ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΜΠΕΡΝΤΕ ΚΑΙ ΟΙ ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΙ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
«Οι αστοί δημοκράτες είναι οι πιο μανιώδεις και παθιασμένοι εχθροί της Κοινωνικής Επανάστασης. Σε στιγμές πολιτικής κρίσης, όταν χρειάζονται το δυνατό χέρι το λαού για να ανατρέψουν τον θρόνο, υπόσχονται υλικές απολαβές σ’ αυτήν την “τόσο ενδιαφέρουσα„ τάξη των εργατών· επειδή όμως εμφορούνται συνάμα από την πιο ακλόνητη απόφαση να διαφυλάξουν και να διατηρήσουν όλες τις αρχές, όλα τα ιερά θεμέλια, της υπάρχουσας κοινωνίας, και να διασώσουν όλους εκείνους τους οικονομικούς και νομικούς θεσμούς, που έχουν ως αναγκαία συνέπειά τους την πραγματική δουλεία του λαού –είναι λογικό να διαλύονται οι υποσχέσεις τους σαν καπνός στον αέρα. Απογοητευμένος ο λαός μουρμουρίζει, απειλεί, εξεγείρεται και τότε, προκειμένου να ανασταλεί η έκρηξη της λαϊκής δυσαρέσκειας, αυτοί, οι αστοί επαναστάτες, βλέπουν τον εαυτό τους αναγκασμένο να καταφύγει στην παντοδύναμη καταστολή εκ μέρους του κράτους. Άρα, το δημοκρατικό κράτος είναι εξ ίσου καταπιεστικό με το μοναρχικό· μόνον που η καταπίεση του κατευθύνεται όχι ενάντια στις κατέχουσες τάξεις αλλά αποκλειστικά ενάντια στον λαό». (Μ. Μπακούνιν, Κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας, κεφ. 9, Το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι πλάσμα φαντασίας)
Ο Ελία Κανέτι στο βιβλίο του Μάζα και εξουσία αναφέρεται στην περίπτωση του Φιλίππου Μαρία του τελευταίου Βισκόντι, του οποίου το δουκάτο στο Μιλάνο αποτελούσε μια ισχυρή δύναμη στην Ιταλία του 15ου αιώνα.
Ο Φίλιππος Μαρία Βισκόντι, όπως λέγεται, είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να κρύβει τις βαθύτερες σκέψεις του, απέφευγε συστηματικά να λέει ανοιχτά αυτό που ήθελε, καλυπτόμενος πάντα από τον περίεργο τρόπο, που εκφραζόταν. Όταν σταματούσε να συμπαθεί κάποιον, εξακολουθούσε να τον εγκωμιάζει, ενώ αντίθετα, όταν είχε τιμήσει κάποιον άλλον με οποιοδήποτε τρόπο, τον κατηγορούσε την άλλη στιγμή λόγου χάρη για βιαιότητα ή κουταμάρα.
Πολλές φορές παραπονιόταν δημόσια για την απονομή μιας χάρης ή για την εύνοια, που ο ίδιος είχε παραχωρήσει, ή αντίθετα δήθεν δυσανασχετούσε για την εκτέλεση των θανατικών ποινών, που ο ίδιος είχε επιβάλλει. Κατά κανόνα παραχωρούσε κάτι διαφορετικό από εκείνο που του είχε ζητηθεί.
Ο εξουσιαστής εδώ μοιάζει, πράγματι, να ενεδρεύει.
