκογραφικές εταιρείες λοιπόν ακολουθούν, δεν χαράσσουν τον δρόμο. Εκτός δε των άλλων και για λόγους δε που δεν είναι του παρόντος είναι σε πλήρες αδιέξοδο και στα όρια του κλεισίματος.
– Ποια είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ευτελούς τραγουδιού; Με ποιους όρους τίθεται η διαχωριστική γραμμή στο στίχο, τη μουσική, την ερμηνεία;
– Πριν το στίχο ή τη μουσική είναι η …χειρονομία! Είναι αλλιώς, ακόμη και πριν ανοίξουν το στόμα τους, να βλέπεις τη χειρονομία του Γιάννη Κούτρα και αλλιώς τη χειρονομία του Ρέμου. Βλέπεις τον Ρουβά και πριν ξεκινήσει να τραγουδάει έχει πίσω του τέσσερις όμορφες κοπέλες, δεσμίδες φωτός και ντάμπα – ντάμπα – ντάμπα. Αν αλλάζοντας κανάλι πέσεις πάνω στον Ρουβά του Περού θα δεις ακριβώς τα ίδια πράγματα: τέσσερις όμορφες, δεσμίδες φωτός και ντάμπα – ντάμπα – ντάμπα. Αυτό συμβαίνει γιατί όλοι είναι κακέκτυπα του Ρίκι Μάρτιν που κατασκεύασε η αμερικανική βιομηχανία. Σε μας δεν συμβαίνει αυτό, γιατί ο καθένας, μέτριος ή καλός και πέραν των επιρροών του, είναι ένα πρόσωπο.
Ερχόμαστε τώρα στο τραγούδι. Το δικό μας κείμενο έχει ποιητικές αποχρώσεις, πέραν του κοινωνικού προβληματισμού και του πολιτικού προσδιορισμού. Οι «Τρύπιες σημαίες» των Κατσιμιχαίων είναι ένα έξοχο σύγχρονο πολιτικό τραγούδι. Με ανατριχιάζει επίσης το τραγούδι του Αγγελάκα, «Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ». Πρόκειται για συγκλονιστικό πολιτικό τραγούδι. Ίσως το ωραιότερο των δύο τελευταίων χρόνων.
Τελευταίο, είναι πως το ευτελές τραγούδι περιστρέφεται γύρω από το εγώ, την απομάκρυνση και το ξεχώρισμα του ατόμου από τη συλλογικότητα, του εγώ από το εμείς, είναι η ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου. «Εσύ μπορείς να πετύχεις» είναι σαν να επαναλαμβάνει διαρκώς. Μέσα σε αυτό το σύνολο, υπάρχουν ορισμένα τραγούδια που είναι ακραία αντιδραστικά, όπως του Σάκη Ρουβά που τα βρίσκει «Όλα καλά» μέσα σε αυτή την κοινωνία, ή εκείνου που βγαίνει με τη γούνα, του Μαζωνάκη, για να μιλήσει για την αντίθεση των δυτικών συνοικιών με τα βόρεια προάστια. Μιλάω ειλικρινά αν δεν ήταν τόσο ασήμαντοι, θα χειροδικούσα…
– Τι είναι αυτό που κάνει το «Σταυρό του Νότου» τρεις δεκαετίες μετά να εξακολουθεί να συνεγείρει;
– Δύο είναι οι λόγοι. Ο πρώτος, που έχει και τη μικρότερη σημασία, αφορά εμένα, τη μουσική, δηλαδή. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1979. Από το ’77, που γράφτηκαν τα πρώτα, τα τραγούδια μουσικά αλλάζουν συνεχώς, όχι με την έννοια της ενορχήστρωσης. Αλλά, μένοντας απαράλλαχτος ο πρώτος πυρήνας, αλλάζει ορισμένες φορές η μελωδία, αλλάζουν σαφώς οι αρμονικές διατάξεις, εκατό τοις εκατό ο ρυθμός και, τέταρτο, δημιουργούνται ορισμένοι ελεγχόμενοι αυτοσχεδιασμοί. Αυτή η αλλαγή επιτρέπει στα τραγούδια να πλάθονται στο κάθε φορά σήμερα. Περιττό να πω ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει σε όλα τα τραγούδια γιατί το ίδιο το τραγούδι πρέπει να το επιδέχεται. Η δυνατότητα μετάλλαξης βρίσκεται στον πυρήνα του τραγουδιού. Σε αυτά τα τραγούδια όπως τα έφτιαξα τότε υπάρχει η δυνατότητα μετάλλαξης του. Η πρώτη αιτία λοιπόν, είναι ότι ο ήχος κάθε φορά είναι σημερινός.
