Τα Αραβικά κράτη τα πρώτα χρόνια της Ισραηλινής επιβολής στην Παλαιστίνη (1948-1954)
Από την ίδρυση ισραηλινού κράτους (1948) μέχρι το 1956 υπολογίστηκε ότι υπήρχαν συνολικά 922.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στις γειτονικές Αραβικές χώρες. Στην Ιορδανία υπήρχαν 512.000, στον διάδρομο της Γάζας 216.000, στον Λίβανο 102.000 και στην Συρία 90.000.
Όλοι αυτοί, από τα τέλη του 1949 παρέμειναν στα στρατόπεδα της UNRWA (Οργάνωση για την Ανακούφιση και Απασχόληση Προσφύγων στην Παλαιστίνη), όπου η βοήθεια σε επίπεδο βασικής τροφής, στέγης, υγειονομικών υπηρεσιών, εκπαίδευσης και εργασίας ήταν ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να παραμείνουν εξαθλιωμένοι. Ένας τεράστιος αριθμός ανειδίκευτων εργατών, άκληρων, ξυπόλητων, αγροτών, γυναικών και παιδιών καταδικάστηκαν να ζουν σε συνθήκες απόλυτης στέρησης, απογοητευμένοι, πικραμένοι και κρεμασμένοι από την ελπίδα ότι κάποτε θα γύρναγαν στην χαμένη γη τους.
Η ισραηλινή νίκη είχε μεγάλο αντίκτυπο στους πληθυσμούς των αραβικών κρατών αυτών, για τους οποίους ήταν ένα σοκ και την θεωρούσαν μια ταπείνωση χωρίς προηγούμενο. Όλη αυτή η κατάσταση αποτέλεσε την αφορμή να ξεσπάσουν βίαιες αντιδυτικές διαδηλώσεις, τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν νέες ενδοεξουσιαστικές δυνάμεις, που άρχισαν να εναντιώνονται έντονα στους παλιούς πολιτικούς σχηματισμούς που κυβερνούσαν στα αραβικά κράτη και να στοχεύουν στην ανατροπή τους.
Ολόκληρος ο αραβικός κόσμος θεωρούσε την πολιτική και τις εσωτερικές αδυναμίες των αραβικών γερασμένων καθεστώτων, την πραγματική αιτία της αποτυχίας και της ταπείνωσης των Παλαιστινίων.
Εκείνη την περίοδο τα φθαρμένα καθεστώτα προχωρούσαν ανάμεσα σε στενά πλαίσια και είχαν επιβάλει την εφαρμογή ενός μακροπρόθεσμου προγράμματος, που είχε στόχο μελλοντικούς ανασχηματισμούς των καθεστώτων.
Οι νέες εξουσιαστικές πολιτικές δυνάμεις, που για μια ακόμη φορά αποκλείονταν από την εξουσία, εκμεταλλευόμενες τις κοινωνικές εξεγέρσεις των καταπιεσμένων αράβων, ανυπομονούσαν να εξαπολύσουν την πολιτική τους επίθεση εναντίον της παλιάς άρχουσας τάξης, η οποία ήταν το σύνολο των αριστοκρατών, των μεγαλογαιοκτημόνων, των πλουσίων εμπόρων και της συμμορίας των Βασιλιάδων.
Ενώ για τον αραβικό πληθυσμό είχε έρθει ο καιρός να πολεμήσουν τα φατριακά και ατομικά συμφέροντα που εκδηλώνονταν επί δεκαετίες και οδήγησαν σε μία τυφλή εμπιστοσύνη προς την Μ. Βρετανία, διότι η τελευταία τους απάλλαξε πραγματικά από τους Γάλλους, παίρνοντας όμως την θέση τους, από την άλλη οι καινούργιοι διεκδικητές της εξουσίας χρησιμοποίησαν την Παλαιστινιακή υπόθεση μόνο και μόνο για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των αραβικών κοινωνιών και να καταλάβουνε την εξουσία με «λαϊκή» θέληση.
