ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ… Του Μανόλη Κωνσταντάκη
Στη πλαστική μας κοινωνία όπου όλα έχουν ημερομηνία λήξης, με υπέρογκο κόστος και μηδαμινή αξία, είναι η κάθε ανάπαυλα ταυτόχρονα πολύτιμα μελαγχολική, μα και μαζοχιστικά ελκυστική.
Προσμένουμε οι περισσότεροι να κατεβάσουμε τις γκρίζες μάσκες του καθημερινού καθωσπρεπισμού και βιαστικά, στα μουλωχτά, να φορέσουμε αυτές με το χαμόγελο, του βουλιμικού γιορταστή, να θάψουμε για λίγο έννοιες και προβλήματα μέχρι το τέλος του γλεντιού.
Λαχταρούμε το κέφι, να ξεδώσουν, να ξαναγίνουμε αυτό που τόσα χρόνια αναγκαστήκαμε να ξεμάθουμε. Όσοι (λίγοι) έχουν το προνόμιο να βρεθούν με πραγματικούς φίλους ή ανθρώπους όπου υφίσταται αγαπητική σχέση, το καταφέρνουν. Οι πολλοί όμως απλώς απλώνουμε στη γκρίζα μάσκα τους ένα παχύ στρώμα make up και ψυχαναγκαστικά περιφερόμαστε στους δρόμους της γιορτής ελπίζοντας να πιούμε λίγη από τη δυσεύρετη λησμονιά. Όλα τούτα τα έχουμε ξαναδεί και ξαναζήσει, έχουμε χάσει κάθε μαγεία και μυστήριο, κάθε προσμονή.
Η ανάμνηση όμως των πρώτων γιορτών, αυτών των παιδικών μας χρόνων, πάντα καραδοκεί κρυμμένη κάπου καλά, μεταξύ μυαλού και καρδιάς, να βρει ευκαιρία να αρπάξει από το χέρι όσους μεθύσουν αρκετά για να αφεθούν. Να τους αρπάξει σε τρελό χορό, στροβιλιστό, πίσω το χρόνο να γυρίσει, να βρουν ό,τι πιο πολύτιμο άφησαν πίσω. Τον χαρταετό που έσπασε ο σπάγκος της καλούμπας, τη μπάλα στην αλάνα, το παγωτό βανίλια που σήμαινε καλοκαίρι, εκείνο το κρυφτό τα ανοιξιάτικα βράδια που προσμέναμε με λαχτάρα για να πιάσουμε από το χέρι το κορίτσι που μας άρεσε να κρυφτούμε μαζί, να μυρίσουμε τα μαλλιά της, το πρώτο καλοκαιρινό μπάνιο με τα φιλαράκια. Χιλιάδες πολύτιμα μικρά πράγματα που παρέμειναν πιστοί κάτοικοι της αληθινής μας πατρίδας, Αυτής που είναι τα παιδικά μας χρόνια.
Τη γλυκιά πατρίδα όλων μας, τη μόνη αληθινή, η μόνη που μας αγάπησε,. Αυτή είναι που ενδόμυχα ζητάμε. Κρυβόμαστε πίσω από δικαιολογίες και σοβαροφανείς συμβάσεις κι αυτή σκιάζεται τούτα τα καμώματα, σκιάζεται κι αποσύρεται κάπου μεταξύ μυαλού και καρδιάς, μα μας ψιθυρίζει κάθε τόσο, να παίξουμε το κρυφτό και να τη βρούμε. Εκείνη έμεινε πάντα παιδί, της αρέσουν οι γιορτές, μας περιμένει. Είναι ανέμελη κι αυτό μας καλεί να γίνουμε για να μπορέσουμε να γιορτάσουμε, να πάρουμε ανάσα, γιατί στην ουσία, η χαμένη ανεμελιά των παιδικών μας χρόνων είναι το ζητούμενο.
Ας γιορτάζουμε αληθινά όσο πιο συχνά και πιο πολύ μπορούμε.