Ο δεύτερος λόγος που αφορά τους ίδιους τους στίχους είναι ο σημαντικότερος. Ο Καββαδίας δεν είναι ο σημαντικότερος έλληνας ποιητής, με βάση τις κρίσεις που υπάρχουν σήμερα, έχει όμως κάτι που ξεχωρίζει. Όταν διαβάζεις ας πούμε Καβάφη που θεωρείται μέγιστος ποιητής προσδιορίζεται ο τόπος, Αλεξάνδρεια, και ο χρόνος, κυρίως αρχές του 20ου αιώνα. Ο Ρίτσος, τον οποίο τον θεωρώ μαζί με τον Καβάφη τον μεγαλύτερο έλληνα ποιητή των τελευταίων 150 χρόνων, δημιουργεί με τους μονόλογους του – τη «Χρυσόθεμη», την «Ισμήνη», τον «Ορέστη», τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» – κόσμους τεράστιους, με μια παγκοσμιότητα άνευ προηγουμένου. Τοπικός και χρονικός προσδιορισμός κυρίως η Αθήνα, αστικό περιβάλλον, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Με το Σεφέρη είσαι στον μεσοπόλεμο στην κατακερματισμένη Ελλάδα με τις πέτρες, που έχει βάθος χρόνου και ιστορίας, την αγαπάμε, αυτή δημιούργησε την κουλτούρα της Δύσης, αλλά πρέπει να την ξεπεράσουμε γιατί «όπου κι αν ταξιδέψουμε η Ελλάδα μάς πληγώνει». Μέγας ποιητής. Στον Καββαδία οποιονδήποτε στίχο και αν επιλέξουμε δεν προσδιορίζεται ο τόπος και ο χρόνος! Μπορεί να είναι 1700, μπορεί να είναι 1900, μπορεί να είναι 2300. Δηλαδή ένα χαρακτηριστικό αυτού του σημαντικότατου αλλά μικρότερης εμβέλειας ποιητή σε σχέση με τους τρεις προηγούμενους, είναι ότι δεν έχει τόπο ούτε χρόνο. Όπως λέει και ο Αλκαίος, «δεν έχω τόπο, εσύ ο τόπος μου και ο χρόνος». Στα ποιήματα του Καββαδία ο κάθε ένας γίνεται ο τόπος και ο χρόνος.
Κατά δεύτερο, μέσα σε αυτή την φοβερή βαρβαρότητα της ανεργίας και των πολλαπλών αδιεξόδων ο Καββαδίας δε λέει στον πιτσιρικά πήγαινε μέθυσε στο μπαρ, χτύπα το κεφάλι σου, πιες κόκα και γίνε λιώμα. Του λέει «χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία». Δηλαδή: πιτσιρίκο, ξεπέρασε τις δυνατότητές σου! Γιατί ο καρχαρίας είναι το ανθεκτικότερο ζώο του πλανήτη. Υπήρχε από την εποχή του δεινοσαύρου εδώ και τετρακόσια εκατομμύρια χρόνια και θα υπάρχει άλλα τόσα γιατί πολλαπλασιάζεται. Και ο Καββαδίας παίρνει αυτό το ζώο, και όχι ένα άλογο που το έχουν δαμάσει, και λέει βούτα το, ακινητοποίησέ το και χόρεψε πάνω στο φτερό του. Δηλαδή απογειώσου! Γι’ αυτό βλέπεις τους πιτσιρικάδες να ανάβουν αναπτήρες, όπως θα ανάβει και η επόμενη και η μεθεπόμενη γενιά 16άρηδων! Και είναι δεδομένο γιατί έχει μπει πια στην τρίτη δεκαετία…
ΠΗΓΗ: kommon.gr