Για δεκαετίες τα Βρετανικά στρατεύματα, βάση των συμφωνιών που είχαν υπογράψει οι διάφορες δυναστείες, στάθμευαν παντού με αντάλλαγμα να παρέμβουν οπουδήποτε για την υπεράσπιση της αραβικής ανατολής.
Στην περίπτωση όμως του Ισραήλ συντέλεσαν ενεργά για την σιωνιστική νίκη. Έτσι, οι κοινωνικές εξεγέρσεις είχαν βάλει στόχο την αντίσταση κατά των τοπικών καθεστώτων.
Η αρχή δίνεται στις 20 Ιουλίου του 1951 στο Βασίλειο της Ιορδανίας, με την δολοφονία του εμίρη Αμπντουλά, από έναν Παλαιστίνιο Άραβα μέσα στο τζαμί Αλ-Ακσά της Ιερουσαλήμ. Ο Αμπντουλά ήταν ένα πιόνι των Άγγλων, ο οποίος από το 1946 είχε αυτοανακηρυχθεί Βασιλιάς της Υπεριορδανίας και επί 2 χρόνια είχε έρθει σε επαφή με τους σιωνιστές πάνω στο θέμα του διαμελισμού της Παλαιστίνης. Το Δεκέμβριο του 1948, μετά την συγκατάθεση του σιωνιστή Μπεν Γκουριόν, αρπάζει και προσαρτεί στο Βασίλειο του όλη την δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη που είχε μείνει ανέπαφη, αδιαφορώντας για όλες τις διαμαρτυρίες των Παλαιστινίων και άλλων Αραβικών κρατών. Εκτός αυτού, το 1950 υπόγραψε ειρήνη με το Ισραήλ, μετά από μία σειρά μυστικών συμφωνιών με τον Μοσέ Νταγιάν (απεσταλμένο του Γκουριόν) και δέχθηκε για αντάλλαγμα έναν διάδρομο προς την Χάϊφα.
Tρεις μήνες αργότερα, (από την δολοφονία του Αμπντουλά) τον Οκτώβρη του 1951 ξεσπούν στην Αίγυπτο βίαιες αντιβρετανικές διαδηλώσεις και σημειώνονται επιθέσεις Αιγυπτίων Αράβων εναντίον των Βρετανικών στρατευμάτων που φύλαγαν την διώρυγα του Σουέζ.
Η εξέγερση αποκορυφώνεται στις 26 Γενάρη 1952, όπου ο κόσμος άρχιζε να λεηλατεί και να καίει τους δρόμους του Καΐρου. Το κύριο αίτημα τους ήταν να βγει από την μέση η κλίκα που ήταν υπεύθυνη για την ήττα στην Παλαιστίνη.
Συγκεκριμένα, ο Βασιλιάς Φαρούκ ήταν γι’ αυτούς το σύμβολο της διεφθαρμένης και απολυταρχικής ιεραρχίας και πιονάκι των Βρετανών, στους οποίους είχε παραχωρήσει το Σουέζ (1936) και την συναίνεση του για το Σουδάν. Η αστυνομία και ο λαός κατέβηκαν ενωμένοι από το κοινό τους μίσος για αυτούς που προκάλεσαν τα θλιβερά γεγονότα στην Παλαιστίνη, με την επί δεκαετίες συνεργασία τους και οι οποίοι πλούτισαν από αυτή την ιστορία. Υπήρξαν βίαιες συγκρούσεις με το στρατό. Εκείνη την ημέρα σημειώθηκαν 277 πυρκαγιές στην πόλη του Καΐρου. Τελικά επιβλήθηκε ο στρατός με το Βασιλιά, που παρέμειναν στην εξουσία για 6 ακόμα μήνες.