Όπως παρατηρεί ο Κανέτι, ο εξουσιαστής έχει πολλά μυστικά, επειδή θέλει να έχει πολλά και τα οποία εντάσσει σ’ ένα σύστημα, που λειτουργεί με τον εξής τρόπο: εμπιστεύεται σε κάποιον κάτι, σε κάποιον άλλον κάτι διαφορετικό, φροντίζοντας όχι μόνο να μην μπορούν να συνδεθούν, αλλά ο καθένας, που ξέρει κάτι, να επιτηρείται από έναν άλλον. Έτσι, ο εξουσιαστής ελέγχει την ποσότητα, με την οποία γεμίζει κάθε «δοχείο», ώστε να ελέγχει το εάν και πότε μπορεί να ξεχειλίσει. Αλλά και εκείνος, που επιτηρεί ταυτόχρονα επιτηρείται, έτσι ώστε η αναφορά του να διορθώνεται από την αναφορά άλλου επιτηρητή και ταυτόχρονα επιτηρούμενου.
Θα ρωτήσει κάποιος, μήπως όλα αυτά αφορούν μια δεσποτική εξουσία, μια εξουσία που πηγάζει λόγου χάρη από την κυριαρχία ενός μοναρχικού καθεστώτος, ενός συγκεντρωτικού, ολοκληρωτικού καθεστώτος και όχι την εξουσία, που πηγάζει από τις δημοκρατικές διαδικασίες, από την εκλογική διαδικασία μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας;
Έγραφε ο Προυντόν για την καθολική ψηφοφορία: «Μια από τις πρώτες πράξεις της Προσωρινής Κυβέρνησης (του 1848), μια πράξη που προκάλεσε τη μεγαλύτερη επιδοκιμασία, ήταν η εφαρμογή της καθολικής ψηφοφορίας. Την ίδια ημέρα που εκδόθηκε το θέσπισμα, γράφαμε ακριβώς αυτά τα λόγια, που εκείνη την εποχή μπορεί να είχαν φανεί παράδοξα: Η καθολική ψηφοφορία είναι αντεπανάσταση. Από τα γεγονότα που ακολούθησαν μπορεί να κρίνει κανείς αν είχαμε δίκιο στο θέμα αυτό. Οι εκλογές του 1848, διεξήχθησαν, στη μεγάλη τους πλειονότητα, από ιερείς, οπαδούς της νόμιμης βασιλείας, οπαδούς της μοναρχίας, από τα πιο αντιδραστικά και οπισθοδρομικά στοιχεία της Γαλλίας. Και δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς».
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να γυαλίζουμε τις αλυσίδες μας, να διαλέγουμε ή να πιστεύουμε ότι διαλέγουμε τα δεσμά μας, αλλά να προσπαθούμε να τις καταστρέψουμε οριστικά. Οι άνθρωποι αγωνίζονται, ξεσηκώνονται όταν αγανακτούν, όταν θυμώνουν, όταν ξεσπούν ενάντια σε μια κατάφωρη αδικία.
Δυστυχώς όμως εύκολα ξεχνούν. Και η λήθη βρίσκεται πάντα με την πλευρά της εξουσίας. Και όσο περισσότερο διαιρεμένοι παραμένουν τόσο πιο εύκολα χειραγωγούνται, όχι μόνο γιατί αποδυναμώνονται αριθμητικά όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά κυρίως γιατί οι κοινές μνήμες κομματιάζονται, θρυμματίζονται και μαζί τους όλα εκείνα για τα οποία δικαιούνται να νιώθουν περήφανοι, όλα εκείνα τα οποία τιμούν την ανθρώπινη υπόσταση, που σφυρηλατούν ελεύθερα πνεύματα.
Η καταπίεση, είτε φανερή είτε καλυμμένη, πολλές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουν καταβροχθίζει τις ζωτικές τους δυνάμεις, τσακίζει την πηγαία ανυποταξία, συνθλίβει την αξιοπρέπεια, ματαιώνει τις ελπίδες.
Τότε η εξουσία δυναμώνει, θεριεύει, επιδεικνύει την νίκη της, παραδειγματίζει όσους δεν λυγίζουν, εμφανίζεται ως ο εκπρόσωπος του κοινού καλού, του κοινού συμφέροντος. Εμφανίζει ως αναγκαίο κακό την περικοπή ενός μέρους της ελευθερίας του καθενός προκειμένου, όπως υποστηρίζει, να διασφαλίσει το υπόλοιπο της ελευθερίας αυτής που το ονομάζει ασφάλεια.