Στις 23 Ιούλη του 1952, μία ομάδα νέων αξιωματικών (με αρχηγό τον στρατηγό Νεγκίπ) που είχαν πολεμήσει κατά του Ισραήλ στον Παλαιστινιακό πόλεμο, ανατρέπει και εκδιώχνει τον Βασιλιά Φαρούκ και μέχρι και τον Μάρτη του 1954 αναπτύσσεται μια έντονη ενδοεξουσιαστική διαμάχη με τις δυνάμεις του προηγούμενου καθεστώτος. Κερδίζουν την συμπάθεια της οργισμένης κοινωνίας της Αιγύπτου που μισούσε την γερασμένη εξουσία. Παρ’ όλα αυτά, ενώ το Παλαιστινιακό πρόβλημα χρησίμευε για να φανερωθεί η έκταση της διαφθοράς του παλιού καθεστώτος, δεν αποτελούσε μέρος των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Μάλιστα, οι καινούργιοι διαχειριστές της εξουσίας, έδειχναν ενδιαφέρον για την νέα υπερδύναμη τις Η.Π.Α., πράγμα που σήμαινε ότι ένα πιθανό σχέδιο επίθεσης κατά του Ισραήλ έπρεπε να περιμένει. Τον Φλεβάρη του 1953 και στις 27 Ιουλίου 1954, υπέγραψαν συνθήκες συμβιβασμού με την Μ. Βρετανία για Σουδάν και Σουέζ, αντίστοιχα όπου υπόσχονταν την εκκένωση της διώρυγας από τα βρετανικά στρατεύματα, αλλά δέσμευσαν την Αίγυπτο στο να εξασκεί φιλοδυτική πολιτική. Ο ψυχρός πόλεμος βρισκόταν ήδη στην παιδική του ηλικία και η δυτική κυριαρχία έχτιζε την άμυνα της, μετατρέποντας τις αραβικές περιοχές σε μέτωπα του ψυχρού πολέμου, όπου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, θα γίνουν έμμεσα θέρετρα πολέμων μεταξύ ΕΣΣΔ και Η.Π.Α.(ο ψυχρός πόλεμος ξεκίνησε επίσημα το φθινόπωρο του 1947).
Οι κοινωνικές αναταραχές και η δυσαρέσκεια του αραβικού πληθυσμού για την επί δεκαετίες Βρετανική και Γαλλική καταπίεση αποτελούσαν μία δυνατή αντίσταση στην δυτική κυριαρχία. Τον Γενάρη του 1948, ο Ιρακινός Πρωθυπουργός Σαλέχ Τζαμπρί, συνυπογράφει, στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας, με την κυβέρνηση, συνθήκη αποχώρησης των Βρετανικών στρατευμάτων από την χώρα με τον όρο να έχει δικαίωμα η Μ. Βρετανία να χρησιμοποιεί τα Ιρακινά αεροδρόμια και να εκπαιδεύει τους Ιρακινούς στρατιώτες για λογαριασμό της. Οι βίαιες συγκρούσεις που ξεσπούν στο Ιράκ από τους καταπιεσμένους ανθρώπους είναι τόσο έντονες που ο Βασιλιάς υποχρεώθηκε να μην επικυρώσει την συνθήκη και ο Πρωθυπουργός αυτοεξορίστηκε στην Ιορδανία φοβούμενος μην δολοφονηθεί. Είναι η περίοδος που τα κόμματα της αντιπολίτευσης διεύρυναν όλο και περισσότερο την λαϊκή τους βάση, ενώ ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός κερδίζανε ολοένα και περισσότερη δύναμη παρά την κτηνώδη καταπίεση. Ο Αγγλόφιλος πολιτικός Νουρί Ελ Σαϊντ, που έλεγχε την κατάσταση στο Ιράκ, με το που χάνει έδρες στις εκλογές του Ιούνη του 1954, διαλύει το κοινοβούλιο, κλείνει 18 εφημερίδες, παίρνει καταπιεστικά μέτρα εναντίον του Κομουνιστικού κόμματος (το οποίο κέρδισε 26 έδρες) και κλείνει τα γραφεία του βασικού