Η ελευθερία, όμως, όπως υποστήριζε και ο Μπακούνιν είναι αδιαίρετη: «ένα μέρος της δεν μπορεί να περικοπεί δίχως να την καταστρέψει σαν σύνολο. Αυτό το μικρό μέρος της ελευθερίας που περικόπτεται είναι η ίδια η ουσία της ελευθερίας μου, είναι τα πάντα. Με μια φυσική, αναγκαία και ακαταμάχητη κίνηση όλη η ελευθερία μου συγκεντρώνεται ακριβώς στο μέρος αυτό, όσο μικρό κι αν είναι, το οποίο περικόπτεται».
Η καθολική ψηφοφορία, λοιπόν, δεν αποτελεί καμμία εγγύηση της ελευθερίας. Το αντίθετο μάλιστα.
Ας δούμε μερικούς από τους πολλούς λόγους που συνηγορούν σ’ αυτήν την θέση. Είναι απόδειξη της ελεύθερης βούλησης των ανθρώπων η δυνατότητά τους να εκλέγουν εκείνους που τους ληστεύουν, τους δολοφονούν, τους εξαπατούν, εκείνους που καταστρέφουν την φύση, εκείνους που εξαφανίζουν συστηματικά τόσο και τόσα είδη από τον πλανήτη;
Είναι απόδειξη της ελεύθερης κοινωνικής βούλησης η νομιμοποίηση, μέσω της ψήφου, της δυνατότητας του κράτους να θεσπίζει νόμους που προστατεύουν την ληστεία του κόπου και της δημιουργικότητας τόσων και τόσων ανθρώπων;
Είναι ή δεν είναι η συμμετοχή στις εκλογές μια απόλυτη συνεργασία για το χτίσιμο της ίδιας μας της φυλακής;
Είναι ή δεν είναι μια παγίδα στην οποία καλούμαστε να πέσουμε μέσα γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες;
Αναρωτιούνται ορισμένοι είτε από αφέλεια είτε από υστεροβουλία γιατί λόγου χάρη εξουσιαστές που ηγούνται των κομμάτων τους στηρίζουν πρόσωπα που αποδεδειγμένα εμπλέκονται στα λεγόμενα σκάνδαλα. Το ερώτημα, εάν δεν είναι προβοκατόρικο, είναι σε κάθε άλλη περίπτωση βαθιά υποκριτικό. Μα επειδή απλώς τους δόθηκε η δυνατότητα να κάνουν ό,τι νομίζουν αυτοί πιο συμφέρον για τους ίδιους. Και μάλιστα κατά βάθος είναι πολύ περισσότερο «έντιμοι» από εκείνους που ευαγγελίζονται την «κάθαρση». Αυτοί πραγματικά είναι οι ελεεινότεροι, αφού αυτό ακριβώς που έχουν στο μυαλό τους είναι να συνεχίσουν να λεηλατούν με μεγαλύτερη ένταση καλυπτόμενοι πίσω από το προσωπείο του δήθεν αδιάφθορου.
Τουλάχιστον οι ψηφοφόροι εκείνοι, που συμμετέχουν στις εκλογές ομολογώντας ότι προσδοκούν συγκεκριμένα οφέλη, εφ’ όσον επικρατήσει το κόμμα που υποστηρίζουν, είναι ειλικρινείς.
Δεν μιλούν ούτε για ελεύθερη βούληση, ούτε για την «καλή δημοκρατία» και τους θεσμούς της, που πρέπει να στηρίζουμε, ούτε ψελλίζουν οποιαδήποτε ιδεολογική μπαρούφα για να δικαιολογηθούν…
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 191, Μάρτιος 2019