κόμματος της αντιπολίτευσης. Θα ζητήσει επίμονα από την Μ. Βρετανία να του δοθεί μια ηθική βάση, χρήσιμη για την εξουδετέρωση των κοινωνικών αναταραχών που αντιμετώπιζε, είτε πιέζοντας το Ισραήλ με σημαντικές παραχωρήσεις υπέρ των παλαιστινίων, είτε παίρνοντας θετικά, η ίδια η Μ. Βρετανία, το μέρος των αράβων. Μάταια όμως. Όσες προσπάθειες και να έκανε, η αραβική κοινωνία αρνιότανε να ευθυγραμμιστεί με την Δύση και δήλωνε την οργή της άμεσα με βίαιες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Λίγους μήνες μετά από τα γεγονότα του Ιράκ, το Δεκέμβριο του 1948 με αφορμή τα γεγονότα του Παλαιστινιακού, ξεσπούν βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις στην Συρία, εναντίον της εξουσιαστικής δυτικόφιλης κλίκας του Σούκρι Κουάτλι. Καλείται ο στρατός ο οποίος συνειδητοποιεί την ισχυρή θέση του και 3 μήνες μετά, τον Μάρτιο του 1949, θα καταλάβει την εξουσία με αρχηγό τον συνταγματάρχη Χουσνί Ζαϊμ. Πάντα στο όνομα της αραβικής ήττας στην Παλαιστίνη από τον σιωνισμό, ο στρατός της Συρίας θα ανταγωνίζεται για τον εξουσιαστικό έλεγχό της χώρας και θα επιβληθεί στους καταπιεσμένους ανθρώπους με μία σειρά πραξικοπημάτων, όπου διάφορες στρατιωτικές ομάδες θα εναλλάσσονταν στην εξουσία για τις επόμενες δεκαετίες, πράγμα που θα κάνει τη συριακή κοινωνία να υποφέρει όσο και οι παλαιστίνιοι.
Τα αραβικά κράτη, που πολλοί παράγοντες έπαιζαν ρόλο στις εξελίξεις (π.χ. πραξικοπήματα, το εθνικιστικό στοιχείο, το θρησκευτικό στοιχείο, οικονομικά προβλήματα κ.α.) ένιωθαν στο πετσί τους την επεκτατική τάση του Ισραήλ και επιθυμούσαν την οργάνωσή της αυτοάμυνάς τους. Αντίθετα οι ατλαντικές δυνάμεις, αφού δημιούργησαν αραβικά προτεκτοράτα ενίσχυσαν τις αραβικές κρατικές άμυνες με όπλα που ήταν υποχρεωμένα να χρησιμεύσουν μόνο εναντίον του κομμουνιστικού κινδύνου.
Ενώ οι κοινωνικές εξεγέρσεις των καταπιεσμένων Αράβων συνεχίστηκαν ενάντια στις τοπικές εξουσίες-μαριονέτες των δυτικών για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω, η Δυτική συμμαχία αντίθετα, θεωρούσε ότι υποκινούνταν από την ΕΣΣΔ, η οποία άρχισε και αυτή να παίρνει μέρος στο παγκόσμιο παιχνίδι ελέγχου των αραβικών κοινωνιών, εκμεταλλευόμενη την επιθυμία των καταπιεσμένων για απαγκίστρωση από τα δεσμά της Δύσης.
Το πάθος, όμως του αραβικού κόσμου που πάντα θεωρούσε το Ισραήλ έναν δυτικό θύλακα σε αραβική περιοχή, έναν ακοίμητο πράκτορα του δυτικού επεκτατισμού, θα παραμείνει μέχρι σήμερα και ο αστείρευτος αγώνας ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης θα εκδηλώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη των αραβικών περιοχών περνώντας μέσα από πολύπλοκα μονοπάτια …
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΊΑΣ, φ. 5, Ιούλιος-Αύγουστος 2002